H Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής Κύπρου σε γνώμη που εξέδωσε για τους εμβολιασμούς έναντι COVID-19 διατυπώνει τη θέση ότι με βάση τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία και την εξέταση των αρχών δεοντολογίας, η επιβολή υποχρεωτικού εμβολιασμού του συνόλου του πληθυσμού κατά της νόσου COVID-19 δε συνιστά μέτρο συμβατό με αυτές και είναι τουλάχιστο πρώιμο και εκ τούτου θα πρέπει να αποφεύγεται η λήψη οποιωνδήποτε μέτρων που άμεσα ή έμμεσα εξαναγκάζουν τους πολίτες σε εμβολιασμό.
Η Επιτροπή επικαλείται την τρέχουσα επιστημονική γνώση, επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη η περιορισμένη γνώση ως προς την αποτελεσματικότητα των εμβολίων και το εύρος αυτής σε συνθήκες (και) εκτός των κλινικών δοκιμών και ειδικότερα, σε ποιο βαθμό τα εμβόλια είναι ικανά να προλαμβάνουν τη λοίμωξη, τη μετάδοση, την εκδήλωση της νόσου ή/και τη σοβαρότητα αυτής. Επίσης, θα πρέπει να διασαφηνισθεί η ασφάλεια τους σε βάθος χρόνου, η διάρκεια της ανοσίας που επάγεται και ιδιαίτερα, κατά πόσο θα υπάρξει η ανάγκη επαναληπτικών εμβολιασμών καθώς και η αποτελεσματικότητα τους σε ειδικές ομάδες του πληθυσμού, όπως τους ηλικιωμένους, τα ευπαθή άτομα και τα παιδιά.
Παραθέτοντας τις θέσεις επί των Αρχών Δεοντολογίας σε σχέση με την αρχή της ωφελιμότητας (beneficence) διατυπώνει τη θέση ότι οι άγνωστες ή λιγότερο γνωστές παράμετροι, δίδουν μια αβέβαιη εικόνα κατά πόσο είναι δυνατό να επιτευχθεί βέλτιστη και με πληρότητα αγαθοεργία με την εισαγωγή υποχρεωτικού εμβολιασμού και η ενδεχόμενη εμφάνιση ζητημάτων σε σχέση με την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια που να διαφοροποιεί τη σχέση οφέλους-κινδύνου των εμβολίων, δεν μπορεί με βεβαιότητα να συνηγορήσει ως προς την πρόθεση για ελαχιστοποίηση της βλάβης.
Σε σχέση με την αρχή της μη-βλάβης (non-maleficence) διατυπώνει τη θέση ότι οι βλάβες που δυνατό να προκληθούν από τους εμβολιασμούς περιλαμβάνουν ευρύ φάσμα όπως τη θεραπευτική αποτυχία έως και την εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών που να ανατρέπουν τη σχέση οφέλους-κινδύνου ειδικότερα, σε διευρυμένο επίπεδο που να συνιστά ατυχή έκβαση στην προστασία της δημόσιας υγείας και συνεπάγεται ότι ο κίνδυνος βλάβης είτε είναι ελάχιστος, είτε ότι υπάρχει η δυνατότητα ελαχιστοποίησης του, αποτελούν παραμέτρους που αναμένεται να τεκμηριωθούν μελλοντικά.
Η Επιτροπή Βιοηθικής τονίζει ότι η αρχή της αυτονομίας (respect for autonomy) καθορίζει ότι εναπόκειται στο κάθε πρόσωπο ατομικά να επιλέξει ελεύθερα και με επίγνωση κατά πόσο θα εμβολιασθεί εφόσον του προσφερθεί η επιλογή, χωρίς οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο εξαναγκασμό. Παρατηρεί πως ένας σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στο σκεπτικισμό και στη διστακτικότητα εμβολιασμού είναι οι λιγότερο γνωστές ή μέχρι στιγμής άγνωστες παράμετροι αναφορικά με τη νόσο COVID-19 και των εμβολίων ειδικότερα στο θέμα της ασφάλειας. Επίσης, παράγοντες που επηρεάζουν τη λήψη απόφασης των πολιτών αν θα εμβολιαστούν ή όχι μπορεί να είναι η ευρύτερη φιλοσοφία/κοσμοθεωρία τους, το επίπεδο εμπιστοσύνης στη συμβατική ιατρική, η θρησκεία καθώς και η επιρρέπεια στο να γίνουν πιστευτές ψευδείς ή παραπλανητικές ειδήσεις που διαχέονται, ή συνδυασμός των πιο πάνω. Προσθέτει ότι οι πληροφορίες σχετικά με τα οφέλη και τις παρενέργειες του εμβολίου, θα πρέπει να είναι προσβάσιμες τόσο από τα ΜΜΕ, όσο και από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης με αντικειμενικό τρόπο, έτσι που η απόφαση του ατόμου κατά πόσον επιθυμεί να εμβολιαστεί ή όχι, να είναι αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής και όχι παραπλάνησης (fake news).
Γνωματεύει ότι είναι σημαντικό η πολιτεία και η επιστημονική κοινότητα να προβαίνουν προορατικά, συστηματικά και στοχευμένα σε αποτελεσματική, αντικειμενική, επαρκή και διαρκή ενημέρωση για τις επιστημονικές εξελίξεις σε σχέση με τα εμβόλια, έτσι ώστε οι πολίτες να ενδυναμώνονται και να λαμβάνουν ενημερωμένες αποφάσεις σε σχέση με τους εμβολιασμούς.
Η αρχή του δικαίου (justice) προϋποθέτει ότι όλοι οι πολίτες τυγχάνουν δίκαιης αντιμετώπισης, αναφέρει, προσθέτοντας ότι η επιβολή υποχρεωτικού εμβολιασμού κατά της νόσου COVID-19 ενδέχεται να δημιουργήσει αδικίες όπως ο στιγματισμός ή οι διακρίσεις έναντι των πολιτών που δεν θα εμβολιασθούν, είτε από επιλογή, είτε λόγω άλλων προσωπικών ή κοινωνικών συνθηκών. Συνεπώς, προκύπτει ότι, με βάση την αρχή της δικαιοσύνης, δεν δικαιολογείται ο υποχρεωτικός εμβολιασμός σε αυτό το στάδιο και η τυχόν επιβολή του στο μέλλον θα πρέπει να αιτιολογηθεί με διαφανή και επαρκή τρόπο ώστε να συνιστά πράξη εύλογης δικαιοπραξίας.
Με βάση την αρχή της αναλογικότητας (proportionality) διατυπώνει τη γνώμη ότι η περίπτωση επιβολής υποχρεωτικού εμβολιασμού ως έσχατη παρέμβαση, το κοινωνικό όφελος θα πρέπει επαρκώς αιτιολογημένα, να υπερτερεί έναντι της προσωπικής ελευθερίας και αφού θα έχουν εξαντληθεί όλες οι λιγότερο επεμβατικές δράσεις. Στο παρόν στάδιο, δεν έχουν εξαντληθεί οι λιγότερο επεμβατικές δράσεις, προσθέτει.
Σύμφωνα με την αρχή της αποδοτικότητας (effectiveness), επισημαίνει ότι θα πρέπει τα προγράμματα εμβολιασμών να είναι οικονομικά αποδοτικά (cost-effective), εφόσον το κόστος χορήγησης ενός εμβολίου (πρόληψη) είναι σημαντικά μικρότερο από το κόστος της θεραπείας σε περίπτωση νόσησης και διατυπώνει τη θέση ότι μέχρι να μελετηθεί πιο επισταμένα και εφόσον τα προγράμματα εμβολιασμών θα αρχίσουν να παράγουν αντικειμενικά μετρήσιμα αποτελέσματα, είναι πρώιμο να θεωρηθεί ότι η αρχή της αποδοτικότητας εφαρμόζεται αποτελεσματικά στο παρόν στάδιο.
Διατυπώνει ακόμα τη γνώμη ότι ο βαθμός επιτυχίας των προγραμμάτων εμβολιασμού θα πρέπει να αξιολογείται διαρκώς λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων, την επιστημονική πρόοδο και την έκταση του εμβολιασμού των πολιτών, ώστε να είναι δυνατό να εξετάζεται το ενδεχόμενο αναθεώρησης της παρούσας γνωμοδότησης εφόσον αυτό καταστεί αναγκαίο προσμετρώντας τα κοινωνικά δικαιώματα και το συλλογικό όφελος έναντι των ατομικών δικαιωμάτων και επιλογών.
Πηγή : Καθημερινή