Σε δηλώσεις αναφορικά με τον Νόμο για την παρακολούθηση ιδιωτικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και τις τροπολογίες με τις οποίες ο Νόμος ψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής την περασμένη Παρασκευή 24 Ιανουαρίου, προέβη ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κ. Γιώργος Σαββίδης εξερχόμενος συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, στο Προεδρικό Μέγαρο.
Διαβάστε επίσης την γραπτή του δήλωση για το θέμα: Σοβαρές επιφυλάξεις Υπ. Δικαιοσύνης για τη ρύθμιση της δυνατότητας άρσης του απορρήτου
Ως ο κ. Σαββίδης ανέφερε ερωτηθείς σχετικά «ήταν ένας Νόμος στον οποίο επενδύαμε και επενδύουμε πολλά. Επανειλημμένα είχα προβεί σε εκκλήσεις για να ψηφιστεί το συντομότερο, γιατί είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο στα χέρια των διωκτικών Αρχών, τόσο για τα σοβαρά εγκλήματα όσο και για την ασφάλεια του Κράτους. Δυστυχώς, παρά την τεράστια προσπάθεια που κάναμε σε συνεννόηση με τα Κόμματα για να καταλήξουμε σε κάποιο κείμενο που θα ήταν αποδεχτό από όλες τις πλευρές, οι δύο τροπολογίες που εγκρίθηκαν την περασμένη Παρασκευή, δημιουργούν, κατά την προσωπική μου άποψη, προβλήματα, τα οποία πρέπει να εξετάσουμε με πιο πολλή λεπτομέρεια. Σε πρώτο στάδιο, με τον Γενικό Εισαγγελέα και ανάλογα, στη συνέχεια, και με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος είναι ενήμερος από μένα για τα σημεία αυτά, για να δούμε πώς θα κινηθούμε.»
Απαντώντας σε ερώτηση κατά πόσον υπάρχει πρόθεση αναπομπής του Νόμου, ο κ. Σαββίδης είπε ότι το θέμα της αναπομπής είναι ένα συνταγματικό δικαίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, το οποίο για να το εξασκήσει, θα το εξασκήσει αφού λάβει την πλήρη ενημέρωσή του. «Άρα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε είναι νωρίς να μιλάμε για απόφαση του Προέδρου τη στιγμή που δεν έχουμε ακόμη πάρει τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα», σημείωσε ο κ. Υπουργός.
Επεξηγώντας δε τα σημεία – τροπολογίες στα οποία αναφέρεται στις δηλώσεις του, ο κ. Υπουργός είπε ότι «το ένα, είναι ότι στα ήδη πολύ αυστηρά κριτήρια που έχουν μπει στον Νόμο αυτό, τα οποία προστατεύουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες που είχαν εκφράσει τα Κόμματα, προστέθηκε η φράση ‘σοβαρός λόγος’ ως σωρευτική ανάγκη για να εκδοθεί το εκδοθεί το διάταγμα παρακολούθησης από το Δικαστήριο, πέραν από την ‘εύλογη υποψία’ που προέβλεπε το νομοσχέδιο. Με τον τρόπο αυτό, ο κάθε Δικαστής που θα κρίνει αυτές τις υποθέσεις, θα πρέπει να αποφασίζει ξεχωριστά για το τι είναι ‘εύλογη υποψία’ και στη συνέχεια, αν υπάρχει ‘σοβαρός λόγος’.»
«Τι προσθέτει o ‘σοβαρός λόγος’ δεν μπορώ να το αντιληφθώ αυτή τη στιγμή αλλά», ως επεσήμανε ο κ. Σαββίδης, «σίγουρα βάζει ένα ακόμη κριτήριο, το οποίο θα κάνει ακόμη πιο δύσκολή την απόφαση του Δικαστή, η οποία ενδεχομένως να πρέπει να ληφθεί και σε ώρες εκτός εργασίας, και δίδει ακόμη ένα όπλο, αν θέλετε, στον όποιο δικηγόρο αυτού ο οποίος μετά από διάταγμα θα βρεθεί ότι διέπραξε πολύ σοβαρό ποινικό αδίκημα, να μπορεί να αμφισβητήσει την κρίση του Δικαστή και να καταφέρει να ακυρωθεί όλη η μαρτυρία [και] να μην μπορεί να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο όλη η μαρτυρία. Ενώ για την ‘εύλογη υποψία’ υπάρχει τεράστια νομολογία, γιατί είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για τα εντάλματα σύλληψης κι αν για εντάλματα σύλληψης – εκεί δηλαδή που στερείται η ελευθερία του ατόμου από απόφαση Δικαστηρίου – είναι αρκετό η ‘εύλογη υποψία’, η προσωπική μου άποψη είναι ότι δεν χρειάζεται και δεν χρειαζόταν να προστεθεί, και δεν προσφέρει κάτι περισσότερο πέραν από το να δημιουργήσει προβλήματα μέχρι να καθιερωθεί νομολογιακά τι σημαίνει αυτός ο νέος όρος, ο ‘σοβαρός λόγος’, που δεν είναι νομικός όρος ο οποίος χρησιμοποιείται για να ξέρουμε πώς θα ερμηνευθεί από τα Δικαστήρια.»
Ως προς τη δεύτερη τροπολογία, ο κ. Υπουργός ανέφερε πως «είναι, κατά την προσωπική μου άποψη, η τεράστια προέκταση ή επέκταση κάποιου εντελώς και σαφώς καθιερωμένου επαγγελματικού απορρήτου των δικηγόρων, το οποίο είναι απολύτως σεβαστό από όλους στην έκταση που καλύπτεται από τον περί Δικηγόρων Νόμο και τον περί Δικηγόρων Κανονισμών. Εκείνο είναι απόλυτα σεβαστό, δηλαδή δεν μπορεί να προσαχθεί στο Δικαστήριο μαρτυρία υπό οποιεσδήποτε συνθήκες αν η μαρτυρία αυτή είναι το αποτέλεσμα της συνομιλίας δικηγόρου με πελάτη πάνω στο αδίκημα για το οποίο παρακολουθείται ο πελάτης και κάνει μια εμπιστευτική συνομιλία με τον δικηγόρο του. Αυτό να το ξεκαθαρίσω, είναι απόλυτα αποδεχτό από εμάς. Αυτό που κάνει η τροπολογία που πέρασε, είναι ότι πέραν από το να λέει ότι δεν είναι αποδεχτό ως μαρτυρία, καθιστά παράνομη την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μεταξύ δικηγόρου και πελάτη. Αυτό δημιουργεί τεράστια προβλήματα. Κατ’ αρχήν, ο άνθρωπος που εξουσιοδοτημένα θα παρακολουθεί τις συνομιλίες, θα έχει διαπράξει αδίκημα τεχνικά μέχρι να αντιληφθεί ότι μιλά πελάτης με δικηγόρο. Άρα εκεί είναι το πρώτο πρόβλημα. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι, ενώ είναι απόλυτα σεβαστή η μη χρήση πληροφοριών που ενδεχομένως να αφορούν στο συγκεκριμένο αδίκημα από τον παρακολουθούμενο σε μια προσπάθεια να εξηγήσει στο δικηγόρο του τι γίνεται, αν από τη συνομιλία αυτή προκύπτουν άλλα αδικήματα, ή αδικήματα από άλλους ανθρώπους, ή ακόμα και αν ο δικηγόρος στην απίθανη εκείνη περίπτωση που ενδεχομένως να δίδει παράνομες νομικές συμβουλές στον πελάτη του, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί να πρέπει να καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Δηλαδή, γίνεται μια τεράστια επέκταση που βάζει σε ξεχωριστή μοίρα τους δικηγόρους, κάτι το οποίο κρίνω ότι δεν είναι απόλυτα σωστό και είναι ένα από τα σημεία που θέλω να συζητήσω με τον Γενικό Εισαγγελέα.»
Πηγή: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών