Η ασυμμετρία πληροφόρησης αφορά στις καταστάσεις εκείνες στις οποίες μια από τις συμβαλλόμενες πλευρές διαθέτει περισσότερη ή «καλύτερη» πληροφορία από την άλλη. Υπό το πρίσμα αυτού του βασικού αφηγήματος, επισημαίνεται ότι η έλλειψη διαφάνειας, δηλαδή η μη επαρκής, ακριβής ή κατανοητή πληροφόρηση, ισοδυναμεί με ασυμμετρία πληροφόρησης. Με άλλα λόγια, όταν οι όροι εμπλέκουν κινδύνους, και οι πληροφορίες για το ποιος αναλαμβάνει τι είναι ασαφείς ή ανισόρροπα κατανεμημένες, τότε η πληροφόρηση κρύβει κινδύνους που δεν αξιολογούνται σωστά ή που μεταβιβάζονται άδικα. Με αφορμή την έννοια της ασυμμετρίας πληροφόρησης ως νομικής και επιχειρηματικής έννοιας, κατ’ αναλόγια εξάγονται σημαντικά συμπεράσματα και για την πολιτική ζωή, ειδικά στην παράμετρο που αφορά στη διαφάνεια.
Η σημασία της διαφάνειας είναι, όχι μόνο η καλή πληροφόρηση αλλά και η εξίσωση των όρων για όλους τους συμβαλλόμενους και η ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου ελέγχου. Συνεπώς, μπορεί να λεχθεί ότι η ασυμμετρία πληροφόρησης λειτουργεί ως τεχνικός όρος για όπου δεν υπάρχει επαρκής διαφάνεια, και οδηγεί σε στρεβλώσεις στην αγορά, κακή κατανομή κινδύνων και ενδεχομένως σε κρίσεις. Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, από τον τομέα των επιχειρήσεων, αφορά τις αντιπροσωπείες (agencies), ήτοι τη σχέση μεταξύ των μετόχων και των αντιπροσώπων στην εταιρική διακυβέρνηση. Οι μέτοχοι δεν γνωρίζουν εξίσου όλες τις λεπτομέρειες της διοίκησης της εταιρείας, ενώ οι διευθυντές κατέχουν περισσότερη πληροφορία για τη λειτουργία, τις επιλογές, τους κινδύνους και τη στρατηγική. Αυτή η άνιση πληροφόρηση είναι ακριβώς μια μορφή ασυμμετρίας.
Η ασυμμετρία πληροφόρησης, όπως συναντάται στα οικονομικά και στο εμπορικό δίκαιο, περιγράφει τις περιστάσεις κατά τις οποίες μία από τις συμβαλλόμενες πλευρές διαθέτει περισσότερο ή ποιοτικά ανώτερο πληροφοριακό υλικό από την άλλη. Η έννοια αυτή, αν και τεχνική, έχει βαθύτερη λειτουργία αφού φωτίζει τα πεδία όπου η πληροφορία δεν κατανέμεται ισότιμα και, συνεπώς, δημιουργεί περιβάλλοντα δυνητικού κινδύνου, στρεβλώσεων και λανθασμένων αποφάσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, η έλλειψη διαφάνειας δεν αποτελεί μια απλή αδυναμία ενημέρωσης, αλλά ένα καθεστώς εγγενούς ανισορροπίας που επηρεάζει τη διαμόρφωση επιλογών, την ανάληψη ευθύνης και την ορθή αξιολόγηση των συνεπειών.
Αυτή η θεμελιώδης παρατήρηση βρίσκει καθαρή αντανάκλαση και στην πολιτική ζωή. Η πολιτική επικοινωνία, οι θεσμοί, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων και η άσκηση εξουσίας λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ως σχέσεις «αντιπροσώπων» και «εντολέων», παρόμοιες με τις εταιρικές δομές που συνδέουν τους μετόχους με τα διοικητικά στελέχη. Οι πολίτες, ως τελικοί εντολείς, δεν έχουν πάντοτε πρόσβαση στην πλήρη εικόνα των δεδομένων, των κινήτρων ή των παρασκηνιακών διεργασιών που καθορίζουν την πολιτική δράση. Αντίθετα, οι πολιτικοί φορείς, οι κυβερνητικές αρχές και οι θεσμικοί παράγοντες συγκεντρώνουν μια υπεροχή πληροφόρησης, την οποία μπορούν, εσκεμμένα ή ακούσια, να διαχειριστούν με τρόπους που δεν εγγυώνται ισοτιμία.
Όπως στην αγορά, έτσι και στην πολιτική, η ασυμμετρία πληροφόρησης μπορεί να γεννήσει στρεβλώσεις. Όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται με βάση ασαφή, ελλιπή ή παραπλανητικά διατυπωμένα δεδομένα, οι πολίτες δεν μπορούν να αξιολογήσουν επαρκώς τα πραγματικά οφέλη ή τους κινδύνους που σχετίζονται με μια πολιτική επιλογή. Η έλλειψη διαφάνειας οδηγεί σε κενά λογοδοσίας, σε μειωμένη εμπιστοσύνη, και εν τέλει σε ένα πολιτικό σύστημα που δεν λειτουργεί με όρους δίκαιης ανταλλαγής και ισομερούς συμμετοχής.
Ιδιαίτερα κρίσιμο είναι το γεγονός ότι η ασυμμετρία πληροφόρησης στην πολιτική μπορεί να έχει επιπτώσεις όχι μόνο οικονομικές ή θεσμικές, αλλά και κοινωνικές. Η παραπληροφόρηση, οι διαρροές που χρησιμοποιούνται εργαλειακά, οι αδιαφανείς διαδικασίες προώθησης νομοθεσίας ή ανάθεσης έργων, καθώς και η απόκρυψη δεδομένων που αφορούν στη δημόσια υγεία, στην ασφάλεια ή στη δημοσιονομική κατάσταση, ενισχύουν το χάσμα μεταξύ εξουσίας και κοινωνίας. Με άλλα λόγια, η ασυμμετρία πληροφόρησης μετατρέπεται από τεχνικός όρος σε βαθύ πολιτικό ζήτημα, το οποίο μπορεί να υπονομεύσει την ποιότητα της δημοκρατίας.
Η αξία της διαφάνειας, επομένως, δεν εξαντλείται στην παροχή πληροφόρησης, αλλά αφορά στη θεμελιώδη εξίσωση των όρων μεταξύ πολιτικών θεσμών και πολιτών. Η θεσμοθέτηση μηχανισμών ελέγχου, η πλήρης διαφάνεια των διαδικασιών και η υποχρέωση τεκμηριωμένης λογοδοσίας λειτουργούν ως αντίβαρο στην εγγενή τάση συγκέντρωσης πληροφοριακής ισχύος. Όπως ο καλός εταιρικός έλεγχος μειώνει τον κίνδυνο καταχρήσεων από τους αντιπροσώπους, έτσι και η πολιτική διαφάνεια εξισορροπεί την ανισότητα δύναμης, διασφαλίζοντας ότι οι πολίτες συμμετέχουν ως ισότιμοι γνώστες και όχι ως παθητικοί αποδέκτες. Συνεπώς, η ασυμμετρία πληροφόρησης, είτε στην οικονομία είτε στην πολιτική, υπενθυμίζει ότι η ισότητα στην πρόσβαση στη γνώση δεν είναι απλώς τεχνικό ζήτημα, αλλά προϋπόθεση εύρυθμης και δίκαιης λειτουργίας των θεσμών. Η διαφάνεια καθίσταται όχι μόνο ζητούμενο αλλά εργαλείο δημοκρατικής ωρίμανσης.

