Επεξηγήσεις για τα προβλήματα που προκύπτουν από το ενδεχόμενο αφαίρεσης του πατρώνυμου και μητρώνυμου από το δελτίο πολιτικής ταυτότητας, έδωσε τη Δευτέρα ο Υπουργός Εσωτερικών, Νίκος Νουρής, ενώπιον των μελών της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα οποία συζήτησαν εκ νέου το συγκεκριμένο θέμα.
Κατά τη συνεδρία, ο αρμόδιος Υπουργός έκανε λόγο για «αντικειμενικές δυσκολίες», αφού όπως εξήγησε το σύστημα δεν μπορεί να διαχωρίσει τις πληροφορίες από το μητρώο στα έγγραφα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εξήγησε, περαιτέρω, ότι όποια στοιχεία διαγραφούν από το συγκεκριμένο μητρώο θα διαγραφούν ταυτόχρονα και από τις πολιτικές ταυτότητες, για να σημειώσει ότι «αυτό δεν είναι επιθυμητό», αφού σύμφωνα με τον ίδιο δεν μπορούν να διαγραφούν τέτοια στοιχεία μόνο από τις ταυτότητες, χωρίς να διαγραφούν από το ηλεκτρονικό μητρώο.
Σημείωσε, παράλληλα, ότι τα στοιχεία του μητρώου και κατ’ επέκταση τα στοιχεία που αναγράφονται στην πολιτική ταυτότητα διασφαλίζουν την ασφάλεια στις συναλλαγές, ενώ συμπλήρωσε πως δίνει πρόσθετα στοιχεία για την ταυτοποίηση του ατόμου.
Στη συνεδρία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρευρέθηκαν η Επίτροπος Προστασίας του Παιδιού, Δέσπω Μιχαηλίδου, η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Στυλιανού – Λοττίδη, η Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Ειρήνη Λοϊζίδου –Νικολαΐδου, και εκπρόσωποι από την Αστυνομία.
Εξάλλου, κατά την έναρξη της συνεδρίας, η Πρόεδρος της Επιτροπής, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, αλλά και τα υπόλοιπα μέλη, καταδίκασαν τη στοχοποίηση που δέχθηκε η Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Σάββια Ορφανίδου, κατά την εξέταση του θέματος στην προηγούμενη συνεδρία, ενώ ο Αντιπρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού, Χάρης Γεωργιάδης, ο οποίος συμμετείχε στη συνεδρία, εξέφρασε τη στήριξη του κόμματος του προς το πρόσωπο της κ. Ορφανίδου.
Σε δηλώσεις του, μετά τη συνεδρία, ο κ. Νουρής είπε πως το συγκεκριμένο θέμα «είναι θέμα ουσίας, δεν είναι υποτυπώδες», εξηγώντας ότι «υπάρχουν συγκεκριμένες δομές, συγκεκριμένα μηχανογραφικά συστήματα, που σήμερα παραχωρούν συγκεκριμένη πληροφόρηση και προς την πλευρά των πολιτών και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους και η αναγραφή συγκεκριμένων στοιχείων στις ταυτότητες κρίνεται για το ΥΠΕΣ ως εξαιρετικά υποβοηθητική, για θέματα διενέργειας συναλλαγών, για θέματα ασφάλειας, για θέματα της αστυνομίας».
«Είναι εξόχως σημαντικό το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία χρησιμοποιούνται και για την απόδοση της προσφυγικής ιδιότητας ακόμα και για τους εκ μητρογονίας πρόσφυγες και της ταυτοποίησης των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι προσέρχονται στις αρχές της Δημοκρατίας, για τη διενέργεια αρκετών συναλλαγών».
Ως εκ τούτου, συμπλήρωσε «παρά το γεγονός ότι αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα της Βουλής να αποφασίσει ενδεχομένως διαφορετικά, εντούτοις έχουμε επεξηγήσει ότι είναι σημαντικό να διατηρηθούν τα συγκεκριμένα στοιχεία και βεβαίως η όποια ενδεχόμενη πιθανή αλλαγή επισυμβεί έχουμε ενημερώσει ότι δεν μπορεί να επισυμβεί χωρίς την αναγκαιότητα διαφοροποίησης των συμβάσεων, που το κράτος έχει με τις ανάδοχες εταιρείες του μηχανογραφικού συστήματος, κάτι που προϋποθέτει σημαντικό κόστος, αλλά βεβαίως και χρόνο για να υλοποιηθεί».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση «δεν υπάρχει ευρωπαϊκή οδηγία, που να μας υποχρεώνει για τα θέματα της αναγραφής», σημειώνοντας πως «εναπόκειται στις χώρες μέλη και είναι γι’ αυτό το λόγο που όπως έχω επεξηγήσει υπάρχουν οκτώ συγκεκριμένα χώρες, μεταξύ των ευρωπαϊκών, που αναγράφουν τα στοιχεία των ονομάτων του πατέρα και της μητέρας στις ταυτότητες, σε αντίθεση με το τι είχε ακουστεί τις προηγούμενες ημέρες ότι είναι καθολική η εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες».
