Η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστήριου αναφορικά με τις αποκοπές των μισθών και των συντάξεων στο δημόσιο τομέα, στα πλαίσια του Άρθρου 23, έχει πάρει, κατά την γνώμη μου τουλάχιστον, τις αναμενόμενες διαστάσεις. Στην αντίληψη μερικών, τα γεγονότα όπως εκτυλίχθηκαν, θέτουν κατά τρόπο άμεσο υπό αμφισβήτηση το Κράτος Δικαίου στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στην αντίληψη άλλων, το Άρθρο 19 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αναφέρεται στο δικαίωμα ελευθερίας του λόγου, είναι έννοια ξεχασμένη, παρατημένη και πολλές φορές παρεξηγημένη. Από τη στιγμή που η ελευθερία της όποιας γνώμης εξαρτάται από τον βαθμό της αποδοχής ή της απόρριψής της από το κοινό, αυτό παύει να είναι ελεύθερη κοινωνία.
‘Πλήττεται η εμπιστοσύνη του κόσμου στην Δικαιοσύνη’, είπαν. Ακόμα να συνειδητοποιήσουν ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στην Δικαιοσύνη έχει εκμηδενιστεί, προ πολλού… Ακόμα να συνειδητοποιήσουν ότι το κύρος της Δικαιοσύνης πλήττεται από τις εκ των έσω βολές. Για να γίνω και πιο συγκεκριμένη, αναφέρομαι στις δηλώσεις του Προέδρου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, κ. Δώρου Ιωαννίδη, ο οποίος εκπροσωπεί τον νομικό κόσμο της χώρας. Ομολογώ, πως οι δηλώσεις του δικαίως ή αδίκως θέτουν υπό αμφισβήτηση τη νοημοσύνη των Δικηγόρων της χώρας αλλά και των υπόλοιπων πολιτών της. Το Άρθρο 19 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται σε ένα από τα σημαντικοτέρα και πολυτιμότερα δικαιώματα που διαθέτουμε, αυτό της ελευθερίας του λόγου, πιθανόν να τέθηκε και αυτό υπό αμφισβήτηση, ύστερα από τις δηλώσεις αυτές. Αναλογιζόμενη λοιπόν, αυτές του τις δηλώσεις, αναρωτιέμαι κατά πόσο αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι το αν θα αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη του λαού προς την Δικαιοσύνη ή το αν θα την διασφαλίσουμε! Και θαρρώ, πως χρέος μας είναι το τελευταίο.
Το ερώτημα λοιπόν, που πρέπει να θέσουμε είναι το εξής: Η Δημοκρατία πλήττεται από την απαξίωση της Δικαιοσύνης ή από την πλημμελή λειτουργία της; Το πρόβλημα δεν είναι η εικόνα που έχει ο κόσμος για την Δικαιοσύνη. Είναι η ίδια η Δικαιοσύνη. Το ότι δηλαδή, η απόδοση της με τον τρόπο που είναι κτισμένο το σύστημα, βασίζεται στη συνείδηση του κάθε Δικαστή. Πολύ θα ήθελα να πιστέψω ότι ο τρόπος που αποδίδεται η Δικαιοσύνη και ο τρόπος που ασκεί το Δικαστικό Σώμα αυτό το σπουδαίο λειτουργημα, είναι τίμιος. Αλλά υπάρχουν σκάνδαλα και σκάνδαλα. Ουκ ολίγες οι φορές που η Δικαιοσύνη βρέθηκε στο εδώλιο. Για να φρεσκάρω την μνήμη κάποιων λοιπόν, θα ήθελα να αναφερθώ στην πολυσυζητημένη απόφαση της Ποινικής Έφεσης 2/2018 και 3/2018, κατά την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε κατά πλειοψηφία προηγούμενη, ομόφωνη, καταδικαστική απόφαση Κακουργιοδικείου και απάλλαξε τους ΧΧΧΧΧ Ηλιάδη και την Τράπεζα Κύπρου από κατηγορίες για χειραγώγηση αγοράς. Η συγκεκριμένη απόφαση αποτελεί ηχηρό παράδειγμα της διαφθοράς που ο κόσμος πιστεύει ότι επικρατεί στη χώρα μας, αφού σάλος προκλήθηκε ύστερα από την αποκάλυψη, ότι δύο από τους Δικαστές που έκδωσαν την απόφαση, ενδεχομένως να μην ήταν όσο αμερόληπτοι, όσο θα έπρεπε. Παρόμοιο σκάνδαλο αποτελεί και η Πολιτική Έφεση 423/2017, όταν ύστερα από καταγγελίες του κ. Νίκου Κληρίδη διαφάνηκε ότι κάποιοι από τους Δικαστές που παρακάθησαν στο πενταμελές αυτό Εφετείο, είχαν συγγενική και εργασιακή σχέση με το Δικηγορικό Γραφείο Χρυσαφίνης & Πολυβίου, δικηγόρων της Τράπεζας Κύπρου. Τα ερωτήματα που απορρέουν, παραμένουν αναπάντητα. Οπότε, δεν είμαι διατεθειμένη να ανεχτώ οποιαδήποτε κατηγορία εις βάρος του λαού ή των Δικηγόρων, μόνο και μόνο επειδή εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, πέρα από ανεξάρτητο, είναι και ανεξέλεγκτο.
Τελευταίο και εξίσου κραυγαλέον παράδειγμα είναι και η Αίτηση Certiorari 126/2015, η οποία εκδικάστηκε από τον κ. Ναθαναήλ και το ερώτημα παραμένει το ίδιο. Γιατί ο εν λόγω Δικαστής, δεν αυτοεξαιρέθηκε από την εκδίκαση της υπόθεσης, ένεκα της σχέσης που είχε με τον Δικηγόρο του Αιτητή, αλλά αντιθέτως εκδίκασε αυτήν, υπέρ του Δικηγορικού Γραφείου Χ&Π; Από τη στιγμή λοιπόν, που υπάρχουν ακλόνητα και τρανταχτά παραδείγματα κατακρεούργησης του Θεσμού αυτού, μπορεί καποιος να ισχυριστεί -πέρα πάσης λογικής αμφιβολίας-, ότι η Δικαιοσύνη δεν πλήττεται καίρια στον πυρήνα της λειτουργίας της, ήτοι στην αμεροληψία της; Τραγική ειρωνεία αλλά και κωμικό φαινόμενο, είναι το γεγονός ότι στην υπόθεση Πίτσιλλος ν Ευγενίου (1989) I ΑΑΔ 691, το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν αυτό που τόνισε την θεμελιώδη αρχή, πως ο Δικαστής δεν πρέπει απλά να είναι, αλλά και να φαίνεται αμερόληπτος. Συνεπώς, η ύπαρξη προκατάληψης ανατρέπει το θεμέλιο αυτό της δίκης και θα έπρεπε να καθιστά τη διαδικασία άκυρη. Μπορούμε λοιπόν, να στηριχτούμε αποκλειστικά στο επιχείρημα ότι οι Δικαστές (σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους πολίτες του Κράτους) είναι άμεμπτοι; Ότι η ακεραιότητα τους δεν μπορεί να αμφισβητείται; Φρονώ, πως για να αποφευχθούν αυτά τα ερωτήματα και να πάψουν να υπάρχουν σκιές πάνω στην Δικαιοσύνη, πρέπει αρχικά οι λειτουργοί της Θέμιδος να δείχνουν την αμεροληψία τους, όπως αυτή καθορίζεται και στο Σύνταγμα, με αιτιολογημένες αποφάσεις. Για τους λόγους που ανάφερα μέχρι τώρα, θαρρώ πως η αντίδραση του νομικού κόσμου της χώρας πρέπει και οφείλει να είναι άμεση και αποτελεσματική πριν φτάσουμε σε αμετάκλητες καταστάσεις.
Λάθη μπορεί να γίνονται και θα γίνονται. Δεν διεκδικούμε το αλάθητο. Κανείς δεν περιμένει ότι θα εφαρμόζεται παντού και πάντα απόλυτη και ανόθευτη Δικαιοσύνη. Όμως το λάθος από το «λάθος» διαφέρει. Και πολύ φοβάμαι, ότι αν δεν ενεργήσουμε και αν δεν αφυπνιστούμε άμεσα, τότε ο φοβερός πύργος της Βαβέλ, για τον οποίο έγινε λόγος και από άλλους συναδέλφους, είναι αυτός με τους ανθρώπους έτοιμους να καταθέσουν την ελευθερία τους στα πόδια μιας εξουσίας, λέγοντας ‘κάντε μας δούλους, αλλά χορτάστε μας’. Όπως βλέπεις, το θέμα ΄μπάζει΄ από παντού. Δε θα είναι εύκολο το έργο μας. Μοιάζει να είναι η Δικαιοσύνη των ισχυρών σε αγαστή συνεργασία με το εκάστοτε ισχύον πολιτικό σύστημα αλλά και τους ‘ περί την εξουσία παρασιτούντες’, τους λεγόμενους κόλακες της εξουσίας. Είναι αυτοί που θεωρούν, ότι δήθεν πραγματοποιούν σημαντική αποστολή, ενώ στην ουσία απλά κατέχουν ένα από τα ισχυρότερα όπλα, και αυτό είναι η τεράστια γλώσσα τους για να γλύφουν την εξουσία. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι, αυτή η κατηγορία ανθρώπων, αποτελεί τροχοπέδη στην εξέλιξη και στην προόδο, καθώς θυσιάζει τα οράματα της κοινωνίας στο βωμό της κολακείας, μόνο και μόνο για το προσωπικό συμφέρον, είτε αυτό είναι οικονομικό είτε όχι. Ωστόσο, νομοτελειακά κάποτε όλα τελειώνουν και κάθε κόλακας της οποιασδήποτε εξουσίας επιστρέφει εκεί που του αρμόζει.
Είναι ξεκάθαρο με τα όσα έχω αναφέρει μέχρι στιγμής, ότι χρειάζονται ριζοσπαστικές αλλαγές και όχι μπαλωματικές λύσεις. Φρονώ, ότι υπάρχουν πράγματα που σαφώς απαιτούν χρόνο για να αλλάξουν στη Δικαιοσύνη και άρα χρειάζονται μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Ισως δεν έχουμε βρει τις κατάλληλες μεθόδους. Ποτε ομως θα τις ανακαλύψουμε; Η μήπως οι μέθοδοι που μέχρι τώρα εφαρμόζαμε, είναι ανεπαρκείς και λανθασμένες; Είναι φανερό ότι το αιώνιο πρόβλημα των Ελλήνων ήταν και είναι η αδυναμία να διαμορφώσουμε μια κοινωνία που να θέτουμε ως πρωταρχικό μέλημα το κοινό καλό και όχι το προσωπικό συμφέρον. Κατά τον Αριστοτέλη, το Δίκαιο ορίζεται ως το ‘κοινό συμφέρον’, με απώτερο σκοπό, όχι απλώς το ‘ζην’ αλλά το ‘ευ ζην’, την ευδαιμονία δηλαδή. Εμείς, εβρισκόμενοι στην απέναντι όχθη, διαμορφώσαμε ένα Κράτος που να εμπνέει οτιδήποτε άλλο πέρα από εμπιστοσύνη, με αποτέλεσμα να αυτοσχεδιάζουμε και να αυθαιρετούμε.
Προσπαθώντας να σκεφτώ μια πιθανή λύση όλων των προβλημάτων που έχουν αναφερθεί, και σκεπτόμενη το γνωστό ρητό του Einstein, ότι δεν μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματα, χρησιμοποιώντας τον ίδιο τρόπο σκέψης που χρησιμοποιήσαμε όταν τα δημιουργήσαμε, βασίζω τις ελπίδες μου στα νέα μυαλά. Έχω τη γνώμη και δεν μου λείπει το θάρρος να υποστηρίξω ότι, το παρόν αλλά και το μέλλον εναπόκειται στη νέα γενιά. Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα του παρελθόντος που μας υπενθυμίζουν ότι οι νέοι με τις ιδέες τους και το επαναστατικό τους πνεύμα έχουν καταφέρει να φέρουν μεγάλες αλλαγές. Και αν κάποιοι θεωρούν ότι απλά επαναστατούν, τότε λυπάμαι που το λέω, αλλά λανθάνονται. Η επανάσταση τους δεν είναι αυθαίρετη. Έχει κάποιο νόημα και οφείλεται σε αποχρώντες λόγους. Κάποιοι ίσως και να φοβούνται την πραγματική δράση των νέων επειδή την βλέπουν σαν απειλή και κίνδυνο για τα προνόμια και τα δικαιώματα τους, για την ανώτερη θέση τους. Όσοι από εμάς πολεμούν το κατεστημένο, ζητούν οι ίδιοι να δημιουργήσουν το δικό τους κατεστημένο, παραμερίζοντας το παλιό. Το Κατεστημένο όμως φοβάται. Φοβάται κάθε καινούργια ιδέα που μπορεί να ανατρεψει την αναπαυτική σταθερότητα του. Παρόλα αυτά, εστιάζοντας στη πράξη και όχι μόνο στην θεωρία, δεν μπορείς να αγωνίζεσαι χωρίς να ξέρεις ουσιαστικά για ποιο πράγμα αγωνίζεσαι. Αν θέλεις να γκρεμίσεις το σύστημα, πρέπει πρώτα να ξέρεις τι θέλεις να φτιάξεις στην θέση του. Αλλιώς, παραμένει μία αποτυχημένη προσπάθεια. Οπότε, απαιτείται πρώτα να κατανοήσουμε τις δυνάμεις και τις αδυναμίες μας, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και τα εφόδια που έχουμε στη διάθεσή μας. Αν δεν το πράξουμε αυτό άμεσα, τότε πολύ φοβάμαι ότι όλο και θα ξεπέφτουμε ως κοινωνία μέχρι να συνηδητοποιήσουμε ότι οδηγηθήκαμε σε αδιέξοδο μετά από πολυετή πορεία εθελοτύφλωσης.
Ας μην αρκεστούμε λοιπόν, μόνο στο ότι η αδικία επικρατεί της Δικαιοσύνης, ότι οι ανισότητες επικρατούν της Ισότητας, ότι κατά το κοινώς λεγόμενο, πάμε ως ανθρώπινο είδος κατά διαόλου. Διότι το παρελθόν είναι μεν αδύνατον να αλλάξει, το μέλλον όμως εναπόκειται μόνο στη δική μας οπτική για να διαμορφωθεί. Οπότε, κάπου εδώ τίθεται το δίλημμα: Ακολουθούμε τους νέους και τις ιδέες που εκφράζουν ή ακολουθούμε τις ήδη δοκιμασμένες και απαρχαιωμένες ιδέες, οι οποίες μας έφεραν εδώ που φτάσαμε; Αν μια μικρή, ελάχιστη μερίδα συναδέλφων και μη, σε συνδυασμό με τα απανωτά σκάνδαλα και λάθη που απορρέουν κατά την εφαρμογή της Δικαιοσύνης, κλόνισαν την εμπιστοσύνη του κόσμου προς όλους εμάς αλλά και στον ίδιο τον Θεσμό της Δικαιοσύνης, τότε θαρρώ πως ήρθε η στιγμή για την ‘αποκατάσταση’ μας. Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Απαιτεί συλλογική προσπάθεια, κόπο και χρόνο. Γιατί, αν ‘το φυλάξασθαι τα αγαθά, χαλεπότερον του κτήσασθαι’, το ‘ανακτήσαι τα απολεσθέντα’, είναι ασφαλώς πολύ δυσκολότερο. Ας αρκεστούμε μόνο να δείξουμε, ότι ο δρόμος για οποιαδήποτε αλλαγή προς το καλύτερο, περνά μέσα από την συνύπαρξη και τη συνεργασία. Και ας αφήσουμε τους υπόλοιπους να αναρωτιούνται ποιος θα είναι ο επόμενος υποψήφιος που θα προσπαθήσουν να φιμώσουν.