Παρά την εξέλιξη και τη διεθνή αναγνώρισή του, το διεθνές δίκαιο εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια βαθιά και επίμονη κρίση αξιοπιστίας. Στον πυρήνα αυτής της κρίσης βρίσκεται η αδυναμία επιβολής των κανόνων του και η εντεινόμενη αίσθηση ότι η δικαιοσύνη εφαρμόζεται επιλεκτικά. Η κριτική ότι το διεθνές δίκαιο αποτελεί ένα νομικό σύστημα χωρίς ή με ελάχιστη εφαρμογή δεν είναι τυχαία αλλά αντανακλά μια πραγματικότητα όπου η τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων στηρίζεται περισσότερο στην καλή πίστη των κρατών παρά σε αποτελεσματικούς μηχανισμούς επιβολής. Και δυστυχώς, η καλή πίστη συχνά εξανεμίζεται όταν στο τραπέζι τίθενται ζωτικά στρατηγικά ή οικονομικά συμφέροντα.
Το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης, ο κατεξοχήν θεσμός επίλυσης διαφορών μεταξύ κρατών, μπορεί μεν να εκδίδει δεσμευτικές αποφάσεις, αλλά μόνον εφόσον τα εμπλεκόμενα κράτη έχουν προηγουμένως αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του. Ακόμη όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις, η πραγματική εκτέλεση των αποφάσεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική βούληση των κρατών, καθιστώντας τον μηχανισμό αυτό συχνά αναποτελεσματικό. Αντίστοιχα, η Διεθνής Ποινική Δικαιοσύνη, παρά τις υψηλές φιλοδοξίες της και τη θεσμική της σημασία, έχει αποδώσει λιγότερες καταδίκες απ’ όσες θα ανέμενε κανείς σε περισσότερες από δύο δεκαετίες λειτουργίας. Επιπλέον, η μονομερής εστίαση πολλών υποθέσεων σε αφρικανικές χώρες προκάλεσε κατηγορίες περί «νεοαποικιακής» στόχευσης, κλονίζοντας περαιτέρω την αξιοπιστία του συστήματος.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επιλεκτική δικαιοσύνη αναδεικνύεται ίσως ως το σοβαρότερο πλήγμα για το διεθνές δίκαιο. Όταν ισχυρά κράτη παραβιάζουν κατ’ επανάληψη θεμελιώδεις κανόνες χωρίς καμία συνέπεια, ενώ τα ασθενέστερα υφίστανται όλη τη βαρύτητα της διεθνούς επιτήρησης, διαμορφώνεται η επικίνδυνη εντύπωση ότι οι κανόνες είναι σχετικοί και όχι καθολικοί. Έτσι, το διεθνές δίκαιο παύει να λειτουργεί ως ουδέτερο πλαίσιο και αντιμετωπίζεται περισσότερο ως εργαλείο στα χέρια των ισχυρών.
Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι μονοδιάστατη. Στην καθημερινή λειτουργία του διεθνούς συστήματος, η συντριπτική πλειονότητα των υποχρεώσεων τηρείται. Για παράδειγμα, οι εμπορικές συμφωνίες εφαρμόζονται, η διεθνής αεροναυτιλία λειτουργεί ομαλά, η διπλωματική ασυλία γίνεται σεβαστή, οι κανόνες της ναυσιπλοΐας ακολουθούνται σχεδόν απαρέγκλιτα. Αυτές οι επιτυχίες, αν και συχνά αθέατες, αποδεικνύουν ότι το διεθνές δίκαιο αποτελεί θεμέλιο της παγκόσμιας σταθερότητας και σύστημα εξισορρόπησης των ανισορροπιών που υπάρχουν στο διεθνές σύστημα.
Κι όμως, η μεγαλύτερη αποτυχία του διεθνούς δικαίου αναδεικνύεται στις πιο κρίσιμες στιγμές, όπως, σε περιόδους πολέμου, γενοκτονιών ή σοβαρών διεθνών κρίσεων. Είναι ακριβώς τότε που οι κοινωνίες χρειάζονται περισσότερο την προστασία του, και ακριβώς τότε που αυτό φαίνεται να αδυνατεί να ανταποκριθεί. Η αντίφαση αυτή, ήτοι η επιτυχία στις καθημερινές λειτουργίες και η αποτυχία στην αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων, δημιουργεί ένα ανησυχητικό κενό αξιοπιστίας. Αν το διεθνές δίκαιο θέλει να παραμείνει σχετικό και αποτελεσματικό, απαιτείται ουσιαστική ενίσχυση των μηχανισμών λογοδοσίας. Μόνον τότε θα μπορέσει να καταρριφθεί το επικίνδυνο αξίωμα ότι «η δικαιοσύνη είναι για τους μικρούς» και να εδραιωθεί μια πραγματικά ίση και δίκαιη διεθνής τάξη.

