Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Kövesi κατά Ρουμανίας(3594/19, 5.5.2020) αφορούσε στην πρόωρη λήξη της θητείας της Λάουρα Κόβεσι ως επικεφαλής εισαγγελέως της Εθνικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Διαφθοράς (DNA) στη Ρουμανία. Η υπόθεση ανέδειξε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης όταν τα πολιτικά συμφέροντα συγκρούονται με την εισαγγελική αυτονομία.
Τα σχετικά γεγονότα περιγράφονται ενδεικτικά πιο κάτω και συσχετίζονται με το καθ’ ύλην θέμα ως ακολούθως: Το 2013, η Λάουρα Κόβεσι διορίστηκε ως επικεφαλής εισαγγελέας της DNA, με σκοπό την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η θητεία της ανανεώθηκε το 2016 ύστερα από θετική σύσταση του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστικής Εξουσίας (CSM) της Ρουμανίας. Το πολιτικό τοπίο άλλαξε μετά τις εκλογές του 2016, οδηγώντας σε μια νέα κυβέρνηση που ξεκίνησε δικαστικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες προκάλεσαν εκτεταμένη εσωτερική και διεθνή κριτική. Η Κόβεσι άσκησε δημόσια κριτική για αυτές τις μεταρρυθμίσεις, εστιάζοντας στις πιθανές συνέπειές τους για την αδυναμία της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.
Τον Φεβρουάριο του 2018, ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Ρουμανίας πρότεινε την απομάκρυνσή της, επικαλούμενος την δημόσια κριτική που είχε ασκήσει στις μεταρρυθμίσεις. Το CSM, που είναι αρμόδιο για τους δικαστικούς διορισμούς και τις πειθαρχικές ποινές, απέρριψε την πρόταση του Υπουργού, και ο Πρόεδρος της Ρουμανίας αρνήθηκε να την εφαρμόσει. Αυτό οδήγησε σε συνταγματική κρίση, με το Συνταγματικό Δικαστήριο να αποφασίζει ότι ο Πρόεδρος είχε υποχρέωση να εκδώσει διάταγμα για την απομάκρυνσή της. Στις 9 Ιουλίου 2018, η Κόβεσι απολύθηκε με προεδρικό διάταγμα.Η Κόβεσι αμφισβήτησε την απόλυση, υποστηρίζοντας ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματά της βάσει του Άρθρου 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και του Άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΣΔΑ).
Τα κεντρικά νομικά θέματα που προκύπτουν από την εν λόγω προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περιλαμβάνουν τα κάτωθι σχετικά:
Το Δικαστήριο εξέτασε αν παραβιάστηκε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο της Κόβεσι στη βάση του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Κεντρικό ζήτημα ήταν αν η απομάκρυνσή της μπορούσε να ανασκοπηθεί δικαστικά και αν τέτοια ανασκόπηση ήταν αποτελεσματική. Το Δικαστήριο εφάρμοσε τις αρχές που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Vilho Eskelinen και Άλλοι κατά Φινλανδίας (63235/00, 19.4.2007), οι οποίες καθορίζουν δύο προϋποθέσεις για τον αποκλεισμό διαφορών που αφορούν δημόσιους υπαλλήλους από την προστασία του Άρθρου 6, ήτοι (1) το εγχώριο δίκαιο πρέπει να αποκλείει ρητά την πρόσβαση σε δικαστήριο για τη θέση που τίθεται υπό αμφισβήτηση, και (2) αυτός ο αποκλεισμός πρέπει να δικαιολογείται από επιτακτικά συμφέροντα του κράτους.
Εφαρμόζοντας τα πιο πάνω σχετικά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέληξε στα συμπεράσματα, όσον αφορά στο Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ ότι το ρουμανικό δίκαιο δεν προέβλεπε ρητό αποκλεισμό της δικαστικής ανασκόπησης για τους εισαγγελείς. Αντιθέτως, το νομικό πλαίσιο επέτρεπε στους εισαγγελείς να αμφισβητούν τις αποφάσεις που επηρεάζουν τις καριέρες τους. Όσον αφορά στη δεύτερη προϋπόθεση της υπόθεσης Eskelinen, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν πληρούταν, καθώς η δικαστική εποπτεία των αποφάσεων απόλυσης υψηλόβαθμων εισαγγελέων ήταν απαραίτητη για να αποτραπεί η εκτελεστική αυθαιρεσία. Αξιολογώντας την παράβαση την οποία εντόπισε, το ΕΣΔΑ ανέφερε σχετικά ότι ηαιτήτρια στην προκείμενη περίπτωση δεν είχε πρόσβαση σε έναν αποτελεσματικό δικαστικό μηχανισμό για να αμφισβητήσει την απομάκρυνσή της στην ουσία.Αν και τα διοικητικά δικαστήρια μπορούσαν θεωρητικά να ανασκοπήσουν το προεδρικό διάταγμα, η ανασκόπηση περιοριζόταν στη διαδικαστική νομιμότητα, αποκλείοντας τη διερεύνηση ουσιαστικών ζητημάτων, όπως τα κίνητρα για την απομάκρυνσή της.Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ουσιαστικά απέκλεισε οποιαδήποτε ουσιαστική ανασκόπηση της απόλυσης, στερώντας από την Κόβεσι τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τις κατηγορίες εναντίον της σε δικαστικό φόρουμ.
