«Τα κράτη μέλη οφείλουν να χορηγούν αποζημίωση σε κάθε θύμα εκ προθέσεως εγκλήματος βίας, συμπεριλαμβανομένων των θυμάτων που κατοικούν στο έδαφός τους», αλλά παρότι «η αποζημίωση δεν απαιτείται να καλύπτει την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας, το ποσό της δεν μπορεί να είναι αμιγώς συμβολικό», έκρινε σήμερα το Δικαστήριο της ΕΕ, εξετάζοντας υπόθεση που του παρέπεμψε ιταλικό δικαστήριο σχετικά με Ιταλίδα υπήκοο και κάτοικο Ιταλίας, η οποία υπήρξε θύμα εγκλήματος σεξουαλικής βίας.
Συγκεκριμένα το ΔΕΕ έκρινε ότι η οδηγία 2004/80 επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος την υποχρέωση να θεσπίσει σύστημα για την αποζημίωση οιουδήποτε θύματος εκ προθέσεως εγκλήματος βίας το οποίο έχει τελεστεί στο έδαφός του και όχι μόνον των θυμάτων σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα.
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως στην οδηγία 2004/80 ως προς το ύψος της αποζημιώσεως που θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε «εύλογη και προσήκουσα» αποζημίωση, η εν λόγω διάταξη αναγνωρίζει συναφώς περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη.
«Εντούτοις, ενώ η αποζημίωση αυτή δεν απαιτείται οπωσδήποτε να διασφαλίζει την πλήρη αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν τα θύματα εκ προθέσεως εγκλήματος βίας, δεν μπορεί πάντως να έχει χαρακτήρα αμιγώς συμβολικό ή προδήλως ανεπαρκή σε σχέση με τη σοβαρότητα των συνεπειών που έχει για τα θύματα αυτά η τελεσθείσα αξιόποινη πράξη», αναφέρει.
Κατά το ΔΕΕ, «η αποζημίωση που χορηγείται, βάσει της εν λόγω διατάξεως νόμου, στα θύματα πρέπει ειδικότερα να αντισταθμίζει, σε κατάλληλο βαθμό, τα δεινά τα οποία υπέστησαν».
Συναφώς, το ΔΕΕ διευκρίνισε επίσης ότι «η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση των θυμάτων αυτών μπορεί να χαρακτηρισθεί “εύλογη και προσήκουσα”, εφόσον η κλίμακα των αποζημιώσεων είναι αρκούντως λεπτομερής, ούτως ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που προβλέπεται για ένα συγκεκριμένο είδος εγκλήματος βίας να αποδειχθεί, υπό το πρίσμα των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, προδήλως ανεπαρκής».
Πηγή: ΚΥΠΕ