Στις νέες, ρευστές συνθήκες που διαμορφώνονται μετά τη σύνοδο Τραμπ – Πούτιν στην Αλάσκα στις 15 Αυγούστου 2025, όλα τα βλέμματα στρέφονται στην Ουάσιγκτον. Η επίσκεψη του Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο, συνοδεία κορυφαίων Ευρωπαίων ηγετών και της ηγεσίας του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι μία πράξη που θα αποφέρει την τυπική διπλωματική φωτογραφία. Είναι μια προσπάθεια να επαναπροσδιοριστεί, εν μέσω αντιφατικών μηνυμάτων από την Ουάσιγκτον, το πλαίσιο ασφάλειας για την Ουκρανία και, κατ’ επέκταση, για ολόκληρη την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας. Το πολιτικό διακύβευμα είναι αν οι συνομιλίες της Δευτέρας στο Οβάλ Γραφείο θα βάλουν τις βάσεις για μια δίκαιη ειρήνη ή αν θα παγιώσουν έναν επώδυνο συμβιβασμό πάνω στις γραμμές του μετώπου.
Το κλίμα διαμορφώθηκε από την αμφιλεγόμενη συνάντηση στην Αλάσκα. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ φέρεται να μετακινήθηκε από την θέση για άμεση κατάπαυση του πυρός προς μια τελική συμφωνία, όπως επιθυμούσε ο Πρόεδρος της Ρωσίας, που θα περιλαμβάνει παραχωρήσεις εδαφών από την Ουκρανία, ιδίως στο Ντονμπάς. Η Μόσχα, με τη σειρά της, παρουσιάστηκε αμετακίνητη στις μακροχρόνιες αξιώσεις της: αναγνώριση των τετελεσμένων στην ανατολική Ουκρανία και «βέτο» στην προοπτική ένταξης του Κιέβου στο ΝΑΤΟ. Η ρωσική ανάγνωση της συνόδου μίλησε για «στροφή» των ΗΠΑ, τροφοδοτώντας την εντύπωση πως ο Πούτιν κερδίζει διπλωματικό έδαφος χωρίς να υποχωρεί στρατιωτικά.
Σε αυτό το σκηνικό, η αποστολή Ζελένσκι στην Ουάσιγκτον έχει δύο άξονες. Πρώτον, να αποσαφηνιστεί τι είδους εγγυήσεις ασφάλειας είναι διατεθειμένες να προσφέρουν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι. Ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ, Στιβ Γουίτκοφ, μίλησε δημόσια για μια «προστασία τύπου Άρθρου 5» – δηλαδή για μια συλλογική δέσμευση αντίδρασης σε περίπτωση νέας επίθεσης εναντίον της Ουκρανίας, χωρίς όμως πλήρη ένταξη στο ΝΑΤΟ. Αν και η διατύπωση αφήνει περιθώριο ερμηνειών, αποτελεί τη σαφέστερη μέχρι τώρα ένδειξη ότι η Ουάσιγκτον αναζητεί υβριδικές λύσεις ασφαλείας, πέρα από το δίπολο «ένταξη – μη ένταξη».
Δεύτερον, να παρουσιαστεί μια ενιαία ευρωπαϊκή γραμμή στο πλευρό του Κιέβου. Γερμανία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία και Φινλανδία, μαζί με την πρόεδρο της Κομισιόν και τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, πλαισιώνουν τον Ζελένσκι στην Ουάσιγκτον, στέλνοντας μήνυμα ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν διαπραγματεύεται ερήμην της Ευρώπης. Ο Εμανουέλ Μακρόν υπενθύμισε ότι «αν δείξουμε αδυναμία σήμερα απέναντι στη Ρωσία, σπέρνουμε το έδαφος για μελλοντικές συγκρούσεις», ενώ το Βερολίνο μιλά για συνέχιση των κυρώσεων και στήριξη σε «διαρκή» ειρήνη με σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας.
