“Το δίκαιο της Ένωσης για την προστασία των δεδομένων αντιτίθεται στη λεττονική νομοθεσία η οποία υποχρεώνει την αρχή οδικής ασφάλειας να καθιστά προσβάσιμα στο κοινό τα δεδομένα σχετικά με τους βαθμούς ποινής που επιβάλλονται στους οδηγούς για τροχαίες παραβάσεις”, έκρινε με σημερινή του απόφαση το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ), τονίζοντας ότι “δεν αποδεικνύεται η αναγκαιότητα του καθεστώτος αυτού προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι της βελτίωσης της οδικής ασφάλειας”.
Αναλυτικά το ΔΕΕ κρίνει ότι “η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με τους βαθμούς ποινής συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα , για την οποία ο ΓΚΠΔ προβλέπει αυξημένη προστασία λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα των επίμαχων δεδομένων”.
Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρεί, καταρχάς, ότι “οι πληροφορίες σχετικά με τους βαθμούς ποινής είναι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και ότι η κοινολόγησή τους από τη CSDD σε τρίτους συνιστά επεξεργασία που εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ. Ειδικότερα, το εν λόγω πεδίο εφαρμογής είναι ιδιαιτέρως ευρύ και η συγκεκριμένη επεξεργασία δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις από την εφαρμογή του ΓΚΠΔ”.
Πράγματι, αφενός, η επεξεργασία αυτή δεν εμπίπτει στην εξαίρεση που αφορά την αδυναμία εφαρμογής του ΓΚΠΔ σε επεξεργασία που πραγματοποιείται στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία δεν εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης.
Προκειμένου να κριθεί αν η πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τις τροχαίες παραβάσεις, όπως είναι οι βαθμοί ποινής, συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν «αδικήματα» , τα οποία απολαύουν ενισχυμένης προστασίας, το Δικαστήριο διαπιστώνει, στηριζόμενο ιδίως στο ιστορικό θεσπίσεως του ΓΚΠΔ, ότι η έννοια αυτή παραπέμπει αποκλειστικώς στα ποινικά αδικήματα.
Κατά συνέπεια, έχοντας υπενθυμίσει τα τρία κριτήρια που είναι κρίσιμα για την εκτίμηση του ποινικού χαρακτήρα μιας παράβασης, ήτοι τον νομικό χαρακτηρισμό της παράβασης κατά το εσωτερικό δίκαιο, τη φύση της παράβασης και τον βαθμό αυστηρότητας της επαπειλούμενης κύρωσης, το ΔΕΕ κρίνει ότι οι επίμαχες τροχαίες παραβάσεις εμπίπτουν στην κατά τον ΓΚΠΔ έννοια του «αδικήματος».
Σε σχέση με τα δύο πρώτα κριτήρια, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, μολονότι οι παραβάσεις δεν χαρακτηρίζονται ως «ποινικές» στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, ένας τέτοιος χαρακτήρας μπορεί να απορρέει από τη φύση της παράβασης και ιδίως από τον κατασταλτικό σκοπό της κύρωσης την οποία μπορεί να επισύρει η παράβαση. Εν προκειμένω όμως, η επιβολή βαθμών ποινής για τροχαίες παραβάσεις, όπως ακριβώς και οι λοιπές κυρώσεις που μπορεί να επισύρει η διάπραξη των παραβάσεων αυτών, επιδιώκει, μεταξύ άλλων, και έναν τέτοιο κατασταλτικό σκοπό. Όσον αφορά το τρίτο κριτήριο, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι μόνον οι αρκούντως σοβαρές τροχαίες παραβάσεις συνεπάγονται την επιβολή βαθμών ποινής και ότι, κατά συνέπεια, οι παραβάσεις αυτές είναι ικανές να επισύρουν κυρώσεις ορισμένου βαθμού αυστηρότητας.
Δεύτερον, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ΓΚΠΔ αντιτίθεται στη λεττονική νομοθεσία η οποία υποχρεώνει τη CSDD να καταστήσει προσβάσιμα στο κοινό τα δεδομένα σχετικά με τους βαθμούς ποινής που επιβάλλονται στους οδηγούς οχημάτων για τροχαίες παραβάσεις, χωρίς ο αιτών την πρόσβαση να χρειάζεται να αποδείξει ειδικό συμφέρον για τη λήψη των εν λόγω δεδομένων.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η βελτίωση της οδικής ασφάλειας, στην οποία παραπέμπει η λεττονική νομοθεσία, συνιστά σκοπό γενικού συμφέροντος ο οποίος αναγνωρίζεται από την Ένωση και ότι, κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη μπορούν να χαρακτηρίσουν την οδική ασφάλεια ως «καθήκον δημοσίου συμφέροντος» . Εντούτοις, δεν αποδεικνύεται η αναγκαιότητα, για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, του λεττονικού καθεστώτος κοινολόγησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με τους βαθμούς ποινής. Ειδικότερα, αφενός, ο Λεττονός νομοθέτης διαθέτει πολλαπλούς τρόπους δράσης που θα του είχαν παράσχει τη δυνατότητα να επιτύχει τον σκοπό αυτό με άλλα μέσα τα οποία θα έθιγαν λιγότερο τα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων. Αφετέρου, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο ευαίσθητος χαρακτήρας των δεδομένων σχετικά με τους βαθμούς ποινής και το γεγονός ότι η γνωστοποίησή τους στο κοινό είναι ικανή να αποτελέσει σοβαρή επέμβαση στα δικαιώματα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον δύναται να προκαλέσει κοινωνική αποδοκιμασία και να οδηγήσει σε στιγματισμό του υποκειμένου των δεδομένων.
Εξάλλου, το Δικαστήριο εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη του ευαίσθητου χαρακτήρα των δεδομένων αυτών και της σοβαρότητας της εν λόγω επέμβασης στα δύο αυτά θεμελιώδη δικαιώματα, τα συγκεκριμένα δικαιώματα υπερισχύουν τόσο έναντι του συμφέροντος του κοινού να αποκτήσει πρόσβαση σε επίσημα έγγραφα, όπως είναι το εθνικό μητρώο οχημάτων και οδηγών, όσο και έναντι του δικαιώματος στην ελευθερία της πληροφόρησης.
Τρίτον, για τους ίδιους λόγους, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ΓΚΠΔ επίσης αντιτίθεται στη λεττονική νομοθεσία στο μέτρο που η νομοθεσία αυτή παρέχει τη δυνατότητα στη CSDD να γνωστοποιεί τα δεδομένα σχετικά με τους βαθμούς ποινής που επιβάλλονται στους οδηγούς οχημάτων για τροχαίες παραβάσεις σε επιχειρηματίες προκειμένου αυτοί να μπορέσουν να τα επαναχρησιμοποιήσουν και να τα γνωστοποιήσουν στο κοινό.
Τέταρτον και τελευταίο, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης δεν επιτρέπει στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί την προσφυγής κατά της λεττονικής νομοθεσίας η οποία χαρακτηρίζεται από το Δικαστήριο ως ασυμβίβαστη με το δίκαιο της Ένωσης, να αποφασίσει να διατηρήσει σε ισχύ τα έννομα αποτελέσματα της νομοθεσίας αυτής έως την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης απόφασής του.
Πηγή : ΚΥΠΕ