Δεν θα ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του τέως Γενικού Ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη σε σχέση με δημόσιες δηλώσεις και αναρτήσεις του, που αφορούσαν την απόφαση για την παύση του, ανακοίνωσε την Πέμπτη ο Γενικός Εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε, κάνει παράλληλα λόγο για «δεύτερη ευκαιρία» προς τον κ. Μιχαηλίδη, που συνοδεύεται από «ρητή προειδοποίηση» ότι δεν θα γίνει ανεκτή οποιαδήποτε επανάληψη διατύπωσης «ατεκμηρίωτων και προσβλητικών ισχυρισμών κατά της Δικαιοσύνης».
Ο ισχυρισμός του κ. Μιχαηλίδη ότι το αποτέλεσμα της απόφασης που αφορούσε στην παύση του ήταν γνωστό εκ των προτέρων, συνιστά «σαφή αμφισβήτηση της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας του Συμβουλίου και των Δικαστών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου», αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο κ. Σαββίδης, σημειώνοντας ωστόσο πως η περαιτέρω διερεύνηση δεν κατέστη εφικτή, καθώς οι ισχυρισμοί «παρέμειναν μετέωροι». Λέει επίσης πως η αδυναμία του κ. Μιχαηλίδη να τις τεκμηριώσει, η στάση του και το χρονικό πλαίσιο των αναφορών, τον αφήνουν «έκθετο» αναδεικνύοντας «το πραγματικό κίνητρό του πίσω από αυτές».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, αφορμή για τη διερεύνηση της υπόθεσης αποτέλεσαν οι δημόσιες δηλώσεις του κ. Μιχαηλίδη στην εκπομπή «Αιχμές» στις 20.5.2025, με ισχυρισμούς που άπτονταν της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του Συμβουλίου του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
«Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν δικαιολογημένη ανησυχία και ευρεία δημόσια συζήτηση, οδηγώντας μάλιστα το ίδιο το Συμβούλιο σε άμεση δημόσια παρέμβαση, με την οποία κάλεσε τον κ. Μιχαηλίδη να προσκομίσει στοιχεία και να συνδράμει στην πλήρη διερεύνηση των ισχυρισμών του», αναφέρεται.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η Αστυνομία κάλεσε τον κ. Μιχαηλίδη να καταθέσει και/ή να παραδώσει στοιχεία που τυχόν κατείχε, ώστε να διερευνηθούν οι σοβαροί ισχυρισμοί που είχε προβάλει δημοσίως «ωστόσο, η περαιτέρω διερεύνηση προς αυτήν την κατεύθυνση δεν κατέστη εφικτή, καθώς οι ισχυρισμοί του παρέμειναν μετέωροι, εφόσον δεν συνοδεύονταν από οποιοδήποτε αποδεικτικό υλικό ικανό να τους τεκμηριώσει».
«Η απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας που να στηρίζει τους ισχυρισμούς του κ. Μιχαηλίδη, σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα του περιεχομένου τους, κατέστησε αναπόφευκτη τη διερεύνηση εις βάρος του, ως προς το ενδεχόμενο διάπραξης του αδικήματος της καταφρόνησης Δικαστηρίου» αναφέρει, προσθέτοντας πως δόθηκαν οι δέουσες οδηγίες προς την Αστυνομία.
Συνεχίζει, λέγοντας ότι ο κ. Μιχαηλίδης, στο πλαίσιο της ανάκρισής του, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το Συμβούλιο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν συνιστά «Δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 44(1)(ε) του Ν.14/60, «θέση με την οποία διαφωνούμε».
«Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ενεργώντας υπό την ιδιότητά του ως Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 153.8 του Συντάγματος, κατά την κρίση μας συνιστά δικαστήριο υπό την ουσιαστική και λειτουργική έννοια του όρου. Η σύνθεσή του περιορίζεται αποκλειστικά σε Δικαστές του Δικαστηρίου, χωρίς τη συμμετοχή εξωθεσμικών προσώπων, ενώ η διαδικασία ενώπιον του είναι ρητώς δικαστικής φύσεως», σημειώνει.
Αναφέρει, επίσης, ότι η δεσμευτικότητα της απόφασης επεκτείνεται ακόμη και στον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μονολότι είναι το Ανώτατο Θεσμικό Όργανο της Πολιτείας και «συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί γνωμοδοτικό ή διοικητικό όργανο».