Την ίδια ώρα, ο Τραμπ έχει εκπέμψει σαφές μήνυμα στο θέμα του ΝΑΤΟ: «Καμία ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ». Η θέση αυτή, ανεξάρτητα από τις αιτιολογήσεις της Ουάσιγκτον, αλλάζει δραματικά την ψυχολογία των διαπραγματεύσεων. Από τη μια, θα μπορούσε να θεωρηθεί πως διευκολύνει έναν συμβιβασμό με τη Μόσχα, ικανοποιώντας μια από τις πάγιες αξιώσεις της. Από την άλλη, αφαιρεί από το Κίεβο έναν βασικό μοχλό αποτροπής για την «επόμενη ημέρα», αν δεν συνοδευτεί από δεσμευτικούς μηχανισμούς ασφαλείας που να λειτουργούν αποτρεπτικά όπως η Συμμαχία. Παράλληλα, πληροφορίες μετά τη σύνοδο αναφέρουν ότι ο Πούτιν δεν περιορίζει τις απαιτήσεις του, επιδιώκοντας περισσότερα εδάφη στην ανατολική Ουκρανία, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη και έναν προσωρινό συμβιβασμό.
Το Κίεβο, πάντως, δείχνει σταθερό σε δύο κόκκινες γραμμές: καμία «ανταλλαγή γης για ειρήνη» και βάση συνομιλιών η τρέχουσα γραμμή επαφής, μόνο ως εκκίνηση διαδικασίας κι όχι ως αναγνώριση μόνιμων τετελεσμένων. Ο Ζελένσκι υπενθυμίζει ότι το ουκρανικό Σύνταγμα απαγορεύει την εκχώρηση εδαφών, ενώ πολιτικά ένα τέτοιο βήμα θα έθετε σε δοκιμασία την κοινωνική συνοχή και την κυβερνητική νομιμοποίηση. Σε στρατηγικό επίπεδο, η απώλεια πόλεων – κλειδιών στο Ντονμπάς θα άφηνε τη χώρα ευάλωτη σε μελλοντικούς εκβιασμούς και θα υπονόμευε την οικονομική της ανάκαμψη.
Με αυτά τα δεδομένα, η ουσία των συνομιλιών στην Ουάσιγκτον δεν είναι μόνο «αν» θα υπάρξει συμφωνία, αλλά «τι χαρακτήρα» θα έχει. Ένα πακέτο «τύπου Άρθρου 5» θα πρέπει να απαντά σε τρία πρακτικά ερωτήματα: (α) ποιος θα ενεργοποιεί τον μηχανισμό και με ποια κριτήρια περί «επίθεσης», (β) ποια θα είναι η μορφή της αντίδρασης (στρατιωτική παρουσία, αεράμυνα, πληροφορίες, οικονομικά μέτρα), και (γ) πώς θα διασφαλιστεί η συνέχεια σε βάθος χρόνου, ανεξάρτητα από εκλογικούς κύκλους και πολιτικές εναλλαγές. Χωρίς σαφείς απαντήσεις, οι διακηρύξεις αποτροπής κινδυνεύουν να μοιάζουν με πολιτικές υποσχέσεις περιορισμένης αξιοπιστίας.
Παράλληλα, οι Ευρωπαίοι εταίροι εξετάζουν σχήματα «συμμαχίας των προθύμων» για την ενίσχυση της ουκρανικής ασφάλειας και την υποστήριξη μιας πιθανής εκεχειρίας επί του πεδίου, εφόσον υπάρξει πολιτικό πλαίσιο. Η συμμετοχή πολλών ευρωπαϊκών κρατών δίνει πλάτος και αντοχή, αλλά απαιτεί συντονισμό: κοινά πρότυπα εκπαίδευσης, διαλειτουργικότητα, σταθερή χρηματοδότηση και νομικά πλαίσια που θα επιτρέπουν γρήγορες αποφάσεις. Αν αυτό το ευρωπαϊκό «πακέτο» κουμπώσει λειτουργικά με τις αμερικανικές εγγυήσεις, τότε η συνολική αρχιτεκτονική θα αποκτήσει βάθος που μπορεί να αποτρέψει νέα κλιμάκωση.
Βεβαίως, η πολιτική δυναμική στις ΗΠΑ παραμένει καθοριστικός παράγοντας. Μετά την Αλάσκα, ο Λευκός Οίκος απέφυγε να μιλήσει για άμεση εκεχειρία, ενώ διέρρευσαν εισηγήσεις για «τελικό πακέτο» που θα έκλεινε τον πόλεμο με ανταλλάγματα. Ωστόσο, αν κάτι φάνηκε καθαρά τις τελευταίες ημέρες, είναι ότι ούτε το Κίεβο ούτε οι Ευρωπαίοι αποδέχονται λύση που μοιάζει με «νέα Γιάλτα» – δηλαδή με επιβράβευση της επιθετικότητας. Η κοινή εμφάνιση στην Ουάσιγκτον θέλει να ασκήσει ήπια αλλά απτή πίεση στις ΗΠΑ, ώστε να μην καταλήξει η διπλωματία σε μια συμφωνία που θα σπείρει τους σπόρους ενός επόμενου πολέμου.
