«Εισαγγελέας κράτους μέλους που μπορεί να λαμβάνει οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας δεν συνιστά “δικαστική αρχή εκτέλεσης”», έκρινε σήμερα το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ), εξετάζοντας υπόθεση που του παρέπεμψε το hof van beroep te Brussel (εφετείο Βρυξελλών, Βέλγιο). Συγκεκριμένα το ΔΕΕ ξεκαθάρισε ότι «οι εισαγγελείς στις Κάτω Χώρες δεν αποτελούν “δικαστική αρχή εκτέλεσης” στο πλαίσιο της εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δεδομένου ότι μπορούν να λαμβάνουν από τον Ολλανδό Υπουργό Δικαιοσύνης οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση».
Το ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι «προσφάτως έχει αποφανθεί επανειλημμένα επί της έννοιας της «δικαστικής αρχής», στο πλαίσιο της αποφάσεως-πλαισίου σχετικά με το ΕΕΣ, και, ειδικότερα, επί του ζητήματος αν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εισαγγελείς των κρατών μελών καλύπτονται από την έννοια αυτή».
Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι «η έννοια αυτή καλύπτει τη λιθουανική, τη γαλλική, τη σουηδική και τη βελγική εισαγγελία , όχι όμως τη γερμανική». «Καίτοι το σύνολο των ως άνω υποθέσεων αφορούσε την έννοια της «δικαστικής αρχής έκδοσης» ενός ΕΕΣ , και όχι την έννοια της “δικαστικής αρχής εκτέλεσης”, στην παρούσα απόφαση, εκδιδόμενη από το τμήμα μείζονος συνθέσεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η νομολογία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω», αναφέρει το ΔΕΕ.
Αναλυτικά το ΔΕΕ δέχεται ότι, «όπως και η έννοια της “δικαστικής αρχής έκδοσης”, η έννοια της “δικαστικής αρχής εκτέλεσης” είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης και δεν εμπίπτουν σε αυτήν μόνον οι δικαστές ή τα δικαστήρια». Κατά το ΔΕΕ «η έννοια αυτή καλύπτει επίσης τις δικαστικές αρχές που μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στο κράτος μέλος αυτό και ενεργούν κατά τρόπο ανεξάρτητο κατά την άσκηση καθηκόντων που είναι συμφυή με την εκτέλεση ενός ΕΕΣ, ιδίως σε σχέση με την εκτελεστική εξουσία, και ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο διαδικασίας που ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας».
Η απόφαση σχετικά με την εκτέλεση ενός ΕΕΣ όπως και αυτή που αφορά την έκδοσή του πρέπει να λαμβάνονται από δικαστική αρχή που να ικανοποιεί τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία, μεταξύ των οποίων «συγκαταλέγεται η εγγύηση ανεξαρτησίας», σημειώνεται.
Επιπλέον, το ΔΕΕ κρίνει ότι, «η εκτέλεση ενός ΕΕΣ είναι, όπως και η έκδοση ενός ΕΕΣ, ικανή να θίξει την ελευθερία του καταζητούμενου, καθόσον η εν λόγω εκτέλεση θα οδηγήσει στη σύλληψή του προκειμένου αυτός να παραδοθεί στην αρμόδια αρχή».
Επιπλέον, κατά το ΔΕΕ, «σε αντίθεση με τη διαδικασία εκδόσεως ενός ΕΕΣ, για την οποία υφίσταται προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε δύο επίπεδα, στο στάδιο της εκτελέσεως του ΕΕΣ η παρέμβαση της δικαστικής αρχής εκτελέσεως συνιστά το μόνο επίπεδο προστασίας που προβλέπεται από την απόφαση-πλαίσιο σχετικά με το ΕΕΣ, το οποίο εξασφαλίζει στον καταζητούμενο όλες τις εγγυήσεις που συνδέονται με την έκδοση δικαστικών αποφάσεων».
Δεύτερον, το ΔΕΕ κρίνει ότι, «ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η δικαστική αρχή που δίδει τη συγκατάθεσή της για να μην εφαρμοστεί ο κανόνας της ειδικότητας πρέπει να είναι η ίδια με εκείνη που εκτέλεσε το ΕΕΣ, η συγκατάθεση αυτή δεν μπορεί να δοθεί από εισαγγελέα κράτους μέλους ο οποίος, ενώ μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης, μπορεί, στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του λήψεως αποφάσεων, να λάβει από την εκτελεστική εξουσία οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση». «Πράγματι, ο εισαγγελέας αυτός δεν πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαστική αρχή εκτελέσεως», κρίνει το ΔΕΕ.
Πηγή : ΚΥΠΕ