“Κατά τον καθορισμό της βάσης επιβολής φόρου για πράξεις τις οποίες έχουν αποκρύψει υποκείμενοι στον ΦΠΑ, τα καταβληθέντα και εισπραχθέντα ποσά, όπως προσδιορίζονται εκ των υστέρων από τη φορολογική αρχή, θεωρείται ότι περιλαμβάνουν ήδη τον ΦΠΑ, οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα προσέκρουε στην αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ”, έκρινε με σημερινή του απόφαση το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ εξετάζοντας υπόθεση που του παρέπεμψε το Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερο δικαστήριο της Γαλικίας, Ισπανία) αποφαίνεται ότι, “υπό τις προμνησθείσες περιστάσεις, στο πλαίσιο του ελέγχου μιας δήλωσης για την επιβολή άμεσων φόρων, ο εκ των υστέρων προσδιορισμός των ποσών που είχαν καταβληθεί και εισπραχθεί κατά τη διενέργεια της επίμαχης πράξης, στον οποίο προβαίνει η οικεία φορολογική αρχή, πρέπει να θεωρείται ότι διαμορφώνει τιμή που περιλαμβάνει ήδη τον ΦΠΑ, εκτός εάν, κατά το εθνικό δίκαιο, οι υποκείμενοι στον φόρο έχουν τη δυνατότητα μεταγενέστερης μετακύλισης και έκπτωσης του επίμαχου ΦΠΑ, παρά την τέλεση της απάτης”.
Το ΔΕΕ επισημαίνει ότι “η καταπολέμηση ενδεχόμενης φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και καταχρήσεων είναι σκοπός τον οποίο αναγνωρίζει και ενθαρρύνει η οδηγία”.
Κατά το ΔΕΕ “ο καθορισμός της βάσης επιβολής του φόρου για πράξη μεταξύ υποκειμένων στον φόρο, σε περίπτωση απάτης, δεν μπορεί να χρησιμεύσει, αυτός καθεαυτόν, για την επιβολή κυρώσεων σε υποκειμένους στον φόρο”.
Υπενθυμίζει δε ότι “οι υποκείμενοι στον φόρο που δεν τηρούν τους βασικούς κανόνες της οδηγίας, ιδίως όσον αφορά την τιμολόγηση, πρέπει να φέρουν τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους μέσω της αδυναμίας έκπτωσης του ΦΠΑ, ακόμη και όταν, κατόπιν φορολογικού ελέγχου, οι πράξεις για τις οποίες δεν εκδόθηκαν τιμολόγια υπόκεινται αναδρομικώς στον ΦΠΑ”.
“Η άσκηση του δικαιώματος έκπτωσης είναι κατ’ αρχήν δυνατή μόνον αφ’ ης στιγμής ο υποκείμενος στον φόρο έχει στην κατοχή του τιμολόγιο”, αναφέρει το ΔΕΕ και ξεκαθαρίζει πως το αν “οι υποκείμενοι στον φόρο παρέβησαν την υποχρέωση τιμολόγησης δεν μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή της βασικής αρχής της οδηγίας, η οποία έγκειται στο ότι το σύστημα του ΦΠΑ αποσκοπεί στην επιβάρυνση μόνο του τελικού καταναλωτή”.
“Η εκ μέρους της φορολογικής αρχής επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που θα είχε διαμορφωθεί αν δεν υφίσταντο παρατυπίες και, κατά μείζονα λόγο, απάτη συνεπάγεται πάντα ένα αναπόφευκτο περιθώριο αβεβαιότητας”, αναφέρει το ΔΕΕ.
“Κατά συνέπεια, η βάση επιβολής του φόρου ήτοι η αντιπαροχή, υποκειμενική αξία την οποία πράγματι έλαβε ο υποκείμενος στον φόρο και η οποία δεν περιλαμβάνει τον ΦΠΑ πρέπει, όταν προσδιορίζεται εκ των υστέρων από την οικεία εθνική φορολογική αρχή, λόγω της μη αναγραφής του ΦΠΑ σε τιμολόγιο ή μη έκδοσης τιμολογίου, είτε οι παραλείψεις αυτές αποτελούν το αποτέλεσμα πρόθεσης τέλεσης απάτης είτε όχι, να νοείται λαμβανομένου υπόψη του ως άνω αναπόφευκτου περιθωρίου αβεβαιότητας”, καταλήγει.
Πηγή : ΚΥΠΕ