Αγαπητές και Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Θα θέλαμε σας πληροφορήσουμε ότι σήμερα, Παρασκευή 25/07/2025, δημοσιεύθηκε, κατόπιν ψήφισης του από τη Βουλή των Αντιπροσώπων την Πέμπτη 12/07/2025, ο ως άνω αναφερόμενος Νόμος με τον οποίο εγκαθιδρύεται η Εθνική Μονάδα Εφαρμογής Κυρώσεων (ΕΜΕΚ), η οποία θα έχει την ευθύνη και εξουσία συλλογής πληροφοριών, παρακολούθησης και διασφάλισης της συμμόρφωσης, ως Κυπριακή Δημοκρατία, με την εφαρμογή των Κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, των Περιοριστικών Μέτρων που θεσπίζονται από τα αρμόδια Θεσμικά Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και των Εθνικών Κυρώσεων [αντίγραφο του Πρώτου Παραρτήματος Μέρους (Ι) της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 25/07/2025 είναι προσβάσιμο μέσω του παρόντος ηλεκτρονικού συνδέσμου https://www.mof.gov.cy/mof/gpo/gazette.nsf/All/F0CF43ACA530EFBAC2258CD2003C75E2?OpenDocument].
Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος (ΠΔΣ) συμμετείχε στις συζητήσεις, επί του σχετικού Νομοσχεδίου, ενώπιον της Βουλής, καθώς και με το Υπουργείο Οικονομικών, τους οποίους ευχαριστούμε ιδιαίτερα για το πνεύμα συνεργασίας, κατανόησης και τις προσπάθειες για να τηρηθεί η Αρχή του Κράτους Δικαίου.
Η ψήφιση του Νομοσχεδίου αποτελεί βήμα προς την ορθή κατεύθυνση για διασφάλιση της εφαρμογής των κυρώσεων.
Ο ΠΔΣ θεωρεί ικανοποιητικό το τελικό κείμενο του Νόμου καθότι διασφαλίζει το βασικό ζητούμενο που τέθηκε από μέρους μας, ήτοι αυτό της προστασίας του Δικηγορικού Επαγγελματικού Απορρήτου. Ως προς τούτου, αναφέρονται τα ακόλουθα, με παραπομπή σε συγκεκριμένες πρόνοιες του Νόμου:
- Προστασία του Δικηγορικού Επαγγελματικού Απορρήτου:
Στο κείμενο του Νόμου, και ειδικότερα στα βασικά Άρθρα 2 και 13, υπάρχει σαφής και ξεκάθαρη αναφορά ότι δικηγόρος που ασκεί το επάγγελμα δεν υποχρεούται να παράσχει στην ΕΜΕΚ στοιχεία και πληροφορίες που καλύπτονται από το δικηγορικό επαγγελματικό απόρρητο.
Παρομοίως, δυνάμει των Άρθρων 2 και 19, το οποίο αφορά τις υποχρεώσεις αναφοράς προς την ΕΜΕΚ, δικηγόρος που ασκεί το επάγγελμα δεν έχει υποχρέωση να αποκαλύψει πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο του δικηγόρου.
Σημαντικό να τονιστεί ότι στο ερμηνευτικό Άρθρο 2, η έννοια του δικηγόρου που ασκεί το επάγγελμα είναι διευρυμένη και περιλαμβάνει οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο, δηλαδή Δικηγόρο, ή νομικό πρόσωπο που εποπτεύεται ή και αδειοδοτείται από τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο, που περιλαμβάνει τόσον Ε.Π.Δ.Υ. όσον και Δ.Ε.Π.Ε., ή και που καλύπτεται από το αναγνωρισμένο κατά το νόμο επαγγελματικό απόρρητο του δικηγόρου.