Σύμφωνα με τον Νίκο Νουρή «στην ΚΔ υπάρχει η δυνατότητα να παραμένει κενό το συγκεκριμένο σημείο, δηλαδή στην περίπτωση που δεν υπάρχει πατέρας, να παραμένει κενό το σημείο εκεί», ωστόσο, συμπλήρωσε ότι το μηχανογραφικό σύστημα, το οποίο σήμερα έχουμε σε λειτουργία, από την ώρα που μια πληροφορία καταχωρείται στο μητρώο το ηλεκτρονικό σύστημα μεταφέρεται και στα έγγραφα.
«Δεν μπορεί, δηλαδή, να γίνει απάλειψη αν δεν γίνει αντίστοιχη απάλειψη από το μητρώο. Και βεβαίως εδώ θα πρέπει να προσμετρήσει ως εξαιρετικά σημαντική η θέση της Αστυνομίας, που δήλωσε ότι δεν είναι επιθυμητή η απάλειψη ανάλογων στοιχείων από το ηλεκτρονικό μητρώο, γιατί αυτό θα δημιουργήσει προβλήματα ασφάλειας για την αστυνομία», πρόσθεσε.
Σε σχέση με το σημερινό σύστημα που λειτουργεί στην ΚΔ, είπε ότι όποια στοιχεία διαγραφούν από το συγκεκριμένο μητρώο θα διαγραφούν ταυτόχρονα και από τις πολιτικές ταυτότητες.
Κληθείς να σχολιάσει τα όσα λέχθηκαν κατά τη διάρκεια της περασμένης συνεδρίας, κατά τη διάρκεια της οποίας έγινε λόγος πως «είναι απάνθρωπο» να γράφεται στην ταυτότητα το «αγνώστου πατρός», ο κ. Νουρής ξεκαθάρισε ότι «δεν υπάρχει σε κανένα έγγραφο της Δημοκρατίας αυτή η ένδειξη».
«Είμαι κατηγορηματικός. Αυτό το οποίο υπάρχει η δυνατότητα να γίνει είναι να παραμείνει κενό το συγκεκριμένο σημείο, όταν δεν υπάρχει πατέρας. Επομένως, απαντώ ξεκάθαρα ότι η ένδειξη αγνώστου πατρός δεν υπάρχει σε κανένα έγγραφο της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Επιπλέον, σημείωσε ότι για τη λήψη οποιαδήποτε απόφασης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αναλογικότητα, προσθέτοντας ότι «στην προσπάθεια να ικανοποιήσουμε ένα μικρό μέρος του πληθυσμού, που αντιμετωπίζει κάποιες ιδιαιτερότητες, δεν πρέπει να μην λάβουμε υπόψη τι ενδεχομένως να θέλει η πλειοψηφία».
Η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Στυλιανού – Λοττίδη ξεκαθάρισε από την πλευρά της ότι η παράλειψη του ονόματος του πατρός δεν αποτελεί διάκριση σε βάρος των παιδιών, με την Επίτροπο Προστασίας Παιδιού, Δέσπω Μιχαηλίδου, να εκφράζει αντίθετη άποψη, λέγοντας ότι «ο τρόπος που βλέπει το ζήτημα η Επίτροπο Διοικήσεως -και είναι κάθε δικαίωμα της νομικά- δεν είναι παιδοκεντρικός, αλλά περιοριστικός».
Η Δέσπω Μιχαηλίδου είπε η θέση του Γραφείου της διαχρονικά είναι ότι «έστω και αν μια μικρή ομάδα παιδιών θυματοποιείται, στοχοποιείται ή μειώνεται η αξιοπρέπεια τους, με τη μη αναγραφή του ονόματος του πατρός -σε περίπτωση αγνώστου πατρός ή άλλων περιπτώσεων- τότε θα έπρεπε να στραφούμε να εξεύρουμε λύση».
«Οι θέσεις που ακούστηκαν ότι από τη στιγμή που δεν παραβιάζεται οποιοδήποτε δικαίωμα του παιδιού είτε στην εκπαίδευση, είτε στην υγεία, δεν με βρίσκει σύμφωνη», τόνισε.
Σημείωσε ακόμα πως «θα πρέπει να δούμε το ζήτημα παιδοκεντρικά», για να προσθέσει πως «το θέμα της αναγραφής του ονόματος δεν είναι ζήτημα των γονιών του πατέρα ή της μητέρας του παιδιού, αλλά είναι δικαίωμα του ιδίου του παιδιού».
