Η οδηγία σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών εφαρμόζεται και στις διεθνικές παροχές υπηρεσιών στον τομέα των οδικών μεταφορών, έκρινε σήμερα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) απαντώντας σε σειρά προδικαστικών ερωτημάτων που του υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών).
Συγκεκριμένα, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του ΔΕΕ έκρινε ότι «η οδηγία σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων εφαρμόζεται στις διεθνικές παροχές υπηρεσιών στον τομέα των οδικών μεταφορών», όπως σε κάθε διεθνική παροχή υπηρεσιών η οποία συνεπάγεται απόσπαση εργαζομένων, ανεξαρτήτως του οικείου οικονομικού τομέα, και, «σε αντίθεση με ένα κλασικό εργαλείο ελευθέρωσης, επιδιώκει μια σειρά στόχων αναγόμενων στην ανάγκη προωθήσεως της παροχής υπηρεσιών σε διεθνικό πλαίσιο, διασφαλίζοντας παράλληλα την ύπαρξη υγιούς ανταγωνισμού και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων».
Επομένως, κατά το ΔΕΕ, «το γεγονός ότι η νομική βάση της εν λόγω οδηγίας δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με τις μεταφορές δεν μπορεί να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής της τις διεθνικές παροχές υπηρεσιών στον τομέα των δραστηριοτήτων οδικών μεταφορών, ιδίως εμπορευμάτων».
Το ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι, «προκειμένου ένας εργαζόμενος να θεωρηθεί αποσπασμένος στο έδαφος κράτους μέλους, η εκτέλεση της εργασίας του πρέπει να συνδέεται επαρκώς με το έδαφος αυτό».
«Το γεγονός ότι ένας οδηγός διεθνών οδικών μεταφορών, τον οποίο επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος έχει θέσει στη διάθεση επιχειρήσεως εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, λαμβάνει τις συμφυείς με την αποστολή του οδηγίες και ξεκινά ή τερματίζει την αποστολή αυτή στην έδρα της δεύτερης επιχειρήσεως δεν αρκεί, αφ’ εαυτού, για να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω οδηγός αποσπάστηκε στο έδαφος του άλλου αυτού κράτους μέλους, κατά την έννοια της οδηγίας σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων, εφόσον η εκτέλεση της εργασίας του δεν συνδέεται επαρκώς με το έδαφος αυτό βάσει άλλων παραγόντων».
Το ΔΕΕ διευκρινίζει ότι το γεγονός ότι οι συμβαλλόμενες στη σύμβαση διαθέσεως εργαζομένων επιχειρήσεις συνδέονται στο πλαίσιο ομίλου επιχειρήσεων δεν είναι ικανό, αφ’ εαυτού, να καθορίσει τον βαθμό στον οποίο η εκτέλεση της εργασίας συνδέεται με το έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο αποστέλλονται οι εν λόγω εργαζόμενοι.
Το ΔΕΕ επισημαίνει ακόμη ότι «οι ενδομεταφορές πραγματοποιούνται εξ ολοκλήρου στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, γεγονός από το οποίο μπορεί να συναχθεί ότι η εκτέλεση της εργασίας από τον οδηγό στο πλαίσιο τέτοιων πράξεων συνδέεται επαρκώς με το έδαφος αυτό». «Η διάρκεια της ενδομεταφοράς αποτελεί στοιχείο το οποίο δεν ασκεί επιρροή προκειμένου να καθοριστεί αν υφίσταται τέτοια απόσπαση, με την επιφύλαξη της δυνατότητας που έχουν τα κράτη μέλη δυνάμει της οδηγίας αυτής να μην εφαρμόζουν ορισμένες διατάξεις της, ιδίως όσον αφορά τα όρια του κατώτατου μισθού, όταν η διάρκεια της αποσπάσεως δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα», κρίνει.
Τέλος, το ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι, «σε περίπτωση αποσπάσεως εργαζομένων, τα κράτη μέλη οφείλουν, δυνάμει της ίδιας οδηγίας, να μεριμνούν ώστε οι οικείες επιχειρήσεις να εγγυώνται στους εργαζομένους που είναι αποσπασμένοι στο έδαφός τους ορισμένους όρους εργασίας και απασχολήσεως οι οποίοι καθορίζονται, μεταξύ άλλων, από συλλογικές συμβάσεις οι οποίες έχουν αναγορευθεί σε κανόνες γενικής εφαρμογής, ήτοι συμβάσεις που πρέπει να τηρούνται από όλες τις επιχειρήσεις που ανήκουν στον δεδομένο κλάδο ή επάγγελμα και υπάγονται στον γεωγραφικό χώρο εφαρμογής τους».
«Το ζήτημα αν μια συλλογική σύμβαση έχει αναγορευθεί σε κανόνα γενικής εφαρμογής πρέπει να εκτιμάται βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου», σημειώνει το ΔΕΕ.