- Ενδεικτική Παράθεση Σχετικής Νομολογίας:
Προς καθοδήγηση των μελών μας, σε ότι αφορά, πρώτον, τις υπηρεσίες που καλύπτονται από το Δικηγορικό Επαγγελματικό Απόρρητο, παραπομπή γίνεται στις Αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) του Συμβουλίου της Ευρώπης, που διαλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
Α. Αποφάσεις του ΔΕΕ, μεταξύ άλλων, όσον αφορά:
- την Αλληλογραφία μεταξύ Δικηγόρου και Πελάτη: Απόφαση του τότε Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) ημερομηνίας 18 Μαΐου 1982 στην Υπόθεση 155/79 AM & S Europe Limited v Commission of the European Communities, και συγκεκριμένα στην αιτιολογική σκέψη [παράγραφο] 18 (προσβάσιμη μέσω της ηλεκτρονικής ιστοσελίδας https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=ecli%3AECLI%3AEU%3AC%3A1982%3A157),
- το καθήκον του Δικηγόρου να είναι σε θέση να διασφαλίσει την προσήκουσα εκπλήρωση των αποστολών του παροχής συμβουλών, υπερασπίσεως και εκπροσωπήσεως του πελάτη του, τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις: Απόφαση της Ολομέλειας του ΔΕΕ ημερομηνίας 26 Ιουνίου 2007 στην Υπόθεση C-305/05 Ordre des barreaux francophones et germanophone and Others v Conseil des ministers, και συγκεκριμένα στις αιτιολογικές σκέψεις 31 – 32 (προσβάσιμη μέσω της ηλεκτρονικής ιστοσελίδας https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=ecli%3AECLI%3AEU%3AC%3A2007%3A383),
- την εφαρμογή της Αρχής της Αναλογικότητας: Απόφαση της Ολομέλειας του ΔΕΕ ημερομηνίας 22 Νοεμβρίου 2022 στις Υποθέσεις C‑37/20 και C‑601/20 WM and Sovim SA v Luxembourg Business Registers, και συγκεκριμένα στις αιτιολογικές σκέψεις 63 – 66 (προσβάσιμη μέσω της ηλεκτρονικής ιστοσελίδας https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=ecli%3AECLI%3AEU%3AC%3A2022%3A912),
- το Επαγγελματικό Απόρρητο των Δικηγόρων και την Απαλλαγή του Δεσμευόμενου από το Επαγγελματικό Απόρρητο Δικηγόρου – Ενδιαμέσου από την υποχρέωση υποβολής πληροφοριών δυνάμει Νομοθετικού πλαισίου περί της Διοικητικής Συνεργασίας στον Τομέα της Φορολογίας: Απόφαση της Ολομέλειας του ΔΕΕ ημερομηνίας 08 Δεκεμβρίου 2022 στην Υπόθεση C‑694/20 Orde van Vlaamse Balies, IG, Belgian Association of Tax Lawyers, CD, JU v Vlaamse Regering, και συγκεκριμένα στις αιτιολογικές σκέψεις 20 – 42, 59, και 64 – 65 (προσβάσιμη μέσω της ηλεκτρονικής ιστοσελίδας https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=celex:62020CJ0694), όπου λέχθηκε, μεταξύ άλλων:
‘27. Όσον αφορά το κύρος του άρθρου 8αβ, παράγραφος 5, της τροποποιημένης οδηγίας 2011/16 υπό το πρίσμα του άρθρου 7 του Χάρτη, από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ προστατεύει την εμπιστευτικότητα οποιασδήποτε αλληλογραφίας μεταξύ ιδιωτών και παρέχει αυξημένη προστασία στην επικοινωνία μεταξύ των δικηγόρων και των πελατών τους (πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Michaud κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2012:1206JUD001232311, §§ 117 και 118). Όπως και η διάταξη αυτή, στο προστατευτικό πεδίο της οποίας εμπίπτει όχι μόνον η δραστηριότητα της υπερασπίσεως αλλά και η παροχή νομικών συμβουλών, το άρθρο 7 του Χάρτη διασφαλίζει κατ’ ανάγκην το απόρρητο της παροχής νομικών συμβουλών τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την ύπαρξή της. Πράγματι, όπως επισήμανε το ΕΔΔΑ, τα πρόσωπα που συμβουλεύονται δικηγόρο μπορούν ευλόγως να αναμένουν ότι η μεταξύ τους επικοινωνία θα παραμείνει ιδιωτική και εμπιστευτική [απόφαση της 9ης Απριλίου 2019, Altay κατά Τουρκίας (No 2), CE:ECHR:2019:0409JUD001123609, § 49]. Ως εκ τούτου, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι επιβεβλημένο τα πρόσωπα αυτά να μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη ότι ο δικηγόρος τους δεν θα αποκαλύψει σε κανέναν, χωρίς τη συγκατάθεσή τους, ότι τους παρέχει συμβουλές.