Η Πρόεδρος της Επιτροπής, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, καταδίκασε σε δηλώσεις της με τον πιο έντονο τρόπο, «την στοχοποίηση και την αήθη επίθεση, που δέχθηκε συνάδελφος μου σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα».
«Ήταν ανήθικη και ανέντιμη η επίθεση που δέχθηκε δημόσια», είπε συγκεκριμένα.
Επιπρόσθετα, ανέφερε πως «έχει υπάρξει πολλή παραπληροφόρηση γύρω από αυτό το ζήτημα, αφού η συζήτηση του θέματος στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν έγινε μετά από πρωτοβουλία δική μου και στήριξη της συναδέλφου, όπως μεταδόθηκε από δημοσιογράφο, αλλά η συζήτηση του θέματος είχε εγερθεί από το 2012, από την προηγουμένη και στη συνέχεια από την νυν Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, που θεώρησαν ότι στιγματίζεται μια διπλά ευάλωτη ομάδα παιδιών».
Όπως είπε η κ. Χαραλαμπίδου «η πρώην Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Στέλλα Κυριακίδου, το 2018 είχε θέσει το θέμα προς συζήτηση στη Βουλή», για να σημειώσει πως «ακολούθως η νυν Επίτροπος μας κοινοποίησε αλληλογραφία με το Υπουργείο Εσωτερικών, μέσα από την οποία φαινόταν ότι, εκκρεμούσε απάντηση του Υπουργείου Εσωτερικών, ως προς τις προθέσεις του για μελέτη του θέματος και αλλαγή στο σχεδιασμό του τύπου των ταυτοτήτων, ενόψει της έκδοσης των νέων ταυτοτήτων το 2020».
Σύμφωνα με την κ. Χαραλαμπίδου «η Επίτροπος ενημέρωσε ότι δεν είχε λάβει απάντηση από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο προχώρησε στην έκδοση των νέων ταυτοτήτων με τα ίδια στοιχεία, χωρίς ουσιαστικά να προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες, που να δείχνουν ότι λήφθηκαν υπόψη οι ανησυχίες της και χωρίς να καταθέσει τις μελέτες οικονομικές και άλλες για τις οποίες το Υπουργείο Εσωτερικών είχε δεσμευτεί ενώπιον επιτροπής του κοινοβουλίου».
Σήμερα, πρόσθεσε, «στην παρουσία του Υπουργού Εσωτερικών διαφάνηκε ότι οι απόψεις των εκπροσώπων των αρμοδίων υπηρεσιών, και ειδικά της αστυνομίας, όπως μεταφέρθηκαν από την εκπρόσωπο του Υπουργείου Εσωτερικών κατά την περασμένη συνεδρία, δεν ήταν ακριβείς». Η αστυνομία, είπε, «δεν ενίσταται στην απάλειψη των ονομάτων του πατέρα και της μητέρας από τα δελτία ταυτότητας, αρκεί να υπάρχουν αυτά στο μηχανογραφημένο σύστημα, ώστε να μπορεί διακριβωθεί η ταυτότητα ενός προσώπου όταν αυτό κριθεί απαραίτητο».
Στο μεταξύ, ανέφερε ότι παρά το γεγονός πως η δέσμευση του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν να καταθέσει την οικονομική και τεχνική μελέτη, για τον επανασχεδιασμό των ταυτοτήτων το 2020, αυτό δεν έγινε, οπότε τώρα αναμένουν να κατατεθεί μελέτη, ενόψει του επανασχεδιασμού για το 2025.
Σε ότι αφορά κάποιες άλλες πτυχές του θέματος που ακούστηκαν σήμερα, η κ. Χαραλαμπίδου είπε πως «δεν μπορούμε να έχουμε επαρκή εικόνα, αφού οι αρμόδιοι Επίτροποι δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθούν ουσιαστικά, αφού το αρμόδιο Υπουργείο δεν απαντούσε στις επιστολές τους όπως καταγγέλθηκε από τις ίδιες τις Επιτρόπους».
Η Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Ρίτα Σούπερμαν, είπε πως «η ουσία του μη στιγματισμού ενός παιδιού αφορά ευρύτερα στην παιδεία της κοινωνίας μας και όχι στις όποιες τεχνικές διεργασίες που το κάθε κράτος εφαρμόζει».
Ο Βουλευτής του ΕΛΑΜ, Σωτήρης Ιωάννου, είπε πως το κόμμα του λέει πως «όχι μόνο πρέπει να αναγράφεται το όνομα του πατέρα και της μητέρας, αφού χωρίς την αναγραφή τους στοχοποιείται και θυματοποιείται ο ιερός θεσμός της οικογένειας, αλλά πρέπει να αναγράφονται και πρόσθετα στοιχεία όπως το θρήσκευμα του κάθε ανθρώπου, αλλιώς κτυπούμε και στοχοποιουμε την παράδοση και τον πολιτισμό μας».
Πηγή: ΚΥΠΕ