Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε την Παρασκευή ότι κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί απρόβλεπτη εισροή αιτούντων διεθνή προστασία προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωσή του προς κάλυψη των βασικών αναγκών των αιτούντων άσυλο. Τυχόν παράβαση της υποχρέωσης αυτής μπορεί να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης κατά του οικείου κράτους μέλους, αναφέρει.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Δικαστηρίου, δύο αιτούντες άσυλο, υπήκοοι Αφγανιστάν και Ινδίας, αναγκάστηκαν να ζήσουν για αρκετές εβδομάδες σε επισφαλείς συνθήκες στην Ιρλανδία, καθώς το εν λόγω κράτος μέλος αρνήθηκε να τους παράσχει τις ελάχιστες συνθήκες υποδοχής, που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.
Συγκεκριμένα, οι ιρλανδικές αρχές έδωσαν στον καθένα ένα μόνο δελτίο αξίας 25 ευρώ, ενώ δεν τους χορήγησαν κατάλυμα, επικαλούμενες την έλλειψη διαθέσιμων χώρων σε ειδικά κέντρα υποδοχής, παρά τη διαθεσιμότητα σε ατομικά και προσωρινά καταλύματα στην Ιρλανδία. «Δεδομένου ότι δεν φιλοξενούνταν σε τέτοιο κέντρο υποδοχής, οι δύο ενάγοντες δεν ήσαν επιλέξιμοι για το ημερήσιο επίδομα διαβίωσης, που προβλέπεται από την ιρλανδική νομοθεσία. Ως εκ τούτου, κοιμόντουσαν στον δρόμο ή, περιστασιακά, σε επισφαλή καταλύματα», προστίθεται.
Ακόμη σημειώνεται πως ανέφεραν ότι υποσιτίζονταν, ότι δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τις ανάγκες της ατομικής τους υγιεινής και ότι είχαν περιέλθει σε δυσχερή κατάσταση λόγω των συνθηκών διαβίωσής τους και των βιαιοπραγιών τις οποίες αντιμετώπιζαν. Άσκησαν αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ιρλανδίας για την προκληθείσα ζημιά.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, οι ιρλανδικές αρχές αναγνώρισαν ότι υπήρξε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά ισχυρίστηκαν ότι συνέτρεχε λόγος ανωτέρας βίας οφειλόμενος στην προσωρινή εξάντληση των δυνατοτήτων στεγάσεως που είναι συνήθως διαθέσιμες στο έδαφος της Ιρλανδίας για αιτούντες διεθνή προστασία, λόγω μαζικής εισροής υπηκόων τρίτων χωρών μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Αντιθέτως, οι εν λόγω αρχές δεν υποστήριξαν ότι αντιμετώπισαν αντικειμενικά εμπόδια στην παροχή υλικών συνθηκών υποδοχής, οι οποίες να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες των εν λόγω αιτούντων, με το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας να ρωτά το ΔΕΕ αν θα μπορούσε να αποκλεισθεί, υπό τοιαύτες περιστάσεις, η ευθύνη του κράτους, παρά τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία για τις συνθήκες υποδοχής και από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται βάσει της οδηγίας να εγγυώνται στους αιτούντες διεθνή προστασία υλικές συνθήκες υποδοχής που να εξασφαλίζουν επαρκές βιοτικό επίπεδο, μέσω στεγάσεως, οικονομικής βοήθειας, δελτίων ή μέσω συνδυασμού αυτών των μορφών. «Οι συνθήκες αυτές πρέπει να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες, συμπεριλαμβανομένης της κατάλληλης στέγασης, και να διασφαλίζουν τη σωματική και ψυχική υγεία των ενδιαφερομένων», συμπληρώνεται.
Συνεπώς, λέει το ΔΕΕ, κράτος μέλος που δεν παρέχει τέτοιες υλικές προϋποθέσεις σε αιτούντα στερούμενο επαρκών μέσων, έστω και προσωρινά, υποπίπτει σε πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας. «Μια τέτοια παράλειψη ενδέχεται, επομένως, να συνιστά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης συνεπαγόμενη ευθύνη του οικείου κράτους μέλους» σημειώνεται.
Αναφέρεται ακόμη πως μολονότι το δίκαιο της Ένωσης θεσπίζει ένα αυστηρά οριοθετημένο καθεστώς εξαιρέσεων που επιτρέπει την προσαρμογή των λεπτομερειών υποδοχής σε περίπτωση προσωρινής εξάντλησης των δυνατοτήτων στέγασης που είναι συνήθως διαθέσιμες για τους αιτούντες διεθνή προστασία, εντούτοις η εφαρμογή του καθεστώτος αυτού προϋποθέτει ότι η κατάσταση έχει εξαιρετικό χαρακτήρα, ότι είναι δεόντως αιτιολογημένη και χρονικά περιορισμένη.
«Το καθεστώς εξαιρέσεων εφαρμόζεται ιδίως όταν η μαζική και απρόβλεπτη εισροή υπηκόων τρίτων χωρών συνεπάγεται προσωρινό κορεσμό των δικτύων υποδοχής. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, η οδηγία ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να καλύπτουν, σε κάθε περίπτωση, τις βασικές ανάγκες των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με την υποχρέωση σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που κατοχυρώνεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων» σημειώνεται.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κρίνει ότι κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός που ενεργοποιεί το καθεστώς εξαιρέσεων, δηλαδή την προσωρινή εξάντληση των συνήθως διαθεσίμων δυνατοτήτων στέγασης για τους αιτούντες διεθνή προστασία, προκειμένου να αποφύγει την υποχρέωσή του να καλύψει τις βασικές ανάγκες των ενδιαφερομένων, ακόμη και αν η εξάντληση αυτή είναι αποτέλεσμα μεγάλης και αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών που ζητούν προσωρινή ή διεθνή προστασία.
Ομοίως, με την επίκληση ενός τέτοιου γεγονότος δεν αποδεικνύεται ότι η παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία δεν ήταν κατάφωρη σε βαθμό ώστε να θεμελιώνεται δικαίωμα αποζημιώσεως, λέει. «Τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα στερούσε από το εν λόγω καθεστώς την πρακτική αποτελεσματικότητά του και θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματική δικαστική προστασία των αιτούντων» προσθέτει.
Εξάλλου, όπως επισημαίνει το ΔΕΕ, εν προκειμένω, δεν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η Ιρλανδία εμποδίστηκε αντικειμενικά να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, είτε παρέχοντας στέγη στους αιτούντες εκτός του συστήματος που προβλέπεται κανονικά για τη φιλοξενία τους, ενδεχομένως με την εφαρμογή του καθεστώτος εξαιρέσεων που προβλέπει η οδηγία, είτε χορηγώντας τους οικονομικά βοηθήματα ή δελτία.
πηγή: ΚΥΠΕ