- Η ειδική προστασία που παρέχουν το άρθρο 7 του Χάρτη και το άρθρο 8, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ στο επαγγελματικό απόρρητο των δικηγόρων, το οποίο συνεπάγεται πρωτίστως ορισμένες υποχρεώσεις εις βάρος τους, δικαιολογείται από την ανάθεση στους δικηγόρους μιας θεμελιώδους αποστολής σε μια δημοκρατική κοινωνία, ήτοι της υπεράσπισης των πολιτών (απόφαση του ΕΔΔΑ της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Michaud κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2012:1206JUD001232311, §§ 118 και 119). Η θεμελιώδης αυτή αποστολή περιλαμβάνει, αφενός, την απαίτηση, της οποίας η σπουδαιότητα αναγνωρίζεται σε όλα τα κράτη μέλη, να έχει κάθε πολίτης τη δυνατότητα να απευθύνεται ελεύθερα στον δικηγόρο του, του οποίου το επάγγελμα περιλαμβάνει, από την ίδια τη φύση του, το καθήκον παροχής, κατά τρόπο ανεξάρτητο, νομικών συμβουλών σε όλους όσους τις χρειάζονται και, αφετέρου, τη συνακόλουθη υποχρέωση πίστεως του δικηγόρου έναντι του πελάτη του (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 1982, AM & S Europe κατά Επιτροπής, 155/79, EU:C:1982:157, σκέψη 18).
…
- Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το άρθρο 8αβ, παράγραφος 5, της τροποποιημένης οδηγίας 2011/16 προσβάλλει το δικαίωμα σεβασμού της επικοινωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, στο μέτρο που προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι ο δικηγόρος-ενδιάμεσος, ο οποίος δεσμεύεται από το επαγγελματικό απόρρητο, υποχρεούται να γνωστοποιεί σε κάθε άλλον ενδιάμεσο που δεν είναι ο πελάτης του τις υποχρεώσεις υποβολής πληροφοριών τις οποίες αυτός ο άλλος ενδιάμεσος υπέχει.’.
- το Επαγγελματικό Απόρρητο των Δικηγόρων και τη Διοικητική Συνεργασία στον Τομέα της Φορολογίας: Απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2024 στην Υπόθεση C‑623/22, Belgian Association of Tax Lawyers, SR, FK, Ordre des barreaux francophones et germanophone, Orde van Vlaamse Balies, CQ, Instituut van de Accountants en de Belastingconsulenten, VH, ZS, NI, EX v. Premier ministre/Eerste Minister, και συγκεκριμένα στις αιτιολογικές σκέψεις 3, 94 – 108, και 111 – 120 (προσβάσιμη μέσω της ηλεκτρονικής ιστοσελίδας https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=288836&pageIndex=0&doclang=en&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=15531548), όπου λέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι:
‘116. Από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 114 και 115 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της σχέσης μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του τυγχάνει όλως ειδικής προστασίας, η οποία συνδέεται με την ιδιαίτερη θέση που κατέχει ο δικηγόρος στο πλαίσιο της δικαστικής οργάνωσης των κρατών μελών καθώς και με τη θεμελιώδη αποστολή που του έχει ανατεθεί και που αναγνωρίζεται από όλα τα κράτη μέλη. Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των εκτιμήσεων, το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Orde van Vlaamse Balies κ.λπ. (C‑694/20, EU:C:2022:963), ότι η υποχρέωση γνωστοποίησης, όταν επιβάλλεται στον δικηγόρο, αντιβαίνει στο άρθρο 7 του Χάρτη.
- Συναφώς, επισημαίνεται, τέλος, ότι η απαίτηση σχετικά με τη θέση και την ιδιότητα του ανεξάρτητου δικηγόρου, την οποία πρέπει να έχει ο νομικός σύμβουλος από τον οποίο προέρχεται η δυνάμενη να προστατευθεί επικοινωνία, απορρέει από την αντίληψη περί του ρόλου του δικηγόρου ως αρωγού της δικαιοσύνης και καλουμένου να παράσχει, με πλήρη ανεξαρτησία και προς το υπέρτερο συμφέρον της, τη νομική συνδρομή που χρειάζεται ο πελάτης. Η προστασία αυτή αντισταθμίζεται από την επαγγελματική δεοντολογία και πειθαρχία, η οποία επιβάλλεται και ελέγχεται χάριν του γενικού συμφέροντος. Μια τέτοια αντίληψη ανταποκρίνεται στις κοινές νομικές παραδόσεις των κρατών μελών και συναντάται επίσης στην έννομη τάξη της Ένωσης, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
- Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων καθώς και της ιδιαίτερης θέσης που αναγνωρίζεται, βάσει αυτών, στο επάγγελμα του δικηγόρου εντός της κοινωνίας και για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η λύση που προκρίθηκε με την απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Orde van Vlaamse Balies κ.λπ. (C‑694/20, EU:C:2022:963), όσον αφορά τους δικηγόρους, εκτείνεται μόνο στα πρόσωπα που ασκούν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες υπό έναν από τους επαγγελματικούς τίτλους που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 98/5.’
- το Επαγγελματικό Απόρρητο του Δικηγόρου και Διαταγή προς Δικηγόρο να παράσχει πληροφορίες και έγγραφα, στα πλαίσια της Διοικητικής Συνεργασίας στον Τομέα της Φορολογίας, σχετικά με τις υπηρεσίες που είχε παράσχει η F, δικηγορική εταιρία συσταθείσα ως ετερόρρυθμης εταιρία στο Λουξεμβούργο, στην K, εταιρία ισπανικού δικαίου, στο πλαίσιο του Εταιρικού Δικαίου, και συγκεκριμένα της εξαγοράς επιχείρησης ισπανικού δικαίου και απόκτησης πλειοψηφικής συμμετοχής σε άλλη εταιρία επίσης ισπανικού δικαίου, και τη δημιουργία ορισμένων εταιρικών επενδυτικών δομών: Απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 26 Σεπτεμβρίου 2024, στην Υπόθεση C‑432/23 F and Ordre des avocats du barreau de Luxembourg v Administration des contributions directes, και συγκεκριμένα στις αιτιολογικές σκέψεις 22 – 23, 35, 38, 41, 46 – 52, and 76 (προσβάσιμη μέσω της ηλεκτρονικής ιστοσελίδας https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=celex:62023CJ0432), όπου λέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι:
‘51. Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η παροχή νομικών συμβουλών από δικηγόρο απολαύει, ανεξαρτήτως του τομέα του δικαίου τον οποίο αφορά, της αυξημένης προστασίας την οποία εγγυάται το άρθρο 7 του Χάρτη στην επικοινωνία μεταξύ δικηγόρου και του πελάτη του. Επομένως, μια διαταγή όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης συνιστά επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και του πελάτη του, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο αυτό.
- Στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει, συνεπώς, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7 του Χάρτη έχει την έννοια ότι η παροχή νομικών συμβουλών από δικηγόρο στον τομέα του εταιρικού δικαίου εμπίπτει στο πεδίο της αυξημένης προστασίας της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και του πελάτη του, την οποία εγγυάται το άρθρο αυτό, με αποτέλεσμα η διαταγή με την οποία δικηγόρος καλείται να παράσχει σε αρχή του κράτους μέλους-αποδέκτη αιτήματος, για τους σκοπούς της προβλεπόμενης από την οδηγία 2011/16 ανταλλαγής πληροφοριών, το σύνολο των εγγράφων και πληροφοριών που αφορούν τις σχέσεις του με τον πελάτη του, οι οποίες συνδέονται με την παροχή τέτοιου είδους συμβουλών, συνιστά επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και του πελάτη του, το οποίο κατοχυρώνεται από το εν λόγω άρθρο.’.
- την Ανεξαρτησία των Δικηγόρων, περιλαμβανομένης και της Οικονομικής Ανεξαρτησίας έναντι των Δημοσίων Αρχών και των άλλων Φορέων από τους οποίους οι Δικηγόροι δεν πρέπει να επηρεάζονται, και οι δικαιολογητικοί λόγοι αντλούμενοι από την Προστασία της Ανεξαρτησίας των Δικηγόρων και των Αποδεκτών Νομικών Υπηρεσιών: Απόφαση της Ολομέλειας του ΔΕΕ ημερομηνίας 19 Δεκεμβρίου 2024 στην Υπόθεση C‑295/23 Halmer Rechtsanwaltsgesellschaft UG v. Rechtsanwaltskammer München, και συγκεκριμένα στις αιτιολογικές σκέψεις 65 – 80 (προσβάσιμη μέσω της ηλεκτρονικής ιστοσελίδας https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=293838&pageIndex=0&doclang=en&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=15529950), όπου λέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι:
‘69 Πράγματι, η βούληση ενός αμιγώς χρηματοοικονομικού επενδυτή να αποκομίσει κέρδος από την επένδυσή του θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στην οργάνωση και τη δραστηριότητα μιας δικηγορικής εταιρίας. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που ο επενδυτής αυτός θεωρούσε ανεπαρκή την απόδοση της επένδυσής του, η πεποίθηση αυτή θα μπορούσε να τον ωθήσει να απαιτήσει μείωση των εξόδων ή την αναζήτηση ορισμένου είδους πελατών, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, θα μπορούσε ενδεχομένως να αποσύρει την επένδυσή του, εξυπακουομένου ότι μια τέτοια απειλή αρκεί για να διαπιστωθεί η δυνατότητα του τελευταίου να ασκήσει επιρροή, έστω και έμμεση.
- Πάντως, πρώτον, ενώ ο σκοπός που επιδιώκει ένας αμιγώς χρηματοοικονομικός επενδυτής περιορίζεται στην επίτευξη του κέρδους, οι δικηγόροι δεν ασκούν τις δραστηριότητές τους αποκλειστικά για οικονομικό σκοπό, αλλά υποχρεούνται να τηρούν επαγγελματικούς και δεοντολογικούς κανόνες.
- Συναφώς, διευκρινίζεται ότι η έλλειψη συγκρούσεως συμφερόντων είναι απαραίτητη για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, να έχουν οι δικηγόροι ανεξαρτησία, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ανεξαρτησίας, έναντι των δημοσίων αρχών και των άλλων φορέων από τους οποίους δεν πρέπει να επηρεάζονται (απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Jakubowska, C‑225/09, EU:C:2010:729, σκέψη 61). Πράγματι, αφενός, ελλείψει τέτοιας οικονομικής ανεξαρτησίας, εκτιμήσεις οικονομικής φύσεως με επίκεντρο τα βραχυπρόθεσμα κέρδη του αμιγώς χρηματοοικονομικού επενδυτή θα μπορούσαν να κατισχύσουν έναντι εκτιμήσεων υπαγορευόμενων αποκλειστικά από την προάσπιση του συμφέροντος των πελατών της δικηγορικής εταιρίας. Αφετέρου, η ύπαρξη ενδεχόμενων δεσμών μεταξύ ενός αμιγώς χρηματοοικονομικού επενδυτή και ενός πελάτη μπορεί επίσης να επηρεάσει τη σχέση μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη αυτού κατά τρόπο ώστε να μην μπορεί να αποκλειστεί μια σύγκρουση με επαγγελματικούς ή δεοντολογικούς κανόνες.