Περαιτέρω αναφέρει ότι με την ολοκλήρωση της διερεύνησης της υπόθεσης, η Νομική Υπηρεσία προέβη σε ενδελεχή αξιολόγηση του υλικού που εξασφαλίστηκε, περιλαμβανομένων όλων των δημόσιων δηλώσεων και αναρτήσεων του κ. Μιχαηλίδη, «με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσον πληρούνταν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος συμπεριλαμβανομένου της ‘σκανδαλώδους φύσεως’ πράξης, ήτοι η προσβολή του κύρους, της αμεροληψίας και της αξιοπιστίας του Δικαστηρίου».
Η αξιολόγησή μας, συνεχίζει ο κ. Σαββίδης «κατέληξε στο ότι για σκοπούς δίωξης υπάρχει επαρκής μαρτυρία που στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία του υπό διερεύνηση αδικήματος, καθότι συγκεκριμένες ατεκμηρίωτες δηλώσεις και αναρτήσεις του αμφισβητούν ευθέως την αμεροληψία και ανεξαρτησία του Συμβουλίου και των Δικαστών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου».
Οι εν λόγω δηλώσεις και αναρτήσεις του κ. Μιχαηλίδη περιέχουν «βαρύτατους υπαινιγμούς περί έλλειψης ανεξαρτησίας, αμεροληψίας και νομιμότητας της δικαστικής διαδικασίας και των δικαστών», συμπληρώνει.
Ειδικότερα, προσθέτει, ο ισχυρισμός του ότι το αποτέλεσμα της απόφασης που αφορούσε στην παύση του ήταν γνωστό εκ των προτέρων, συνιστά «σαφή αμφισβήτηση της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας του Συμβουλίου και των Δικαστών του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου».
Επιπλέον, σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα, η αναφορά του κ. Μιχαηλίδη σε κρατικό αξιωματούχο που φέρεται να ανήκει στο στενό περιβάλλον του Προέδρου της Δημοκρατίας καθιστά τις δηλώσεις του ακόμη πιο επιβαρυντικές, καθώς «δημιουργεί την εντύπωση εμπλοκής του εν λόγω Συμβουλίου και των Δικαστών σε υποτιθέμενη πολιτική διαπλοκή και εκτροπή από την απονομή ανεπηρέαστης δικαιοσύνης με μια ‘στημένη’ δίκη και προαποφασισμένη την κατάληξη».
«Η αναφορά του, περαιτέρω, ότι το αποτέλεσμα της δικαστικής απόφασης για την απόλυσή του δεν ήταν 8-0 αλλά 12-0, με την ένταξη στους ‘αποφασίζοντες’ του νυν και του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς και του Γενικού και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, εμπεριέχει σαφή και σοβαρό υπαινιγμό περί ύπαρξης συνεννόησης/συνωμοσίας και εξωτερικής παρέμβασης στην εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου» συνεχίζει.
«Ο κ. Μιχαηλίδης, με τη στάση του, επέδειξε έλλειψη σεβασμού τόσο προς το θεσμικό αξίωμα που κατείχε όσο και προς το κύρος της Πολιτείας που υπηρέτησε. Ως πρόσωπο που υπηρέτησε σε κορυφαία θεσμική θέση, είχε αυξημένη υποχρέωση να τοποθετείται με υπευθυνότητα και πλήρη τεκμηρίωση. Η επιλογή του, αντί τούτου, να διατυπώσει ατεκμηρίωτους και προσβλητικούς ισχυρισμούς κατά της Δικαιοσύνης, συνιστά όχι μόνο ευθεία προσβολή προς τους θεσμούς αλλά και πλήρη ανακολουθία με τη θεσμική ιδιότητα που κατείχε και την αυξημένη ευθύνη που αυτή επέβαλλε» αναφέρεται στην ανακοίνωση του Γενικού Εισαγγελέα.
Ανεξαρτήτως όμως της θέσης μας ότι υπάρχει επαρκής μαρτυρία για δίωξη, συνεχίζει ο κ. Σαββίδης, προχωρήσαμε να εξετάσουμε κατά πόσον αυτή ενδείκνυται υπό τις περιστάσεις. Ως είθισται, συνεκτιμήσαμε όλους τους σχετικούς παράγοντες, καθώς και όλα τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση αυτή.
«Πέραν του ότι οι δημόσιες δηλώσεις και αναρτήσεις του κ. Μιχαηλίδη έχουν ήδη τύχει ευρείας δημόσιας αποδοκιμασίας, τόσο σε πολιτικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο, λαμβανομένης υπόψην της αδυναμίας του να τις τεκμηριώσει, η στάση του αυτή αλλά και το χρονικό πλαίσιο και ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε να προβεί στις συγκεκριμένες αναφορές, αφήνουν τον ίδιο έκθετο, αναδεικνύοντας το πραγματικό κίνητρό του πίσω από αυτές» προσθέτει.
