Η Ανεξάρτητη Συντεχνία Δημοσίων Υπαλλήλων Κύπρου (ΑΣΔΥΚ) κάνει λόγο για «ασυνέπεια» στη νομολογία και «απόκλιση» από προηγούμενες αποφάσεις, σχολιάζοντας την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τις αποκοπές σε μισθούς και συντάξεις του δημοσίου.
Η ΑΣΔΥΚ στην ανακοίνωσή της αρχικά υπενθυμίζει ότι πολλοί δικηγόροι και εισαγγελείς της Δημοκρατίας πρόσφατα πήραν δυσθεώρητες μισθολογικές αυξήσεις.
Όσον αφορά την απόφαση, σημειώνοντας ότι είναι κομβικής σημασίας όχι μόνο για την περιουσιακή ζημιά που υφίστανται οι δημόσιοι υπάλληλοι για 10 χρόνια αλλά κυρίως για το μέλλον αφού διέπλασε μια σχέση εξουσιαστική του Δημοσίου ως εργοδότη έναντι των υπαλλήλων του. «Δημιουργείται ένα δικαστικό προηγούμενο βάσει του οποίου η εκάστοτε Κυβέρνηση μπορεί να επεμβαίνει μειωτικά σε κεκτημένα δικαιώματα των υπαλλήλων της υπό την ευλογοφανή επίκληση του εκάστοτε λόγου ‘δημοσίου συμφέροντος’», αναφέρεται.
Η συντεχνία σημειώνει την έκδηλα υπέρμετρη (8 ετής) καθυστέρηση της εκδίκασης, η οποία ανάγεται σε βαθμό κακοδικίας και αρνησιδικίας, όταν, οι δύο προσφυγές που αφορούσαν στους μισθούς των ιδίων των Δικαστών, οι οποίες καταχωρήθηκαν το 2012, εκδικάσθηκαν μέσα -το πολύ- σε ενάμιση χρόνο, εξαρχής από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις 14.6.2013 και επίσης οι προσφυγές των πολυσυνταξιούχων, ανάμεσά στους οποίους και δικαστές, πολλές εκ των οποίων καταχωρήθηκαν το 2012, έτυχαν επίσης ταχύτατης απόφασης στις 7.10.2014.
Σημειώνεται περαιτέρω ότι για τις προαναφερθείσες προσφυγές, των Δικαστών και των πολυσυνταξιούχων, επιλήφθηκε η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώ για τις προσφυγές της υπό αναφορά απόφασης επιδείχθηκε διαφορετική μεταχείριση, καθώς επιλήφθηκε το Διοικητικό Δικαστήριο και εν συνεχεία, κατ’ έφεση το Ανώτατο Δικαστήριο ενώ επισωρεύονταν οι σχετικές προσφυγές και διογκώνονταν ο όγκος τους, προς όφελος, ασφαλώς, της Δημοκρατίας, που αποκόμιζε το προφανές όφελος από τη μη εκδίκασή τους.
«Παρόλο που πληρείται ασφαλώς το κριτήριο της μείζονος σημασίας δεν παραπέμφθηκαν εξαρχής στην ολομέλεια του Ανωτάτου, αλλά μόνο μετά από αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα αφού πέτυχαν οι προσφυγές πρωτόδικα και αφού διέρρευσε πολύτιμος χρόνος με Επιλεκτική εφαρμογή της δίκαιης δίκης», αναφέρεται.
Η συντεχνία θεωρεί ότι η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέκλινε, ανακόλουθα και αντιφατικά, από τη σαφέστατη κρίση της στην απόφαση των πολυσυνταξιούχων, σε σχέση με το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος, με τους περισσότερους μάλιστα Δικαστές της παρούσας απόφασης να ήταν αυτοί που εξέδωσαν και εκείνη την απόφαση, επανερχόμενοι στην προγενέστερη απόφασή της υπόθεσης Χαραλάμπους, που αφορούσε την έκτακτη εισφορά η οποία ασφαλώς είχε διαφορετικά δεδομένα αφού αφορούσε πολύ μικρότερη επέμβαση στον μισθό (1,5-3% για 24 μήνες). Προσθέτει ότι επικαλέστηκε ατυχώς ανάμεσα σ’ άλλα, την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ) στις Προσφυγές, Κουφάκη ν. Ελλάδας και ΑΔΕΔΥ ν. Ελλάδας, την οποία είχε μνημονεύσει και στην απόφαση των πολυσυνταξιούχων, η οποία όμως δεν επηρέασε το εκεί αποτέλεσμα όπως και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ χωρίς να απασχολούν όμως εκεί διόλου το σκεπτικό και την συλλογιστική του δικαστηρίου που οδήγησε στην επιτυχία των προσφυγών. Αυτή, αναφέρεται, στηρίχθηκε στο Άρθρο 23 του Συντάγματος, όπου κρίθηκε ότι παρέχει μεγαλύτερη προστασία από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και τελικά εφαρμόστηκε (επειδή το άρθρο του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ επιτρέπει τον περιορισμό του περιουσιακού δικαιώματος, για λόγους δημόσιας ωφέλειας, ενώ στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια στους λόγους περιορισμού του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που επιτρέπονται. Προστίθεται ότι εκεί αντιφατικά προς την πρόσφατη απόφαση δεν τέθηκε ζήτημα για ουσιώδη μείωση του μισθού ή προσβολή του πυρήνα του περιουσιακού δικαιώματος.
Αναφέρεται ακόμα ότι αποτελεί ασυνέπεια στην νομολογία και παραγνώριση της απόλυτα σχετικής προηγούμενης απόφασης των πολυσυνταξιούχων αλλά και της διαχρονικής πάγιας νομολογίας για τα στάδια ελέγχου της συνταγματικότητας στην επέμβαση/περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος με Νόμο.
«Αντίθετη ήταν η πορεία που ακολουθήθηκε από την πλειοψηφία χωρίς πειστική αιτιολογία. Πολλοί νομικοί σχολίασαν το κενό εύλογων και αναπόφευκτων αιτιάσεων και την ανακόλουθη συλλογιστική ως δείγμα «πολιτικής απόφασης» που εκδόθηκε εν καιρώ πανδημίας. Η αναλογική δεν συμβολή όλων των πολιτών ως προς τη δημοσιονομική θυσία, ενώ ετέθη, δεν εξετάστηκε καν όπως ούτε και η παραβίαση άλλων συνταγματικών αρχών ( Άρθρα 26 και 28 του Συντάγματος)», αναφέρεται.
Τέλος αναφέρεται ότι η ΑΣΔΥΚ, «πλήρως και αμετάκλητα συνεπείς με τη συναίσθηση του κοινωνικού δικαίου μας θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας, είτε ενώπιον των ημεδαπών δικαστηρίων είτε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».
Πηγή: ΚΥΠΕ