Λόγω της συζήτησης που έχει προκύψει για την ανάκληση οχημάτων λόγω προβληματικών εξαρτημάτων, το παρόν αναφέρεται στην ευθύνη των μεταπωλητών αυτοκινήτων για ελαττωματικά εξαρτήματα. Υπάρχει σαφές νομικό πλαίσιο που οριοθετεί την ευθύνη μεταπωλητών σε αυτές τις περιπτώσεις, ως συνυπεύθυνες με τις κατασκευάστριες εταιρείες για ελαττωματικά εξαρτήματα.
Υπάρχει πρωτίστως η αντικειμενική ευθύνη του παραγωγού μέσα από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ασφάλεια που αποτελεί κοινοτικό κεκτημένο και αναφέρεται στην ευθύνη ανεξαρτήτως του πταίσματος του παραγωγού. Η έννοια του παραγωγού περιλαμβάνει τον κατασκευαστή ενός τελικού προϊόντος, τον παραγωγό κάθε πρώτης ύλης ή τον κατασκευαστή ενός συστατικού (π.χ. εξαρτήματα ενός αυτοκίνητου, όπως οι αερόσακοι κ.ο.κ.) καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό του σημείο. Η έννοια του ελαττωματικού προϊόντος περιλαμβάνει, ειδικά, προϊόντα που δεν παρέχουν την ασφάλεια που δικαιούται κανείς να αναμένει.
Σε μια απόφαση ορόσημο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 19 Δεκεμβρίου 2024 (Απόφαση του Δικαστηρίου στην Υπόθεση C-157/23, Ford Italia), το Δικαστήριο αποφάσισε σε προδικαστική παραπομπή σε σχέση με την ευθύνη παραγωγού και προμηθευτή ελαττωματικού προϊόντος, ερμηνεύοντας το Άρθρο 3, Παράγραφος 1 της Οδηγίας 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων, για την έννοια του προσώπου που εμφανίζεται ως παραγωγός (προμηθευτών / μεταπωλητών). Στη βάση της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η έννοια του «παραγωγού» περιλαμβάνει τόσο τον κατασκευαστή, αλλά και τον εισαγωγέα και τον μεταπωλητή του αυτοκινήτου (ισχύει και για άλλα προϊόντα). Ειδικότερα, η σχετική Οδηγία αναφέρει ότι οποιοσδήποτε εισάγει στην Ευρώπη ένα προϊόν για πώληση, μίσθωση, leasing ή οποιαδήποτε άλλη μορφή διανομής στα πλαίσια της εμπορικής του δραστηριότητας, θεωρείται ως παραγωγός και υπέχει ευθύνη παραγωγού.
Στην Υπόθεση C-157/23, ο αιτητής ΖΡ αγόρασε αυτοκίνητο μάρκας Ford από την Stracciari, αντιπρόσωπο της μάρκας αυτής εγκατεστημένη στην Ιταλία. Το επίμαχο όχημα είχε κατασκευαστεί από τη Ford WAG, με έδρα την Γερμανία και στη συνέχεια παραδόθηκε στην Stracciari μέσω της Ford Italia, η οποία διανέμει τα οχήματα που κατασκευάζει η Ford WAG. Ο αιτητής ενεπλάκη αργότερα σε τροχαίο ατύχημα κατά τη διάρκεια του οποίου δεν λειτούργησε ο αερόσακος του οχήματος. Κατόπιν τούτου, ο ΖΡ άσκησε αγωγή κατά των Stracciari και Ford Italia για τον ελαττωματικό αερόσακο, με την Ford Italia να υποστηρίζει ενώπιον του πρωτοδικείου της Μπολόνιας ότι δεν είχε κατασκευάσει το επίμαχο όχημα και άρα δεν έφερε ευθύνη. Τόσο το πρωτόδικο δικαστήριο όσο και το εφετείο έκριναν ότι ο προμηθευτής (Ford Italia) επείχε ευθύνης έστω και αν δεν ήταν ο κατασκευαστής του οχήματος. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλίας παράπεμψε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ερμηνεία του όρου «παραγωγού» στη βάση της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεύοντας την σχετική Οδηγία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης υιοθέτησε ευρεία ερμηνεία της έννοιας του «παραγωγού», προκειμένου να προστατεύσει τον καταναλωτή. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέφερε ότι η προστασία του καταναλωτή απαιτεί να στοιχειοθετείται η ευθύνη «κάθε προσώπου» που εμφανίζεται ως παραγωγός επιθέτοντας στο προϊόν την επωνυμία, το σήμα ή κάθε άλλο διακριτικό σημείο του, υπό τους ίδιους όρους με την ευθύνη του «πραγματικού» παραγωγού. Επιπλέον, προκύπτει ότι η ευθύνη του προσώπου που εμφανίζεται ως παραγωγός δεν διαφέρει από την ευθύνη του «πραγματικού» παραγωγού και ότι ο καταναλωτής μπορεί να επιλέξει ελεύθερα να αξιώσει την πλήρη αποκατάσταση της ζημίας από καθέναν από αυτούς αδιακρίτως, δεδομένου ότι η ευθύνη τους είναι αλληλέγγυα. Επί του προδικαστικού ερωτήματος, το Δικαστήριο κατέληξε στο ότι ο προμηθευτής ελαττωματικού προϊόντος πρέπει να θεωρηθεί «πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός» του προϊόντος, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν ο προμηθευτής δεν έχει επιθέσει υλικώς την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό σημείο του στο εν λόγω προϊόν, αλλά το σήμα το οποίο ο παραγωγός έχει θέσει επ’ αυτού συμπίπτει, αφενός, με την επωνυμία του προμηθευτή ή με διακριτικό στοιχείο αυτής και, αφετέρου, με την επωνυμία του παραγωγού.