Η διάβρωση της νομιμοποίησης του διεθνούς δικαίου

Η ιστορία του διεθνούς δικαίου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο συνδέθηκε άρρηκτα με την ελπίδα ότι η ανθρωπότητα θα είχε πια, απλοϊκά θέτοντάς το, μάθει το μάθημά της. Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, με το περίφημο άρθρο 2(4), απαγόρευσε ρητά τη χρήση βίας στις διεθνείς σχέσεις, επιδιώκοντας να δημιουργήσει μια παγκόσμια τάξη στηριγμένη στην ειρήνη, τη συνεργασία και τον σεβασμό της κυριαρχίας. Σε συνδυασμό με το άρθρο 2(7) που αφορά στην απαγόρευση επέμβασης στα εσωτερικά θέματα άλλου Κράτους, αυτά πρέπει να διαβάζονται υπό το πρίσμα των Κεφαλαίων VI και VII του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Για δεκαετίες, οι διεθνολόγοι αντιμετώπιζαν το άρθρο αυτό και τα συνακόλουθά του ως τον ιερό κανόνα του διεθνούς συστήματος, παρότι παραβιαζόταν κατά καιρούς. Η πεποίθηση ήταν ότι, παρά τις δυσκολίες, η ύπαρξη του κανόνα συνέβαλε στη σταθερότητα και στη συγκράτηση της βίας.

Σήμερα, όμως, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Οι παραβιάσεις δεν είναι το μόνο πρόβλημα, που ούτως ή άλλως υπήρχε πάντα, από το Βιετνάμ και την Ουγγαρία μέχρι το Ιράκ και τη Γεωργία. Το νέο και ανησυχητικό φαινόμενο είναι η στάση που υιοθετούν ολοένα και περισσότερα κράτη απέναντι στο ίδιο το δίκαιο. Στο παρελθόν, ακόμη και οι πιο κυνικές κυβερνήσεις αισθάνονταν την ανάγκη να ντύσουν τις πράξεις τους με το μανδύα της νομιμότητας. Ακόμη κι όταν βομβάρδιζαν, εισέβαλαν ή καταπατούσαν δικαιώματα, κατέφευγαν σε περίπλοκες, νομικά, δικαιολογίες: «αυτοάμυνα», «ανθρωπιστική επέμβαση», «προστασία μειονοτήτων». Το μήνυμα ήταν σαφές: το διεθνές δίκαιο αποτελούσε ακόμη το πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε να παρουσιαστούν οι πράξεις τους.

Σήμερα βλέπουμε κάτι ποιοτικά διαφορετικό. Η Ρωσία, εισβάλλοντας στην Ουκρανία, δεν περιορίστηκε σε δικές της ερμηνείες των κανόνων του διεθνούς δικαίου που στόχευαν να πείσουν έστω και ελάχιστους. Οι ισχυρισμοί περί «γενοκτονίας» που υποτίθεται διέπραττε το Κίεβο ή περί «αίτησης βοήθειας» από τις αποσχισθείσες περιοχές δεν είχαν καν πρόθεση να πείσουν. Ήταν περισσότερο «αδιαφορία για την αλήθεια» παρά ψέμα. Αυτό το είδος επιχειρηματολογίας ή καλύτερα, η απουσία πραγματικής επιχειρηματολογίας δείχνει μια πλήρη απαξίωση του ίδιου του πλαισίου. Αν το ψέμα υπονοεί ότι υπάρχει αλήθεια, η απουσία ερμηνείας υπονοεί ότι ούτε καν η έννοια της αλήθειας έχει σημασία. Παρόμοια στάση είδαμε και από την κυβέρνηση Τραμπ, η οποία όχι μόνο απείλησε με καταλήψεις ξένων εδαφών, αλλά και επιτέθηκε θεσμικά στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, επιβάλλοντας κυρώσεις στους δικαστές του. Αυτό δεν είναι απλή παραβίαση κανόνων, αλλά προσπάθεια απονομιμοποίησης ολόκληρου του θεσμικού πλαισίου. Όταν μια υπερδύναμη διακηρύσσει ότι «όποιος σώζει την πατρίδα του δεν παραβιάζει κανέναν νόμο», τότε η ίδια η έννοια της διεθνούς νομιμότητας καταρρέει.

Η ειρωνεία είναι ότι η υποκρισία του παρελθόντος είχε μια παράδοξη χρησιμότητα. Όσο κι αν κατηγορούσαμε τις κυβερνήσεις για ψεύτικες δικαιολογίες, αυτές οι δικαιολογίες συντηρούσαν το λεξιλόγιο του διεθνούς δικαίου. Υπονοούσαν ότι οι κανόνες εξακολουθούν να μετρούν, ακόμη κι αν παραβιάζονται. Η πλήρης απόρριψη αυτού του λεξιλογίου είναι πολύ πιο επικίνδυνη. Αν το διεθνές δίκαιο πάψει να αποτελεί το ελάχιστο σημείο αναφοράς, τότε τι απομένει; Η ισχύς, η ωμή βία, η επιστροφή σε έναν κόσμο όπου το «δίκαιο του ισχυρού» είναι ο μόνος κανόνας.

Αυτή η διάβρωση της νομιμοποίησης δεν είναι απλώς θεωρητικό ζήτημα. Έχει άμεσες συνέπειες, αποθαρρύνοντας τη διεθνή συνεργασία, αποδυναμώνοντας τους θεσμούς και καλλιεργώντας ένα κλίμα όπου κάθε κράτος νιώθει ελεύθερο να επιβάλει το συμφέρον του χωρίς περιορισμούς. Αν δεν αντιμετωπιστεί, ο κίνδυνος είναι να οδηγηθούμε σε μια νέα εποχή αστάθειας που θυμίζει περισσότερο τη δεκαετία του 1930 παρά την «παγκοσμιοποιημένη» εποχή που υποτίθεται ότι ζούμε.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: