Οι πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με τις αποκοπές στους μισθούς και στις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, απέδειξαν φρονώ περίτρανα, την ορθότητα των απόψεων που είχαν εκφράσει οι δικηγόροι της Λεμεσού, στην έρευνα που είχε διεξαχθεί ανάμεσα τους. Υπενθυμίζω συναφώς, πως παρά τις προσπάθειες που είχαν τότε καταβληθεί από τους αυλοκόλακες – για υποβάθμιση των όσων εκφράστηκαν – 121 από τους 139 ερωτηθέντες, είχαν πει, πως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν αποφασίζει πλέον τις υποθέσεις που άγονται ενώπιον του, με βάση τον Νόμο και τα επίδικα θέματα. Μια άποψη, που μπορεί να μεταφραστεί και ως, ανέλεγκτη αυθαιρεσία.
Το θέμα λοιπόν με τις αποκοπές, είχε αρχικά αχθεί ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Ενός δικαστηρίου, το οποίο, όχι απλά εξειδικεύεται σε τέτοιου είδους υποθέσεις, αλλά και που ασχολείται μαζί τους καθημερινά και συστηματικά. Λόγω δε του μεγάλου αριθμού των υποθέσεων που είχαν καταχωρηθεί, αυτές κατέληξαν ενώπιον όλων των Δικαστών του συγκεκριμένου Δικαστηρίου.
Το εξειδικευμένο τούτο Δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα, πως οι αποκοπές ήταν αντισυνταγματικές, καθ’ ότι παραβίαζαν κάθετα το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Του υπέρτατου και ύψιστου μας Νόμου. Οι δε αποφάσεις αυτές, κάποιες εκ των οποίων διάβασα με προσοχή, μόνο ως υποδειγματικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Το σκεπτικό τους ήταν θεωρώ, συμπαγές και η αιτιολογία τους, πλήρης. Προκειμένου δε να καταλήξουν στο εν πολλοίς αυτονόητο, οι Δικαστές του Δικαστηρίου αυτού, επικαλέστηκαν και εφάρμοσαν, ως μέρος του σκεπτικού τους, προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οι νυν κυβερνώντες πανικοβλήθηκαν όταν άκουσαν την απόφαση των ειδικών. Όχι τόσο από το γεγονός ότι, ο νόμος για τις αποκοπές είχε κηρυχθεί αντισυνταγματικός, αλλά από το γεγονός ότι, τα ταμεία τους ήταν άδεια, και δεν είχαν μέσα χρήματα για να αποκατασταθούν, εκείνοι που δικαιώθηκαν. Χρήματα βλέπετε, υπήρχαν, αλλά μόνο για λιμουζίνες και ομφίκεια.
Μη έχοντας λοιπόν χρήματα ή άλλη επιλογή, οι κυβερνώντες, άσκησαν Έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο. Και μάλιστα, μέσα στον πανικό τους, αυτή την φορά ήγειραν και νέα ζητήματα, τα οποία δεν είχαν εγείρει προς κρίση ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Ζητήματα τα οποία, αν το Ανώτατο Δικαστήριο δίκαζε πράγματι με βάση «τον Νόμο και τα επίδικα θέματα», τότε θα έπρεπε να είχαν απορριφθεί, χωρίς καν συζήτηση. Και τούτο ασφαλώς διότι, έτσι ακριβώς προνοεί ο Νόμος και έτσι είχε γίνει, σε πάμπολλες υποθέσεις του παρελθόντος.
Οι εφέσεις άχθηκαν ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. 13 δικαστές αυτή την φορά, οι οποίοι, αφού άκουσαν τους διάδικους, επιφύλαξαν την απόφαση τους. Τα δε «νέα ζητήματα» που αντινομικά είχε εγείρει η κυβέρνηση, φαίνεται πως πέρασαν αδιαμαρτύρητα.
Μόλις το Ανώτατο Δικαστήριο ανακοίνωσε πως ήταν έτοιμο να εκδώσει την απόφαση του, ακούσαμε όλοι τον αρχηγό του κυβερνώντος κόμματος, να επιχειρεί, εμμέσως πλην όμως σαφέστατα, να χειραγωγήσει με απειλές την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και να επηρεάσει την έκβαση των εφέσεων υπέρ της κυβέρνησης. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, σε οποιαδήποτε πολιτισμένη χώρα του κόσμου, τότε φρονώ, πως ο κ. Νεοφύτου, θα πήγαινε σπίτι του, σε κάτι λιγότερο από 24 ώρες. Χωρίς μάλιστα την μάσκα που φορούσε, όταν λίγες μέρες προηγουμένως, παρέλαυνε προκλητικά, μπροστά από τις κάμερες, στα νοσοκομεία. Όμως, αυτά συμβαίνουν μόνο σε πολιτισμένες χώρες και όχι στα ψευδοκράτη. Και είναι ασφαλώς σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, που η σιωπή του Γενικού Εισαγγελέα, καθίσταται εκκωφαντική, για τον κάθε νοήμονα. Όμως, σε αυτή την περίπτωση οι δύο, ήταν στο ίδιο στρατόπεδο.
