Η πρόταση της 20ης Μαρτίου 2020, δια στόματος της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, για ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής (general escape clause) του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) στο πλαίσιο της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για ταχεία, αποφασιστική και συντονισμένη αντίδραση στην έξαρση της νόσου COVID-19, είναι ένα ιστορικό γεγονός. Ιστορικό όχι τόσο επειδή είναι η πρώτη φορά που επιτρέπεται να παρακαμφθεί προσωρινά το ΣΣΑ που καθορίζει τους δημοσιονομικούς κανόνες στα κράτη-μέλη τα οποία έχουν υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα, αφού το Ευρώ μόλις που ξεπερνά τις δύο δεκαετίες ζωής, αλλά περισσότερο για την σχετική αλληλεγγύη που αυτό επιδεικνύει, μιας και η τελευταία δεν υπήρξε ποτέ το πραγματικό raison d’être της ΕΕ στις επτά δεκαετίες ζωής της.
Η πρόταση της Επιτροπής για ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής του ΣΣΑ – μια ρήτρα η οποία είχε προστεθεί το 2011 εν μέσω της κρίσης στην ευρωζώνη, ως μέρος της μεταρρύθμισης των ‘έξι πακέτων’ – θα πρέπει πρώτα να εγκριθεί από το Συμβούλιο για να πάρει το πράσινο φως. Έτσι, στην διαδικτυακή συνάντηση της ECOFIN που θα διεξαχθεί σήμερα (23 Μαρτίου), οι 27 Υπουργοί Οικονομικών της ‘Ένωσης θα κληθούν να επικυρώσουν την πρόταση αυτή, και να επιτρέψουν με αυτό τον τρόπο τις δημοσιονομικές παρεκκλίσεις των κρατών-μελών από το ΣΣΕ. Αυτό θα δώσει τη δυνατότητα στα κράτη να θεσπίσουν (περαιτέρω) δημοσιονομικά μέτρα, με στόχο να ενισχύσουν τα συστήματα υγείας τους, αλλά συνάμα θα επιτρέψει στις κυβερνήσεις να στηρίξουν όσους έχουν πληγεί σοβαρά από την κρίση και να ανακουφίσουν όσους το έχουν πραγματικά ανάγκη, παρεκκλίνοντας από τις δημοσιονομικές απαιτήσεις που θα ίσχυαν κανονικά στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου. Παράλληλα, η αναστολή των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας ενδέχεται να επιτρέψει στα κράτη να λάβουν (επιπρόσθετα) μέτρα που θα αφορούν στους κλάδους που πλήττονται (ή δύναται να πληγούν) περισσότερο από τον οικονομικό κλυδωνισμό που έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί η πανδημία.
Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής χαιρέτησε την απόφαση της 18ης Μαρτίου του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για αγορά ομολόγων για σκοπούς στήριξης της Ευρωπαϊκής οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, η ΕΚΤ ανακοίνωσε ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, με την ονομασία ‘Pandemic Emergency Purchase Programme’, ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ – επιπλέον των 120 δισεκατομμυρίων ευρώ που είχε ανακοινώσει στις 12 Μαρτίου. Συνολικά, αυτό το ποσό αντιστοιχεί στο 7,3% του ΑΕΠ της ευρωζώνης.
Ο περιορισμός των άμεσων οικονομικών ζημιών θεωρείται απαραίτητος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για σκοπούς περιορισμού των κινδύνων που δύναται να επιφέρει η έλλειψη δημοσιονομικής βιωσιμότητας, τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Αν και προσωρινό μέτρο, η Επιτροπή τηρεί τη στάση ότι η χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων μέσα από την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής θα πρέπει να εφαρμοστεί για όσο καιρό χρειαστεί, ούτως ώστε να μετριαστούν οι αρνητικές κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις της νόσου. Αυτό θα επιστρέψει στα κράτη να λάβουν τα καταλληλότερα για εκείνα μέτρα για αντιμετώπιση της κρίσης αυτής, επιτρέποντάς τους να κάνουν χρήση της πλήρους ευελιξίας που προβλέπουν οι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, με στόχο τη στήριξη της οικονομίας τους.
Η πρόταση της 20ης Μαρτίου ακολουθεί τη θέσπιση από την Επιτροπή προσωρινού πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις, με στόχο να μπορέσουν τα κράτη-μέλη να εξασφαλίσουν επαρκή ρευστότητα για τις επιχειρήσεις τους, αλλά και για να μπορέσουν να διατηρήσουν τη συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας της πανδημίας. Με βάση το Άρθρο 107 παράγραφος 3(β) ΣΛΕΕ, ενισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους-μέλους, δύναται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταστήσει σαφές ότι στο πλαίσιο της έξαρσης της νόσου COVID-19 αναγνωρίζει ότι ολόκληρη η οικονομία της ΕΕ αντιμετωπίζει σοβαρή διαταραχή, όπως αυτή καθορίζεται στο παραπάνω Άρθρο.
Είναι ίσως η πρώτη φορά που βλέπουμε την ΕΕ να αντιδρά συλλογικά για το κοινό καλό της Ευρωπαϊκής οικογένειας σε μια στιγμή κρίσης, επιδεικνύοντας μέγιστη δημοσιονομική ευελιξία και ένα βαθμό αλληλεγγύης. Όπως είχαν διαμηνύσει οι Βρυξέλλες άλλωστε, ένας από τους αρχικούς στόχους ήταν να δώσουν «οξυγόνο» στην Ιταλία που πλήττεται περισσότερο από καμία άλλη Ευρωπαϊκή χώρα αυτή τη στιγμή από την έξαρση της νόσου. Και αυτό είναι όντως μια αξιέπαινη κίνηση από πλευράς του εκτελεστικού οργάνου της Ένωσης. Θα ήταν όμως σημαντικό η αλληλεγγύη αυτή να μην παρέμενε σε δημοσιονομικούς μόνο δείκτες, αλλά να μετουσιωνόταν και σε υλική βοήθεια. Το γεγονός ότι η υλική αυτή βοήθεια, όταν την χρειάστηκαν κάποια κράτη την εβδομάδα που μας πέρασε – ανάμεσα σε αυτά η Ιταλία, η Ελλάδα και η Κύπρος – δεν ήρθε από κάποιο άλλο μέλος της ΕΕ, αλλά από την Κίνα η οποία έσπευσε μάλιστα να αποστείλει ιατρικές (πρωτίστως) προμήθειες, μας υπενθυμίζει δυστυχώς ότι το μεγαλύτερο διακύβευμα της Ένωσης ήταν και παραμένει το έλλειμμα αλληλεγγύης.
Το μεγαλύτερο ίσως τεστ που έπεται υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι να δούμε αν τα κράτη που σθεναρά και διαχρονικά τάσσονται κατά της έκδοσης ευρωομολόγων (πρωτίστως η Γερμανία) θα ενδώσουν τώρα στην έκδοσή τους. Πάντως στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 18ης Μαρτίου, που διεξήχθη μέσω τηλεδιάσκεψης, η Καγκελάριος της Γερμανίας αρνήθηκε να δεσμευτεί σε κάτι τέτοιο. Άγνωστο παραμένει αν η ρητορική της αλληλεγγύης θα μετουσιωθεί σε πράξη, ή αν το «οξυγόνο» για την Ιταλία δεν μπορεί τελικά να μεταφραστεί ούτε ως ιατρικός εξοπλισμός, αλλά ακόμα ούτε ως κοινό χρέος με ένα ελλειμματικότατο κράτος του Ευρωπαϊκού νότου.