Σε σχέση με το Άρθρο 6 ΕΣΔΑ, το ΕΔΑΔ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποτυχία του κράτους να παρέχει στην Κόβεσι πρόσβαση σε αποτελεσματική νομική αποκατάσταση προσέβαλε την ουσία του δικαιώματός της να έχει πρόσβαση σε δικαστήριο, παραβιάζοντας το Άρθρο 6.
Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο που επικαλέστηκε η αιτήτρια, ήτοι τοις αφορώσι του Άρθρου 10 ΕΣΔΑ (Ελευθερία της Έκφρασης), το ΕΔΑΔ εξέτασε αν η απομάκρυνση της Κόβεσι συνιστούσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης, ιδιαίτερα όσον αφορά την δημόσια κριτική που άσκησε για τις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης. Σχετικά, καταγράφεται ότι η απομάκρυνση συνδέθηκε άμεσα με τις δηλώσεις που έκανε η Κόβεσι με την επίσημη ιδιότητά της, αναφορικά με τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που επηρεάζουν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.Το Δικαστήριο τόνισε τη σημασία προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης των δημόσιων λειτουργών, ιδιαίτερα αυτών που εκτελούν δικαστικά καθήκοντα, καθώς οι απόψεις τους είναι αναπόσπαστο μέρος της δημόσιας συζήτησης για το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία. Όσον αφορά στη νομιμότητα και αναλογικότητα της κρατικής παρέμβασης, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι δεν προσδιορίστηκε κανένας νόμιμος σκοπός για την απομάκρυνση της αιτήτριας. Η κυβέρνηση απέτυχε να αποδείξει πώς το μέτρο προωθούσε το κράτος δικαίου ή άλλα δημόσια συμφέροντα, αναφέροντας ότι οι δηλώσεις της Κόβεσι ήταν επαγγελματικές, επικεντρωμένες στις πιθανές επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων στη δικαιοσύνη και απαλλαγμένες από προσωπικές επιθέσεις ή πολιτικά κίνητρα. Ήταν σαφώς εντός των ορίων της αποδεκτής κριτικής για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Επιπρόσθετα, ως τονίστηκε στην σχετική απόφαση του Δικαστηρίου, η απομάκρυνση υπονόμευσε την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης στέλνοντας ένα αποτρεπτικό μήνυμα σε άλλους εισαγγελείς και δικαστές, αποθαρρύνοντάς τους από το να συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση για τις νομοθετικές αλλαγές. Αυτό το «εκφοβιστικό αποτέλεσμα» θεωρήθηκε ιδιαίτερα επιβλαβές σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Εν σχέση με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που αποτέλεσαν ουσιώδες μέρος της απόφασης, το Δικαστήριο επανέλαβε την διαπίστωσή του στο Άρθρο 6, σημειώνοντας την απουσία επαρκών δικαστικών εγγυήσεων που να προστατεύουν την Κόβεσι από την αυθαιρεσία της διαδικασίας απομάκρυνσης. Τέτοιες εγγυήσεις είναι κρίσιμες για να διασφαλιστεί ότι οι περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης δεν καταχρώνται.Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης της Κόβεσι δεν ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, παραβιάζοντας έτσι το Άρθρο 10.
Καταληκτικά, αναφέρεται ότι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην προκείμενη απόφαση επέχει ευρύτερων επιπτώσεων, υπογραμμίζοντας τη σχέση μεταξύ της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, της πρόσβασης σε δικαστικά μέσα και της ελευθερίας της έκφρασης σε δημοκρατικές κοινωνίες. Η απόφαση επιβεβαιώνει την αρχή ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι πρέπει να προστατεύονται από πολιτική παρέμβαση, ιδιαίτερα όταν τα επαγγελματικά τους καθήκοντα περιλαμβάνουν την καταπολέμηση της διαφθοράς ή την εξέταση κυβερνητικών ενεργειών. Καταγράφεται, παράλληλα, η αρχή ότι η διάκριση των εξουσιών σε δημοκρατικές κοινωνίες αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της εύρυθμης λειτουργίας τους όπου δεν υπάρχουν εκφοβιστικές συμπεριφορές, τονίζοντας το ρόλο και την σημασία της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία όμως επέχει συσχετισμού με άλλα ανθρώπινα δικαιώματα άλλων δρώντων, χωρίς να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι αυτό αποτελεί ένα ζωτικό εργαλείο για την προστασία των δημοκρατικών αρχών.