Χαιρετισμός του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ. Γιώργου Λ. Σαββίδη στο συνέδριο της Ακαδημίας Παπαφιλίππου, με θέμα: «Δικαίωμα στην έκφραση και την πληροφόρηση: Μέσα ενημέρωσης, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σύγχρονες δικαιικές προκλήσεις»

Να εκφράσω καταρχάς τις ευχαριστίες μου προς την Ακαδημία Παπαφιλίππου και τους φίλους Λέανδρο Παπαφίλιππου και Γιώργο Βαλιαντή για την πρόσκληση να χαιρετίσω το εναρκτήριο συνέδριο της Ακαδημίας, με θέμα: «Δικαίωμα στην έκφραση και στην πληροφόρηση: Μέσα ενημέρωσης, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σύγχρονες δικαιικές προκλήσεις».

Σας αξίζουν θερμά συγχαρητήρια για την πρωτοβουλία σύστασης της Ακαδημίας, η οποία κρίνοντας από το εξαιρετικά  ενδιαφέρον θέμα που επιλέγηκε για το πρώτο της συνέδριο, αναμένεται ότι θα συμβάλει στην περαιτέρω ανάπτυξη του αναγκαίου διαλόγου για σοβαρά νομικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες και τους θεσμούς στον τόπο μας.

Το δικαίωμα στην έκφραση και την πληροφόρηση είναι βασικά το δικαίωμα στη Δημοκρατία.

Διότι μόνο όταν ο πολίτης έχει πρόσβαση στην πληροφόρηση και συμμετοχή στην ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών, μπορεί να ασκήσει με ελεύθερη βούληση τα πολιτικά του δικαιώματα.

Γι’ αυτό και είναι διπλά αναγκαίο και πρωτίστως σημαντικό η πληροφόρηση η οποία διοχετεύεται στον πολίτη, να είναι έγκυρη και αντικειμενική, διαφορετικά οι επιπτώσεις στο δημοκρατικό πολίτευμα θα μπορούσαν να είναι ακραίες και ίσως ανεπανόρθωτες.

Στο σημείο αυτό εστιάζεται και ο υπεύθυνος και σοβαρός ρόλος που έχουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία σε ψηφιακό πλέον χρόνο -και άρα τάχιστο- μεταφέρουν ειδήσεις, απόψεις και δημιουργούν αντιλήψεις.

Το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης προστατεύεται τόσο από το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσο και από το Άρθρο 19 του Συντάγματος. Δύναται να περιοριστεί μόνο με Νόμο, για σκοπούς αναγκαίους αποκλειστικά προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας, ή της συνταγματικής τάξης, ή της δημοσίας ασφαλείας, ή της δημόσιας τάξης, ή της δημοσίας υγείας, ή των δημοσίων ηθών, ή προς προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων άλλων, ή προς παρεμπόδιση της αποκάλυψης πληροφοριών που λήφθηκαν εμπιστευτικά, ή προς διατήρηση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.

Θα πρέπει να σημειώσω ότι το κράτος όχι μόνο δεν δύναται να παρεμβαίνει, αλλά έχει και θετική υποχρέωση να προσφέρει αποτελεσματικούς μηχανισμούς προστασίας των συγγραφέων και των δημοσιογράφων, έτσι ώστε να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για δημόσιο διάλογο, προσφέροντας στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις και τις ιδέες τους χωρίς φόβο. Και αυτό έστω και αν οι απόψεις αυτές αντιστρατεύονται τις θέσεις των επισήμων αρχών ή της κοινής γνώμης, ή προκαλούν αντιδράσεις ή σοκ σε αυτήν[1] (Υπόθεση ΕΔΑΔ Dink v. Turkey, § 137; Khadija Ismayilova v. Azerbaijan, § 158).

Περαιτέρω, σύμφωνα με νομολογία του ΕΔΑΔ, δεν προστατεύεται μόνο το περιεχόμενο της έκφρασης ή της πληροφορίας αλλά και τα μέσα που αυτή μεταδίδεται. Υπάρχει πλούσια νομολογία για την προστασία των δημοσιογραφικών πηγών, την οποία είμαι σίγουρος οι ομιλητές τους σημερινού συνεδρίου θα αναλύσουν.