Το θέμα του άρθρου αυτού φυσικά, δεν είναι ο κ. Νεοφύτου, αλλά οι δυνητικές συνέπειες των πράξεων του και οι εντυπώσεις, που διαχύτως, αφέθηκαν. Και τούτο ασφαλώς το λέω, διότι την επόμενη μέρα, συνέβηκε κάτι, που πολλοί θεωρούν, ότι συνδέεται άμεσα με την ανεπίτρεπτη παρέμβαση του κ. Νεοφύτου προς το Ανώτατο Δικαστήριο. Κάτι, το οποίο κατά την γνώμη πολλών, έπληξε ακόμα περισσότερο, το ήδη καταρρακωμένο κύρος του ανώτατου μας, δικαστικού θεσμού.
Την επόμενη λοιπόν, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε, όχι 1, αλλά 5 και δη διαφορετικές, μεταξύ τους, αποφάσεις. Πρωτοφανής ασυμφωνία, ιδίως αν κάποιος αναλογιστεί, πως ο Νόμος, 1 πράγμα λέει και πως, κατ’ επέκταση, μόνο μια μπορεί να είναι η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του. Αυταπόδεικτα δε, κάποιες από τις αποφάσεις που εκδόθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο είναι λανθασμένες και εκδόθηκαν κατά παράβαση του Νόμου. Εκδόθηκαν δε, από τον ανώτατο και ασφαλώς τελεσίδικο δικαστικό μας θεσμό. Εκείνον τον θεσμό, που τόσο έντονα επέκριναν οι 139 της Λεμεσού.
Δύο από τις πέντε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (εκείνες των δικαστών Νικολάτου και Γιασεμή) τάσσονταν υπέρ της Κυβέρνησης, ενώ οι άλλες 3, τάσσονταν υπέρ του Συντάγματος και των δικαιωμάτων που αυτό διασφαλίζει. Έχοντας δε διαβάσει με προσοχή και τις 5 αυτές αποφάσεις, η μόνη που πραγματεύεται πλήρως και ορθά τα εγειρόμενα προς κρίση ζητήματα, είναι η απόφαση του δικαστή Ναθαναήλ και συνεπακόλουθα εκείνες των δικαστών Λιάτσου και Παρπαρίνου. Οι αποφάσεις δηλαδή που απέρριπταν τις εφέσεις της Κυβέρνησης. Στην δική του απόφαση, ο δικαστής Ναθαναήλ, όχι μόνο επιβεβαίωνε τους ειδικούς του Διοικητικού, αλλά και κυριότερα εντόπιζε, τα καταφανή λάθη που περιείχε μέσα, η απόφαση Νικολάτου. Εκείνη δηλαδή που στο τέλος επικράτησε.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που διδάσκεται ο φοιτητής της νομικής, είναι το ότι ο Νόμος, ακολουθεί μια λογική σειρά, όπως αυτή του αλφαβήτου. Αν θέλεις δηλαδή να παράξεις μια υγιή νομική σκέψη και να εφαρμόσεις σωστά τον Νόμο, πρέπει οπωσδήποτε να ξεκινήσεις από το Α και από εκεί να πας στο Β και μετά στο Γ. Δεν μπορείς λέει ο Νόμος, να φτάσεις στο Ω, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.
Στην υπό κρίση περίπτωση, το Α ήταν το Άρθρο 23 του Συντάγματος (το δικαίωμα) και το Β, οι εξαιρέσεις του. Το δε Γ ήταν η αναγκαιότητα του περιοριστικού μέτρου σε μια δημοκρατική κοινωνία και το Δ, η αναλογικότητα του. Αυτός ήταν ο σωστός αλλά και ο μόνος δρόμος για να φτάσει κάποιος στο Ω.
Οι ειδικοί του Διοικητικού Δικαστηρίου, είχαν ακολουθήσει αυτό τον δρόμο και πολύ εύστοχα διαπίστωσαν, πως έλειπαν πολλά γράμματα από το αλφάβητο της Κυβέρνησης. Εξ ου και κήρυξαν τον νόμο της Κυβέρνησης αντισυνταγματικό και αποκατέστησαν τους ζημιωθέντες πολίτες. Και η απόφαση Ναθαναήλ, αυτά ακριβώς λέει.
Η απόφαση Νικολάτου από την άλλη, ακολούθησε μια οδό πρωτόγνωρη και άγνωστη στον Νόμο. Πήγε από το Α κατευθείαν στο Ω. Χωρίς ουσιαστική νομική αιτιολογία και χωρίς εξήγηση ως προς το γιατί δεν επηρέαζε το αποτέλεσμα, η απουσία του Β και των άλλων γραμμάτων. Εξ ου και την θεωρώ, όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοι, ως μια απόφαση ατελή, αναιτιολόγητη και καταφανώς λανθασμένη.
Όμως, η εσφαλμένη τούτη άποψη, επικράτησε και ασφαλώς εν τέλει, παρήγαγε το επιθυμητό, για την κυβέρνηση αποτέλεσμα. Εξου και τα άμεσα συγχαρητήρια αλλά και η εκφρασθείσα ικανοποίηση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Συγχαρητήρια, τα οποία καταφανώς εκφράστηκαν, χωρίς καν ο τελευταίος, να έχει διαβάσει με προσοχή τις 5 αποφάσεις και χωρίς να αναλύσει το σκεπτικό τους. Έκδηλα, εκείνο που τον ευχαρίστησε, ήταν το αποτέλεσμα και όχι η ορθότητα της απόφασης ή το κατά πόσο τηρήθηκε ευλαβικά , το Σύνταγμα. Αυτά, του ήταν προφανώς αδιάφορα.
Ο λόγος όμως για τον οποίο επικράτησε εν τέλει η εσφαλμένη άποψη Νικολάτου, είναι διότι, μετά τις στοχευμένες δηλώσεις Νεοφύτου, 7 δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (οι οποίοι δεν είχαν εκδώσει δικές τους αποφάσεις) ψήφισαν υπέρ αυτής της άποψης. Κυρίως, οι νέοι σε ηλικία δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και υποψήφιοι για διορισμό από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στα νέα υπό σύσταση Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας. Κάποιος δε εύκολα καταλαβαίνει, πως αν 3 από αυτούς τους 7, τάσσονταν, έστω και την υστάτη, υπέρ της άποψης Ναθαναήλ, τότε όχι μόνο δεν θα λάμβαναν τα συγχαρητήρια του Προέδρου, αλλά και ενδεχομένως, να θεωρούνταν κατά κόσμο, ως υπόλογοι, για τον νέο ερχομό της «Τρόικας». Όπως ακριβώς είχε απειλήσει καταφρονητικά, ο κ. Νεοφύτου την προηγούμενη μέρα.
Και ειλικρινά διερωτώμαι. Μήπως ήταν στην ψήφο αυτών των τριών δικαστών που απέβλεπαν εν τέλει τα κελεύσματα Νεοφύτου; Και είναι παράλογο να σκέφτονται κάποιοι, πως ορισμένοι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ψήφισαν εν τέλει με γνώμονα, ζητήματα άλλα, από την απόλυτη και πιστή εφαρμογή του Συντάγματος; Θα είναι αυτούς τους Δικαστές, που θα διορίσει ο Πρόεδρος στο νέο Συνταγματικό Δικαστήριο για να προασπίζονται τυφλά το Σύνταγμα και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των πολιτών. Έτσι λειτουργεί ένα Kράτος Δικαίου;
127 από τους ερωτηθέντες δικηγόρους της Λεμεσού, πιστεύουν πως οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επηρεάζονται ανεπίτρεπτα από εξωγενείς παράγοντες.
Αν αυτή τους η άποψη είναι λανθασμένη, όπως ισχυρίστηκαν τότε, κάποια γαστερόποδα, τότε ας μου εξηγήσει κάποιος, τον άλλο λόγο, για τον οποίο ο κ. Νεοφύτου, έκανε τις πιο πάνω δηλώσεις, παραμονή της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αλλά και τον λόγο, που μετά από όλα αυτά, ο Πρόεδρος, ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει για «ανεξαρτησία» των Δικαστών του Ανωτάτου.
Πριν από λίγες μέρες, η κυβέρνηση είχε παρακάμψει το Άρθρο 14 του Συντάγματος διαπράττοντας προς τούτο μια καταφανή τράμπα. Μετά από αυτό ο Γενικός Εισαγγελέας μας είπε να σιωπήσουμε, ως εάν να ενοχλούσε το Άρθρο 19 του Συντάγματος. Στην συνέχεια κάποιοι γύρεψαν να κουτσουρέψουν το Άρθρο 16 του Συντάγματος και το απαραβίαστο της κατοικίας. Τώρα γίνεται λόγος για παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος, αλλά και ενδεχομένως του Άρθρου 30.2. Μήπως εν τέλη οι δικηγόροι που πιστεύουν ότι δεν ζούμε σε Κράτος Δικαίου έχουν δίκαιο; Και μήπως την ευθύνη για την δεινή αυτή κατάπτωση, την φέρει ακέραια το Ανώτατο Δικαστήριο;