80 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123, καθώς και το άρθρο 63 ΣΛΕΕ, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, επί ποινή διαγραφής της οικείας δικηγορικής εταιρίας από τον δικηγορικό σύλλογο, απαγορεύει τη μεταβίβαση εταιρικών μεριδίων της εταιρίας αυτής σε αμιγώς χρηματοοικονομικό επενδυτή ο οποίος δεν προτίθεται να ασκήσει στην εν λόγω εταιρία επαγγελματική δραστηριότητα την οποία αφορά η συγκεκριμένη ρύθμιση.’
Β. Αποφάσεις του ΕΔΔΑ επί του Ζητήματος της Τήρησης της Αρχής της Αναλογικότητας, μεταξύ άλλων:
- το Δικηγορικό Επαγγελματικό Απόρρητο και το Καθήκον Υποβολής Καταγγελίας – Γνωστοποίησης προς το Δικηγορικό Σύλλογο σε περιπτώσεις που αφορούν την Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες (Anti – Money Laundering): Απόφαση ημερομηνίας 06 Δεκεμβρίου 2012, Michaud v. France, CE:ECHR:2012:1206JUD001232311, και συγκεκριμένα στις αιτιολογικές σκέψεις 105 – 109, 117 – 119, και 129 – 131 (προσβάσιμη μέσω της ηλεκτρονικής ιστοσελίδας https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-115377%22]}), όπου λέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι:
‘129. The second factor is that the legislation has introduced a filter which protects professional privilege: lawyers do not transmit reports directly to the FIU but, as appropriate, to the President of the Bar Council of the Conseil d’Etat and the Court of Cassation or to the Chairman of the Bar of which the lawyer is a member. It can be considered that at this stage, when a lawyer shares information with a fellow professional who is not only subject to the same rules of conduct but also elected by his or her peers to uphold them, professional privilege has not been breached. The fellow professional concerned, who is better placed than anybody to determine which information is covered by lawyer-client privilege and which is not, transmits the report of suspicions to the FIU only after having ascertained that the conditions laid down by Article L. 561-3 of the Monetary and Financial Code have been met (Article L. 561-17 of the same Code, see paragraph 38 above). The Government pointed out in this regard that the information is not forwarded if the Chairman of the Bar considers that there is no suspicion of money-laundering or it appears that the information reported was received in the course of activities excluded from the scope of the obligation to report suspicions.
- The Court has already pointed out that the role played by the Chairman of the Bar constitutes a guarantee when it comes to protecting legal professional privilege. In the André and Another judgment, it specified that the Convention did not prevent domestic law from allowing for the possibility of searching a lawyer’s offices as long as proper safeguards were provided; more broadly, it emphasised that, subject to strict supervision, it was possible to impose certain obligations on lawyers concerning their relations with their clients, in the event, for example, that there was plausible evidence of the lawyer’s involvement in a crime and in the context of the fight against money-laundering. It then took into account the fact that the search had been carried out in the presence of the Chairman of the Bar, which it saw as a “special procedural guarantee” (§§ 42 and 43). Similarly, in the Roemen and Schmit judgment cited above (§ 69) it noted that the search of the lawyer’s premises had been accompanied by “special procedural safeguards”, including the presence of the President of the Bar Council. Lastly, in Xavier Da Silveira, cited above (see in particular §§ 37 and 43), it found a violation of Article 8, in part because there had been no such safeguard when a lawyer’s premises were searched.
- In the light of the above considerations, the Court considers that, regard being had to the legitimate aim pursued and the particular importance of that aim in a democratic society, the obligation for lawyers to report suspicions, as practised in France, does not constitute disproportionate interference with the professional privilege of lawyers.’, και
- Απόφαση ημερομηνίας 09 Απριλίου 2019, Altay v. Turkey (No 2), CE:ECHR:2019:0409JUD001123609, και συγκεκριμένα στις αιτιολογικές σκέψεις 49 – 52, και 68 (προσβάσιμη μέσω της ηλεκτρονικής ιστοσελίδας https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-192210%22]}), όπου λέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι:
‘51. As regards the content of the communication and the privilege accorded to the lawyer-client relationship in the context of persons deprived of their liberty, in Campbell the Court found no reason to distinguish between different categories of correspondence with lawyers which, whatever their purpose, concern matters of a private and confidential character (see Campbell, cited above, § 48). It noted in that connection that the borderline between correspondence concerning contemplated litigation and that of a general nature was especially difficult to draw and correspondence with a lawyer could concern matters which had little or nothing to do with litigation (ibid., § 48). The Court considers that this principle applies a fortiori to oral, face-to-face communication with a lawyer. It therefore follows that in principle oral communication, as well as correspondence between a lawyer and his or her client, is privileged under Article 8 of the Convention.
- The Court recognises, however, that in spite of its importance, the right to confidential communication with a lawyer is not absolute but may be subject to restrictions. In order to ensure that the restrictions that are imposed do not curtail the right in question to such an extent as to impair its very essence and deprive it of its effectiveness, the Court must satisfy itself that they are foreseeable for those concerned and pursue a legitimate aim or aims under paragraph 2 of Article 8, and are “necessary in a democratic society”, in the sense that they are proportionate to the aims sought to be achieved. The Court further notes that the margin of appreciation of the respondent State in the assessment of the permissible limits of interference with the privacy of consultation and communication with a lawyer is narrow in that only exceptional circumstances, such as to prevent the commission of serious crime or major breaches of prison safety and security, might justify the necessity of limitation of these rights. For instance, in the context of persons deprived of their liberty for terrorist activities, the Court has held that they cannot be excluded from the scope of the provisions of the Convention and the essence of their rights and freedoms recognised by the latter must not be infringed; the national authorities can impose “legitimate restrictions” on them inasmuch as those restrictions are strictly necessary to protect society against violence (see Öcalan v. Turkey (no. 2), nos. 24069/03 and 3 others, §§ 38-45 and 135, 18 March 2014).’.
Σημειώνεται ότι ο ΠΔΣ είχε εγκαίρως διοργανώσει, στις 16/01/2024, σχετική Ημερίδα προς Ενημέρωση των Μελών του, για το θέμα της τήρησης της Νομικής Αρχής του Δικηγορικού Επαγγελματικού Απορρήτου και τη άμεση διασύνδεση αυτής της Αρχής με την Ανεξαρτησία και την Αυτορρύθμιση του Δικηγορικού Επαγγέλματος, στην οποία συμμετείχαν ως Ομιλητές, μεταξύ άλλων, ο πρώην Προέδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Μύρων Νικολάτος, ο κ. Παναγιώτης Περάκης, Δικηγόρος και τέως Πρόεδρος του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων (CCBE), ο κ. Πήτερ Κόλλενς, Πρόεδρος του Φλαμανδικού Δικηγορικού Συλλόγου, και ο κ. Πολ Φερχάγκε, – Attorney, Tax Attorney, Licenced for Criminal High Court Appeals (βλ. σχετικά την Ανακοίνωση του ΠΔΣ που είναι προσβάσιμη στην ιστοσελίδα με ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.cyprusbarassociation.org/index.php/en/news/39158-oloklerose-tou-synedriou-to-dikegoriko-epangelmatiko-aporreto-ypo-ten-europaike-nomologia).
Ο ΠΔΣ με υπευθυνότητα και διαφάνεια έχει προβεί και θα συνεχίσει να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προς τήρηση της Αρχής του Κράτους Δικαίου. Περαιτέρω, θα συνεχίσει να τηρεί ενήμερα τα Μέλη του για οποιεσδήποτε εξελίξεις.
Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος