Στο παρελθόν είχα εισηγηθεί, πως το ουσιαστικότερο πρόβλημα της Κυπριακής Δικαιοσύνης, είναι το εντελώς ανέλεγκτο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Και είχα πει, πως είναι αδιανόητο σε μια δημοκρατική κοινωνία, να υπάρχουν θεσμοί ή εξουσίες, τα οποία δρουν ανεξέλεγκτα. Η απουσία ελέγχου, οδηγεί σε αυθαιρεσίες και σε καταχρήσεις.
Σε αντίθεση με τις άλλες δύο εξουσίες, εκτελεστική και νομοθετική, τη δικαστική εξουσία και ειδικότερα την «κεφαλή», που είναι το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν την ελέγχει κανένας. Τονίζω σε αντίθεση, διότι εάν παραδείγματος χάρη η Βουλή περάσει ένα αντισυνταγματικό Νόμο, ο Νόμος αυτός θα ελεγχθεί από την Δικαστική εξουσία και θα ακυρωθεί. Πρόσθετα, εάν ένα μέλος της Νομοθετικής εξουσίας, επιδείξει ασύγγνωστη συμπεριφορά, τότε με τη λήξη της περιορισμένης του θητείας, ο ψηφοφόρος θα τον απαλλάξει και θα τον στείλει στο σπίτι του. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την εκτελεστική εξουσία. Οι αποφάσεις της ελέγχονται από την Δικαστική εξουσία, αλλά και εν κατακλείδι από τον ψηφοφόρο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν το ελέγχει κανένας. Ο Κύπριος πολίτης δεν έχει λόγο, ούτε στο διορισμό αλλά ούτε και στην παύση των 13 Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο μόνος που μπορεί να παύσει ένα δικαστή του σώματος αυτού, είναι οι ίδιοι δικαστές στο Ανώτατο Δικαστήριο. Κάτι που δεν έγινε ποτέ μέχρι σήμερα, και τούτο, παρά το ότι, κατά τη γνώμη μου, υπήρξαν περιπτώσεις στις οποίες θα έπρεπε να είχε γίνει κάτι τέτοιο. Κατά συνέπεια, εάν ένας Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου θέλει για παράδειγμα να ευνοήσει παράνομα ένα διάδικο ή τον δικηγόρο του, σήμερα, δεν υπάρχει κάτι που θα τον εμποδίσει ή κάποιος που θα ερευνήσει επί του θέματος και να τον τιμωρήσει. Δικαίως ή αδίκως, 129 από τους 139 ερωτηθέντες δικηγόρους της Λεμεσού, πιστεύουν πως υπάρχουν δικηγόροι οι οποίοι τυγχάνουν αυτής της απαράδεκτης εύνοιας από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Ούτε εάν εκδώσει το Ανώτατο Δικαστήριο μια καταφανώς αντινομική και εσφαλμένη απόφαση – κάτι που γίνεται – υπάρχει κάποιος θεσμός ή φορέας που θα ελέγξει την απόφαση αυτή. Σε άλλες πολιτισμένες χώρες, οι δικηγόροι αρθρογραφούν και σχολιάζουν συστηματικά τις δικαστικές αποφάσεις σε τακτικές επιθεωρήσεις δικαίου όπως π.χ. στο Criminal Law Review, και ενίοτε, ασκούν δριμύτατη κριτική σε κάποιους δικαστές. Έτσι τα λάθη διορθώνονται αλλά και δεν επαναλαμβάνονται.
Στην Κύπρο δεν μιλάει κανείς. Επικρατεί, φρονώ, ο «Νόμος της Σιωπής». Και δεν αναφέρομαι μόνο στους δικηγόρους και στους Συλλόγους μας. Αναφέρομαι και στα Μ.Μ.Ε. Τη λεγόμενη τέταρτη εξουσία, η οποία έχει καθήκον και υποχρέωση να ελέγχει τις άλλες τρείς εξουσίες. Ας μου επιτραπεί ένα παράδειγμα χάριν ευκρίνειας.
Την Κυριακή 26/01/2020, η εφημερίδα Πολίτης – γνωστή για την έντονη κριτική που ασκεί στις άλλες δύο εξουσίες, αλλά και σε αξιωματούχους του κράτους – είχε ως πρωτοσέλιδο της την έρευνα της Λεμεσού και σε εκτενές ρεπορτάζ που ακολουθούσε, αναδείκνυε σωρεία από τα κακώς έχοντα στην Κυπριακή Δικαιοσύνη. Στο τέλος δε του δημοσιεύματος εκείνου, απηύθυνε πρόσκληση προς τον νομικό κόσμο, και ζητούσε απόψεις για δημοσίευση, θέλοντας να ξεκινήσει ένα διάλογο, γύρω από τα προβλήματα του τομέα. Παρακολουθώντας όμως τις σελίδες του «Πολίτη» των αμέσως επομένων ημερών, διαπίστωσα πως σε αυτές επικράτησε άκρα του τάφου σιωπή.
Εικάζω λογικά και εύχομαι να κάνω λάθος, ότι η σιωπή που ακολούθησε, δεν ήταν τυχαία. Εικάζω λογικά, πως μετά από το δημοσίευμα, κάποιος ή κάποιοι, θα επέστησαν την προσοχή του Πολίτη στο Νόμο της Σιωπής. Εικάζω, πως κάποιος ή κάποιοι θα έστειλαν στην εφημερίδα «μήνυμα» πως το ανέλεγκτο Ανώτατο Δικαστήριο «δεν ξεχνά» και πως αυτό, θα είχε δυσμενή αντίκτυπο στις υποθέσεις του Πολίτη που εκκρεμούν προς εκδίκαση ενώπιον του Σώματος. Και εξηγώ γιατί εικάζω τα πιο πάνω, αλλά και το γιατί εύχομαι να έχω λάθος.
Όταν πριν ένα μήνα ξεκίνησα να αρθρογραφώ στη «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», θυμάμαι πως με είχαν προσεγγίσει κάποιοι αναγνώστες συνάδελφοι, προκειμένου να μου «υποδείξουν», πως οι γνώμες που εκφράζω δημόσια, θα είχαν ως μόνο αποτέλεσμα, το να μην ξανακερδίσουν οι πελάτες μου υπόθεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πως περίπου, οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα μου κρατούσαν συλλογικά «κακία» για τα γραφόμενα μου και πως το τίμημα θα το πλήρωναν οι άνθρωποι που εκπροσωπώ.
Η τραγελαφική αυτή υπόδειξη των συναδέλφων μου, συνιστά απόδειξη, πως στον τόπο μας κυριαρχεί όντως ο Νόμος της Σιωπής. Και αυτό ασφαλώς εξηγεί το γιατί φτάσαμε ως εδώ που φτάσαμε. Όλοι βλέπουμε τα πράγματα να βαίνουν από το κακό στο χειρότερο και όμως όλοι σιωπούμε, διότι μέσα μας νιώθουμε, πως αν μιλήσουμε, θα υποστούμε συνέπειες. Και ειλικρινά διερωτώμαι.
Αν οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι όντως όλοι, άτομα ανώτατου ηθικού επιπέδου, όπως εξάλλου πρέπει να είναι για να κατέχουν τις συγκεκριμένες θέσεις, τότε θα έπρεπε, όχι μόνο να καλωσορίζουν την κριτική, προκειμένου να βελτιώνονται και να βελτιώνουν την κατάσταση, αλλά και να την προσκαλούν. Στο κάτω κάτω, η ελευθερία της έκφρασης, είναι ένα από τα πλέον θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία οι ίδιοι, έχουν καθήκον να διαφυλάττουν. Και χωρίς κριτική, δεν υπάρχει βελτίωση.
Από την άλλη, αν στο Ανώτατο Δικαστήριο υπάρχουν σήμερα κάποιοι, όσο λίγοι και αν είναι, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να διαστρεβλώσουν το Νόμο και να αδικήσουν ανθρώπους, μόνο και μόνο επειδή ο δικηγόρος που τους εκπροσωπεί, τους άσκησε κριτική, τότε το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν είναι μεταρρύθμιση που χρειάζεται, αλλά εξυγίανση. Αν πράγματι έχουμε ένα τέτοιο θεσμό στην Κύπρο, με τέτοιους ανθρώπους στους κόλπους του, οι οποίοι καταχρώνται τις εξουσίες τους και επιβάλλουν το Νόμο της Σιωπής, τότε το ανέλεγκτο Ανώτατο Δικαστήριο, έχει μετατραπεί σε δικτατορικό Καθεστώς. Ποιο από τα δύο ισχύει; Εγώ θέλω να πιστεύω πως ισχύει το πρώτο και πως αδίκως φοβούμαστε να μιλήσουμε.
Ο μόνος τρόπος λοιπόν για να βελτιωθούν τα πράγματα, είναι με το να λύσουμε όλοι την σιωπή, να ασκούμε κριτική και να παρακολουθούμε στενά και συλλογικά τις εξελίξεις. Και νομίζω πως ο σπόρος έχει ήδη φυτευτεί.