Την ανάγκη θέσπισης και στην Κύπρο νομοθεσίας για τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, γνωστών με τον αγγλικό ρόλο Whistleblowers, εκφράζει η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΤΕΠΑΚ) Μαρία Κραμβιά – Καπαρδή και τονίζει τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσουν οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers) στην πάταξη της διαφθοράς.
Επικαλούμενη τη φράση του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ότι «η ζωή μας αρχίζει να τελειώνει όταν σιωπάμε για πράγματα που έχουν σημασία», η κ. Καπαρδή εκφράζει, επίσης, την ανάγκη εφαρμογής ενός πλαισίου προστασίας των whistleblowers, προκειμένου να μην φοβούνται ότι θα υποστούν συνέπειες και αντίποινα όταν καταγγείλουν κρούσματα διαφθοράς που πέφτουν στην αντίληψή τους.
H κ. Καπαρδή μίλησε στο ΚΥΠΕ με αφορμή δύο εκδηλώσεις που θα πραγματοποιηθούν τη Δευτέρα και την Τρίτη, στη Λευκωσία, και στις οποίες θα είναι μια εκ των ομιλητών, η πρώτη με θέμα την νέα Ευρωπαϊκή Οδηγία για την Προστασία των Μαρτύρων Δημοσίου Συμφέροντος και η δεύτερη με θέμα το πώς η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει τους whistleblowers στην καταπολέμηση της διαφθοράς.
Μετά την ψήφιση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας έχει ετοιμαστεί σχετικό νομοσχέδιο για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, το οποίο βρίσκεται για συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή. «Έχει τώρα ψηφιστεί η Ευρωπαϊκή Οδηγία, άρα η Βουλή των Αντιπροσώπων οφείλει να εναρμονιστεί όπως επίσης και ο ιδιωτικός και δημόσιος τομέας», ανέφερε.
Η κ. Καπαρδή χαρακτήρισε την εν λόγω Οδηγία ως «ορόσημο για την ελευθερία του λόγου», προσθέτοντας ότι «το μπαλάκι βρίσκεται στα Κράτη Μέλη προκειμένου να θέσουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την Οδηγία έως τις 17 Δεκεμβρίου 2021, ενώ η νομικές οντότητες του ιδιωτικού τομέα με 50+ εργαζομένους έχουν επιπρόσθετα 2 χρόνια».
Ανέφερε ότι η προστασία των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος που παρέχεται σήμερα στην ΕΕ χαρακτηρίζεται από «κατακερματισμό μεταξύ των κρατών μελών και ανομοιομορφία».
Η Οδηγία και η θέσπιση πλαισίου προστασίας των πληροφοριοδοτών, είπε, θα συμβάλουν στην πάταξη της διαφθοράς και στην ενίσχυση διαφόρων τομέων, όπως είναι ο τομέας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ο τομέας της προστασίας του περιβάλλοντος και ο τομέας της τροφικής αλυσίδας, και συγκεκριμένα, ο τομέας της ασφάλειας των τροφίμων και των ζωοτροφών, καθώς και της υγείας, της προστασίας και καλής μεταχείρισης των ζώων.
Θα συμβάλει επίσης, ανέφερε, στην ενίσχυση της ασφάλειας των μεταφορών που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές, της επιβολής του ενωσιακού δικαίου στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων, της πρόληψης και της αποτροπής παραβιάσεων των κανόνων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας για την πυρηνική ασφάλεια και στον εντοπισμό και την πρόληψη, τον περιορισμό ή την εξάλειψη των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την προστασία των καταναλωτών.
«Όπως αναφέρει η Οδηγία, τα άτομα που εργάζονται σε ένα δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό είναι συχνά τα πρώτα που ανακαλύπτουν παραβιάσεις που είναι επιβλαβείς για το δημόσιο συμφέρον. Αυτές οι πληροφορίες μπορεί να είναι οικονομικής φύσης (π.χ. να αναφέρονται σε μια προσφορά του Δημοσίου, σε μια δαπάνη, σε μια απάτη) ή να είναι πληροφορίες που επηρεάζουν την ασφάλεια και υγεία ατόμων ή την ασφάλειά των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά», είπε.
Η Οδηγία προβλέπει, πρόσθεσε, ότι οι «εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποί τους έχουν το δικαίωμα, βάσει της εν λόγω Οδηγίας, να εγείρουν ζητήματα στις αρμόδιες εθνικές αρχές αν κρίνουν ότι τα ληφθέντα μέτρα και τα διατιθέμενα από τον εργοδότη μέσα δεν αρκούν για να διασφαλιστούν η ασφάλεια και η υγεία».
«Η ΕΕ ως δικλείδα ασφαλείας έναντι κακόβουλων, επιπόλαιων ή καταχρηστικών αναφορών ορίζει ότι οι ‘καταγγέλλοντες θα πρέπει να έχουν βάσιμους λόγους να θεωρούν, βάσει των περιστάσεων και των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους κατά τον χρόνο της αναφοράς, ότι τα ζητήματα που καταγγέλλουν είναι αληθή’. Ενδιαφέρον είναι επίσης και το γεγονός ότι τα κίνητρα των αναφερόντων δεν θα πρέπει να σχετίζονται με την απόφαση το εάν θα πρέπει να προστατεύονται», ανέφερε.