Σε μια από τις σημαντικότερες υποθέσεις του ΕΔΑΔ επί του θέματος, την Goodwin v. the United Kingdom, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: “Protection of journalistic sources is one of the basic conditions for press freedom…without such protection, sources may be deterred from assisting the press in informing the public on matters of public interest. As a result, the vital public-watchdog role of the press may be undermined, and the ability of the press to provide accurate and reliable information be adversely affected… An order of source disclosure …cannot be compatible with Article 10 of the Convention unless it is justified by an overriding requirement in the public interest.”

Το Δικαστήριο, στην εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν η παραβίαση εμπίπτει στις εξαιρέσεις προστασίας του δικαιώματος, την αναλογικότητα του μέτρου που λαμβάνεται για αποκάλυψη της πηγής, καθώς και το όφελος προς το δημόσιο συμφέρον.

Θα πρέπει παράλληλα να τονίσω ότι  η ελευθερία της έκφρασης δεν στοχεύει στην καταστρατήγηση άλλων δικαιωμάτων και ελευθεριών που προστατεύονται από τη Σύμβαση[2].

Στο πλαίσιο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο υποθέσεις του ΕΔΑΔ εναντίον της Κύπρου που αφορούν στην ελευθερία της έκφρασης, την προστασία του Τύπου και των δημοσιογράφων: Την Alithia Publishing Company Ltd & Constantinides v. Cyprus[3] ημερομηνίας 22/5/2008 και την Drousiotis v. Cyprus[4] ημερομηνίας 5/7/2022.

Η ατομική προσφυγή Alithia Publishing αφορούσε παράπονο των αιτητών για παραβίαση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης ως αποτέλεσμα αποφάσεων των κυπριακών Δικαστηρίων (πρωτόδικα και κατ’ έφεση) σε αγωγή λιβέλου που είχε καταχωρήσει εναντίον τους το 1994 ο τότε Υπουργός Άμυνας, για δυσφημιστικού περιεχομένου άρθρα που είχαν δημοσιεύσει στην εφημερίδα τους. Η αγωγή εναντίον των αιτητών είχε πετύχει στην Κύπρο.

Το ΕΔΑΔ αποφάσισε ομόφωνα, απορρίπτοντας την προσφυγή, ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης των αιτητών, επισημαίνοντας ότι ακόμα και σε περιπτώσεις κάλυψης από τον Τύπο θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, το Άρθρο 10 της ΕΣΔΑ δεν εγγυάται απεριόριστη ελευθερία της έκφρασης. Σε περιπτώσεις όπως η συγκεκριμένη, στην οποία εγείρονταν θέμα υπόσκαψης άλλων δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ, πρέπει να τηρείται το αναγκαίο ισοζύγιο μεταξύ των συγκρουόμενων συμφερόντων. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι στη δεδομένη περίπτωση το ισοζύγιο αφορούσε στο δικαίωμα του Άρθρου 6.1. της ΕΣΔΑ ότι έκαστος θεωρείται αθώος οποιουδήποτε αδικήματος μέχρις ότου αποδειχθεί ένοχος, αφού οι αναφορές αφορούσαν ισχυριζόμενη υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος εναντίον του αιτητή.

Το ΕΔΑΔ επισήμανε επίσης ότι η άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης, εξυπακούει καθήκοντα και ευθύνες που εφαρμόζονται επίσης για τον Τύπο, και ότι το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης δημοσιογράφων σε σχέση με θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, υπόκειται στην επιφύλαξη ότι πρέπει να ενεργούν καλόπιστα για να παρέχουν ακριβείς και υπεύθυνες πληροφορίες σύμφωνα με τους κανόνες δεοντολογίας της δημοσιογραφίας, ακόμη και όταν καλύπτουν θέματα που αφορούν στη συμπεριφορά δημόσιων λειτουργών υπό την επίσημή τους ιδιότητα.