Στρατιωτικά, ο χρόνος δεν είναι ουδέτερος. Η Ρωσία επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει τις πρόσφατες προωθήσεις στο ανατολικό μέτωπο, ενώ η Ουκρανία επενδύει σε αεράμυνα, κρούση μεγάλου βεληνεκούς και ανθεκτικότητα υποδομών ενέργειας. Σε αυτό το πλαίσιο, μια «παγωμένη» σύγκρουση χωρίς στιβαρές εγγυήσεις θα έδινε στη Μόσχα ανάσες ανασύνταξης. Αντιθέτως, μια διαδικασία που θα συνδυάζει εκεχειρία, επαληθεύσιμους μηχανισμούς ασφαλείας και προοπτική δικαίου για τα κατεχόμενα εδάφη θα μπορούσε να απομειώσει το κίνητρο της Ρωσίας για νέα κλιμάκωση, επιτρέποντας στο Κίεβο να ανασυγκροτηθεί.
Η επικοινωνιακή διάσταση επίσης μετράει. Η αντίληψη ότι «η Δύση κουράστηκε» τροφοδοτεί την προπαγάνδα του Κρεμλίνου. Αν οι συνομιλίες στο Οβάλ παράγουν ένα συνεκτικό αφήγημα – συνδυασμό σκληρής αποτροπής και ανοιχτής πόρτας για έντιμη ειρήνη – τότε η Ουκρανία δεν θα κερδίσει μόνο διπλωματικά, αλλά και στο πεδίο της κοινής γνώμης. Κι εδώ η ευρωπαϊκή παρουσία στην Ουάσιγκτον λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής ισχύος: δείχνει ότι το ζήτημα δεν είναι διμερές ΗΠΑ – Ρωσίας, αλλά αφορά τον πυρήνα της διεθνούς τάξης δικαίου στην ήπειρό μας.
Τι θα σήμαινε, λοιπόν, μια «επιτυχία» τη Δευτέρα; Όχι αναγκαστικά μια υπογραφή. Αλλά μια καθαρή, δημόσια διατύπωση των βασικών αρχών: (1) ρητή απόρριψη της αλλαγής συνόρων δια της βίας, (2) λειτουργικό πλαίσιο εγγυήσεων που να προσφέρει αποτροπή σήμερα και όχι αόριστα «αύριο», (3) διαδρομή προς επανένταξη της Ουκρανίας στην ευρωπαϊκή οικονομία με μακροχρόνια χρηματοδότηση ανοικοδόμησης και (4) μηχανισμοί επιτήρησης/επαλήθευσης ώστε κάθε παραβίαση να έχει συνέπειες. Με τέτοια θεμέλια, οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να μετακινηθούν από την «πύρρειο ειρήνη» σε μια προοπτική δίκαιης και διατηρήσιμης λύσης.
Στον αντίποδα, μια «λύση» που θα επιβραβεύει την κατοχή εδαφών και θα αποκλείει την Ουκρανία από αξιόπιστες εγγυήσεις θα ισοδυναμούσε με πρόσκληση για νέα κρίση σε λίγα χρόνια. Η ιστορία διδάσκει ότι οι ετεροβαρείς συμβιβασμοί σπάνια κλείνουν πραγματικά τους πολέμους∙ απλώς τους αναστέλλουν. Γι’ αυτό και, παρά τον πειρασμό μιας γρήγορης πολιτικής «νίκης», η ευθύνη των ηγετών σήμερα είναι να οικοδομήσουν ένα πλαίσιο που να αντέχει στον χρόνο. Με όρους ουσίας και όχι μόνο συμβολισμού, οι σημερινές συνομιλίες στην Ουάσιγκτον ίσως αποδειχθούν πολύ σημαντικότερες από τη «στιγμή Αλάσκα». Κι αν αποτυπώσουν έναν αξιόπιστο οδικό χάρτη ασφάλειας, θα έχουν κάνει το κρίσιμο βήμα ώστε η ειρήνη να μη μοιάζει με ανακωχή, αλλά με αρχή μιας νέας, σταθερότερης τάξης στην Ευρώπη.