«Μια τέτοια αναφορά μπορεί να υποβληθεί εσωτερικά, εκτός εάν ένας μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος έχει λόγο να την αναφέρει εξωτερικά», είπε και πρόσθεσε ότι σύμφωνα με την Οδηγία «ο αναφέρων θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέγει τον καταλληλότερο δίαυλο αναφοράς ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις της υπόθεσης».
«Επιπρόσθετα, είναι απαραίτητο να προστατεύονται οι δημοσιοποιήσεις βάσει δημοκρατικών αρχών, όπως η διαφάνεια και η λογοδοσία, και θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία έκφρασης και η ελευθερία και η πολυφωνία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να εξισορροπείται το συμφέρον των εργοδοτών να διαχειρίζονται τις επιχειρήσεις τους και να προστατεύουν τα συμφέροντά τους αφενός, και το δημόσιο συμφέρον προστασίας από βλάβη», σημείωσε.
Η κ. Καπαρδή ανέφερε, επίσης, ότι τα άτομα που προβαίνουν σε τέτοιες καταγγελίες δέχονται συχνά απειλές, εκφοβισμό, τερματίζεται η εργοδότησή τους ή τυγχάνουν δυσμενούς διάκρισης και μεταχείρισης. Η Οδηγία, σύμφωνα με την ίδια, αναφέρει ότι το κράτος οφείλει να:
- Προστατεύει έναντι αντιποίνων,
- Λάβει τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να απαγορεύσει αντίποινα οποιασδήποτε μορφής και να προβλέψει αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις,
- Διασφαλίσει την ταυτότητα του αναφέροντα,
- Προσφέρει οικονομική, νομική και ψυχολογική στήριξη,
- Ορίσει μέλη προσωπικού υπεύθυνα για τον χειρισμό αναφορών.
Η Οδηγία αναφέρει, συνέχισε, ότι θα πρέπει να στηθεί ένα πλαίσιο για την εφαρμογή της προστασίας του πληροφοριοδότη όπου το κράτος οφείλει να ορίσει την αρμόδια Αρχή και να της παρέχει «τους καταλλήλους πόρους» και εκπαίδευση για την παραλαβή πληροφοριών και την παρακολούθηση αναφορών.
Ανέφερε ότι η ίδια εισήγηση περιλήφθηκε, με δική της πρωτοβουλία, στην έκθεση που κατατέθηκε τον Φεβρουάριο του 2017 στον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης στα πλαίσια δημιουργίας Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς, όπως αυτή λειτουργεί πετυχημένα στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με την Οδηγία, είπε, όλοι οι οργανισμοί ιδιωτικού και δημόσιου τομέα με 50 και περισσότερους εργαζόμενους όπως και οι Δήμοι με πέραν των 10,000 κατοίκων οφείλουν να καθιερώσουν εσωτερικούς διαύλους αναφοράς και παρακολούθησης των αναφορών. Θα πρέπει να διασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα όσον αφορά την ταυτότητα του αναφέροντος και ο οργανισμός οφείλει σε 3 μήνες να διερευνήσει την καταγγελία και να ενημερωθεί ο αναφέρων, όπως και η αρμόδια Αρχή, πρόσθεσε.
«‘Όπως έχει τεκμηριωθεί από έρευνες στην ΕΕ και στην Κύπρο, τα άτομα που κατέχουν πληροφορίες διστάζουν να προβούν σε καταγγελίες λόγο των αντιποίνων και των επιπτώσεων στην προσωπική και επαγγελματική τους ζωή. Αυτές οι πληροφορίες όμως ίσως προστατεύσουν ανθρώπινες ζωές. Όπως ανάφερε και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ‘την ημέρα που σιωπούμε, αρχίζει να τελειώνει η ζωή μας’, γι’ αυτό οφείλουμε να συνδράμουμε σε μια καλύτερη και ασφαλέστερη κοινωνία για την μελλοντική γενιά, εναρμονίζοντας το σχετικό νομοσχέδιο με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2019/1937», κατέληξε.
Η πρώτη εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα, 10 Φεβρουαρίου και ώρα 17:15, στο Μέγαρο ΚΕΒΕ, με θέμα: “Η νέα Ευρωπαϊκή Οδηγία για την Προστασία των Μαρτύρων Δημοσίου Συμφέροντος (Whistleblowers)”. Την εκδήλωση διοργανώνει το Cyprus Integrity Forum (CIF) σε συνεργασία με τον Μη Κυβερνητικό Οργανισμό Blue Print for Free Speech της Αυστραλίας.
Η δεύτερη εκδήλωση θα γίνει την Τρίτη, 11 Φεβρουαρίου, στις 9 το πρωί, στη Δημοσιογραφική Εστία η οποία θα περιλαμβάνει συζήτηση στρογγυλής τραπέζης για δημοσιογράφους με θέμα «Η Τεχνολογία στην υπηρεσία της αλήθειας: Βοηθώντας μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος στην καταπολέμηση της διαφθοράς». Την εκδήλωση διοργανώνει ο Μη Κερδοσκοπικός Οργανισμός “BluePrint for Free Speech”.
Πηγή: ΚΥΠΕ