Διαφορετική κατάληξη είχε η προσφυγή Drousiotis v. Cyprus. Αντικείμενο εξέτασης ενώπιον του ΕΔΑΔ αποτέλεσε η σύγκρουση μεταξύ δύο δικαιωμάτων, και δη της ελευθερίας της έκφρασης του αιτητή και του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του Σ.Π. –δικαιώματα που προστατεύονται αντίστοιχα στα Άρθρα 10 και 8 της Σύμβασης. Το ΕΔΑΔ εξέτασε αν η επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης του αιτητή ήταν «αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία» και συγκεκριμένα, αν στην υπό εξέταση περίπτωση, τα εθνικά δικαστήρια πέτυχαν δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ των δύο αλληλοσυγκρουόμενων δικαιωμάτων.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι το αντικείμενο του άρθρου που δημοσίευσε ο αιτητής αποτέλεσε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Ο δε Σ.Π. θεωρήθηκε δημόσιο πρόσωπο λόγω της θέσης του στη Νομική Υπηρεσία (κατά τον επίδικο χρόνο ήταν Εισαγγελέας της Δημοκρατίας), των φιλοδοξιών του να διοριστεί Γενικός Εισαγγελέας και της συμμετοχής του σε δημόσιες συζητήσεις εξαιτίας των δημοσιευμάτων και των βιβλίων του. Επομένως, αναπόφευκτα και εν γνώσει του εισήλθε στη δημόσια σφαίρα (public domain) και ήταν αναμενόμενο οι πράξεις του να υπόκεινται σε αυστηρό έλεγχο.

Τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες της ανάδυσης και έντονης δραστηριοποίησης των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, τα οποία χρησιμοποιούνται είτε από πολίτες είτε από οργανωμένα σύνολα ως μέσα για άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης, καθώς και για διοχέτευση και άντληση πληροφοριών.

Δεν έχω την ευχέρεια χρόνου να αναλύσω ή να σχολιάσω τα πλεονεκτήματα, τα μειονεκτήματα ή την επάρκεια των ρυθμίσεων για τη λειτουργία τους.

Είναι ωστόσο γεγονός ότι μέσω τους, με σχετική ευκολία λόγω κυρίως της δυνατότητας δημιουργίας ανώνυμων λογαριασμών, δημοσιεύονται και αναπαράγονται αρκετές φορές επιζήμιες πληροφορίες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται.

Υπό ορισμένες περιστάσεις, η διάδοση ψευδών ειδήσεων μπορεί να αποτελεί ποινικό αδίκημα.  Αυτό  συμβαίνει όταν  μία δημοσίευση αφορά σε ψευδείς ειδήσεις ή πληροφορίες που δύνανται να κλονίσουν τη δημόσια τάξη ή την εμπιστοσύνη του κοινού προς το κράτος ή τα όργανα του, ή να προκαλέσουν φόβο ή ανησυχία στο κοινό, ή να παραβλάψουν με οποιοδήποτε τρόπο την κοινή ειρήνη και ευταξία.

Το αδίκημα αυτό τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια και/ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες. Είναι δε από τα αδικήματα που για να προχωρήσει η όποια δίωξη χρειάζεται η γραπτή συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Σημαντικό είναι το γεγονός ότι αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο, αν αποδείξει ότι η δημοσίευση έγινε με καλή πίστη και στηρίχτηκε σε γεγονότα που δικαιολογούν τέτοια δημοσίευση.

Επιπρόσθετα,  ο μισαλλόδοξος λόγος ή η ρητορική μίσους (hate speech),  εκφεύγει της προστασίας τόσο του Άρθρου 19 του Συντάγματος όσο και του Άρθρου 10 της Σύμβασης, το ίδιο και η υποκίνηση βίας στις περιπτώσεις όπου υπάρχει πρόθεση και χρήση άμεσου λεκτικού που υποκινεί τέτοια βία και υπάρχει πραγματική πιθανότητα η βία αυτή να πραγματωθεί[5].

