“Οι ομοφοβικές δηλώσεις συνιστούν δυσμενή διάκριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας όταν γίνονται από πρόσωπο το οποίο έχει ή μπορεί να εκληφθεί ότι έχει καθοριστική επιρροή στην πολιτική προσλήψεων ενός εργοδότη”, έκρινε σήμερα το Δικαστήριο της ΕΕ. Σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΕ “σε τέτοια περίπτωση, το εθνικό δίκαιο μπορεί να προβλέπει ότι μια ένωση νομιμοποιείται ενεργητικώς προς άσκηση αγωγής αποζημιώσεως ακόμη και αν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί συγκεκριμένος ζημιωθείς”. Ως εκ τούτου “ένωση δικηγόρων που υπερασπίζεται τα δικαιώματα ΛΟΑΔΔΑ – LGBTI μπορεί να απαιτήσει αποζημίωση λόγω δηλώσεων προσώπου από τις οποίες συνάγεται ομοφοβική πολιτική προσλήψεων, ακόμα και ελλείψει προσδιορισμού συγκεκριμένου ζημιωθέντος”, αναφέρει το ΔΕΕ.
Αναλυτικά, το ΔΕΕ έκρινε ότι ο συνδέσμος ομοφοβικών δηλώσεων και δυσμενούς διάκρισης “πρέπει να κρίνεται από τα εθνικά δικαστήρια με βάση το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τις εν λόγω δηλώσεις”.
Διευκρινίζει ότι “κρίσιμα στοιχεία συναφώς είναι, μεταξύ άλλων, η θέση του ατόμου που προέβη στις δηλώσεις και η ιδιότητα υπό την οποία εκφράστηκε, στοιχεία από τα οποία πρέπει να προκύπτει ότι πρόκειται για άτομο που έχει ή μπορεί να εκληφθεί ότι έχει καθοριστική επιρροή στην πολιτική προσλήψεων του εργοδότη”.
Kατά το ΔΕΕ “τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν επίσης να λαμβάνουν υπόψη τη φύση και το περιεχόμενο των επίμαχων δηλώσεων καθώς και το πλαίσιο στο οποίο έχουν γίνει, ιδίως δε τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα τους”.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε δε ότι “η ελευθερία έκφρασης δεν είναι απόλυτο δικαίωμα και ότι η άσκησή της μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί προβλέπονται από τον νόμο και ότι σέβονται το βασικό περιεχόμενο του εν λόγω δικαιώματος και συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας”.
“Η αρχή αυτή απαιτεί να ελέγχεται αν οι περιορισμοί είναι αναγκαίοι και αν εξυπηρετούν πράγματι είτε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει η Ένωση είτε την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων”, σημειώνει.
“Στην προκειμένη περίπτωση, οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις πληρούνται, δεδομένου ότι οι περιορισμοί απορρέουν ευθέως από την οδηγία για την καταπολέμηση των διακρίσεων και εφαρμόζονται αποκλειστικώς προς υλοποίηση των σκοπών της, ήτοι προς διασφάλιση της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης στην απασχόληση και την εργασία και προς επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας”, ξεκαθαρίζει.
Τέλος, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι “δεν αντιβαίνει στην οδηγία για την καταπολέμηση των διακρίσεων εθνική ρύθμιση η οποία αναγνωρίζει άνευ ετέρου ενεργητική νομιμοποίηση προς άσκηση αγωγής με αντικείμενο την εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία και, ενδεχομένως, την καταβολή αποζημίωσης σε ένωση δικηγόρων της οποίας ο καταστατικός σκοπός είναι να υπερασπίζεται δικαστικώς τα άτομα ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού και να προάγει την καλλιέργεια και τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτής της κατηγορίας ατόμων, λόγω ακριβώς του προαναφερθέντος σκοπού και ανεξαρτήτως του τυχόν κερδοσκοπικού της χαρακτήρα, σε περίπτωση που συντρέχουν πραγματικά περιστατικά τα οποία ενδέχεται να στοιχειοθετούν δυσμενή διάκριση, κατά την έννοια της ως άνω οδηγίας, εις βάρος της συγκεκριμένης κατηγορίας ατόμων και χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί συγκεκριμένο άτομο που ζημιώθηκε”.
Πηγή: ΚΥΠΕ