Εκφράζεται ακολούθως η εκτίμηση ότι σε μεταγενέστερες δημόσιες τοποθετήσεις του σε διάφορες εκπομπές, που περιλήφθηκαν στο μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης «ο κ. Μιχαηλίδης επιχείρησε δημόσια να ανασκευάσει τα όσα είχε προηγουμένως δηλώσει».
«Από τις δηλώσεις αυτές θεωρούμε ότι ο κ. Μιχαηλίδης, αναγνωρίζοντας προφανώς το επιλήψιμο των προηγούμενων ισχυρισμών του, επιχείρησε να επεξηγήσει δημοσίως πως οι δηλώσεις του δεν στρέφονταν κατά του Δικαστηρίου και ότι ο ίδιος ήθελε να προσδώσει μία πολιτική χροιά στο ζήτημα που ανέδειξε, που αφορούσε στην αίτηση για απόλυσή του» προστίθεται.
Αναφέρεται πως «το αδίκημα της καταφρόνησης Δικαστηρίου σκοπό έχει να προστατεύσει το κύρος των φορέων της Δικαιοσύνης και του έργου του Δικαστηρίου. Η προσπάθεια του κ. Μιχαηλίδη να πλήξει το Δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε απόφαση που οδήγησε στην απόλυσή του, απέτυχε, αφήνοντας τον σοβαρά εκτεθειμένο γιατί δεν τεκμηρίωσε κανέναν από τους ισχυρισμούς του».
Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη τις μετέπειτα δηλώσεις του και την προσπάθεια ανασκευής από τον ίδιο των όσων λέχθηκαν προηγουμένως, καθώς και τον κίνδυνο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όξυνσης του δημόσιου κλίματος με μετατόπιση της δημόσιας συζήτησης από την ουσία της υπόθεσης, δηλαδή την ανάγκη διαφύλαξης του κύρους και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, «αποφασίσαμε να μην ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του κ. Μιχαηλίδη», σημειώνει ο Γενικός Εισαγγελέας.
«Η απόφασή μας για μη άσκηση ποινικής δίωξης συνιστά μια δεύτερη ευκαιρία που παρέχεται στον κ. Μιχαηλίδη, συνοδευόμενη όμως από ρητή προειδοποίηση ότι δεν θα γίνει ανεκτή οποιαδήποτε επανάληψη παρόμοιων επιλήψιμων συμπεριφορών ή διατύπωσης εκ νέου των ίδιων ατεκμηρίωτων και προσβλητικών ισχυρισμών κατά της Δικαιοσύνης» προσθέτει.
Αναφέρει πως η ελευθερία της έκφρασης είναι απολύτως σεβαστή και αποτελεί θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα, αλλά «σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγεί σε συμπεριφορές που υπερβαίνουν τα όρια και καταλήγουν να πλήττουν το κύρος και την αξιοπιστία της Δικαιοσύνης, που καθήκον μας είναι να προστατεύουμε».
Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι πρόσωπα με δημόσια θέση και ευρεία επιρροή φέρουν αυξημένη ευθύνη όταν προβαίνουν σε δηλώσεις που άπτονται του κύρους και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, αναφέρει και συμπληρώνει πως ισχυρισμοί που διατυπώνονται χωρίς τεκμηρίωση μπορούν να πλήξουν σοβαρά τη δημόσια εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Αναφορικά με την εκφρασθείσα δυσαρέσκεια δημοσιογράφων για τον τρόπο διερεύνησης της υπόθεσης με την υποβολή σε αυτούς ερωτημάτων τα οποία δεν ήταν αναγκαία για σκοπούς της συγκεκριμένης διερεύνησης, ο Γενικός Εισαγγελέας λέει ότι «έχουμε προβεί σε ανάλογες συστάσεις προς την Αστυνομία για μελλοντικές έρευνες παρόμοιων υποθέσεων, για ορθότερο χειρισμό και αποφυγή μη αναγκαίων ενεργειών, σεβόμενοι τη δημοσιογραφική ιδιότητα και την ελευθερία του Τύπου, αρχές που συνιστούν θεμελιώδεις εγγυήσεις σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου και οι οποίες πρέπει να διαφυλάσσονται κατά τη διεξαγωγή ποινικών ερευνών».
πηγή: ΚΥΠΕ