Τελειώνοντας το σύντομο χαιρετισμό μου, θα ήθελα να αναφερθώ στο νομοσχέδιο που εκκρεμεί ενώπιον της Βουλής, το οποίο αποσκοπεί στην ποινικοποίηση αξιόμεμπτων συμπεριφορών που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με αποστολή μηνυμάτων και αναρτήσεις στο Διαδίκτυο, μεπεριεχόμενο κατάφωρα προσβλητικό, άσεμνο, αισχρό,  απειλητικό ή με ψευδές περιεχόμενο, με σκοπό την πρόκληση ενόχλησης ή/και παρενόχλησης ή/και άσκοπης ανησυχίας σε άλλο πρόσωπο, ή με σκοπό να επηρεαστούν δυσμενώς τα δικαιώματα άλλου προσώπου. Οι ποινές, οι οποίες προβλέπονται για τα εν λόγω αδικήματα, κυμαίνονται μεταξύ των 2 και 3 χρόνων φυλάκισης και των πέντε και δέκα χιλιάδων ευρώ ως χρηματική ποινή.

Το νομοσχέδιο, μετά από πολλές συζητήσεις στην Επιτροπή Νομικών της Βουλής -στις οποίες η Νομική Υπηρεσία τοποθετήθηκε υπέρ της ψήφισής του- έτυχε πολλές φορές επεξεργασίας και εισήχθησαν σε αυτό αρκετές τροποποιήσεις για να διασκεδαστούν οι φόβοι και οι επιφυλάξεις που εκφράστηκαν για περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης. Πρόσφατα και μετά από διαβούλευση που το Υπουργείο Δικαιοσύνης  είχε με την Ένωση Συντακτών, τους εκπροσώπους των ΜΜΕ κ.α., μας απεστάλη ένα τροποποιημένο νομοσχέδιο το οποίο θα μελετήσουμε καθηκόντως και θα εκφράσουμε απόψεις επί τούτου. Θα περιοριστώ σε αυτό το στάδιο  μόνο να αναφέρω ότι  αυτά που πρέπει, μεταξύ άλλων, να μας προβληματίσουν κατά τη συζήτηση αυτού του θέματος  είναι το κατά πόσον είναι ορθό μία συγκεκριμένη συμπεριφορά που διαπράττεται σε δημόσιο χώρο να είναι ποινικό αδίκημα, αλλά να μην ποινικοποιείται αν γίνεται στο Διαδίκτυο, ή το κατά πόσο μία κατάφωρα προσβλητική ή απειλητική συμπεριφορά, η οποία αποσκοπεί εσκεμμένα στον δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων άλλων προσώπων ή επιφέρει βλάβη σε άλλα πρόσωπα, μπορεί ή πρέπει να προστατεύεται απόλυτα κάτω από την επίκληση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης.

Με αυτά τα λίγα λόγια θέλω να σας ευχηθώ κάθε επιτυχία στις εργασίες του Συνεδρίου σας. Είμαι βέβαιος ότι λαμβάνοντας υπόψη την θεματολογία και τα πρόσωπα που συμμετέχουν σ’ αυτό, θα έχετε μια πολύ παραγωγική συζήτηση.

Σας ευχαριστώ πολύ.


[1] «…the States are required to establish an effective mechanism for the protection of authors and journalists in order to create a favourable environment for participation in public debate of all those concerned, enabling them to express their opinions and ideas without fear, even if they run counter to those defended by the official authorities or by a significant part of public opinion, or even if they are irritating or shocking to the latter (Dink v. Turkey, § 137; Khadija Ismayilova v. Azerbaijan, § 158). Απόσπασμα από Guide on Article 10 of the European Convention on Human Rights, ECHR

[2] Norwood v. the United Kingdom

[3] Νο. 17550/03, 22/5/08.

[4] No. 42315/15, 5/7/22.

[5] Σελ 23 https://rm.coe.int/handbook-freedom-of-expression-eng/1680732814. «Protecting the right to freedom of expression under the European Convention on Human Rights A handbook for legal practitioners”, Dominika Bychawska-Siniarska, Council of Europe

Πηγή: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , ,