Ομιλία της Επιτρόπου Νομοθεσίας στην εκδήλωση του Νομικού Ομίλου του Πανεπιστημίου Κύπρου με τίτλο «Σύγχρονες Απαιτήσεις Σύγχρονη Νομοθεσία: Η ανάγκη για εκσυγχρονισμό της Κυπριακής Ποινικής Δικαιοσύνης»

Αρχικά θα ήθελα να συγχαρώ τους διοργανωτές της σημερινής εκδήλωσης για την επιλογή ενός τόσο σημαντικού θέματος και να τους ευχαριστήσω θερμά για την τιμητική πρόσκληση.

Η σημασία του θεσμού του Γραφείου Επιτρόπου Νομοθεσίας

Ο θεσμός του Επιτρόπου Νομοθεσίας αποτελεί τον πρώτο θεσμό Επιτρόπου, που καθιερώθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία, και δημιουργήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’ το 1971. Το Γραφείο Επιτρόπου Νομοθεσίας συνιστά ανεξάρτητη Υπηρεσία της Δημοκρατίας και βασίστηκε στα πρότυπα του Law Commission του Ηνωμένου Βασίλειου, όπως και άλλων χωρών της Κοινοπολιτείας.

Οι αρμοδιότητες του εκάστοτε Επιτρόπου καθορίζονται στην Πράξη διορισμού του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προς τον οποίο ο Επίτροπος είναι απευθείας υπεύθυνος και υπόλογος. Η Υπηρεσία ξεκίνησε αρχικά το έργο της ως «Υπηρεσία Αναθεωρήσεως και Ενοποιήσεως της Κυπριακής Νομοθεσίας», με κύρια αποστολή της τον εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου της χώρας. Βασικές αρμοδιότητες της Υπηρεσίας ήταν η αναθεώρηση και ενοποίηση της νομοθεσίας, καθώς και η μετάφρασή της στην ελληνική γλώσσα, δεδομένου ότι οι νόμοι της Δημοκρατίας ήταν ακόμα στην αγγλική γλώσσα.  Με την πάροδο του χρόνου και τις αυξανόμενες ανάγκες της κοινωνίας και του δικαίου, ο θεσμός εξελίχθηκε σημαντικά, καθότι διευρύνθηκαν οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντά του, με αποτέλεσμα τη μετονομασία του σε «Γραφείο Επιτρόπου Νομοθεσίας».

Αρμοδιότητες της Επιτρόπου Νομοθεσίας

Μια από τις κύριες αρμοδιότητες του Γραφείου Επιτρόπου Νομοθεσίας είναι να προβαίνει, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν οδηγιών του Προέδρου της Δημοκρατίας ή/και του Υπουργικού Συμβουλίου, στην ετοιμασία και υποβολή εισηγήσεων προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή/και σε οποιοδήποτε άλλο δημόσιο αξιωματούχο, όργανο, Αρχή, υπηρεσία ή πρόσωπο για θέματα που αφορούν το κυπριακό νομοθετικό πλαίσιο. Αυτές οι εισηγήσεις αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό, την απλοποίηση, τη συμπλήρωση, την ενοποίηση, την κωδικοποίηση ή/και την αναθεώρηση της εθνικής νομοθεσίας, καθώς επίσης και στην ενάσκηση οποιουδήποτε άλλου καθήκοντος ή αρμοδιότητας ανατεθούν στην Επίτροπο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή/και το Υπουργικό Συμβούλιο. Επιπλέον, το Γραφείο αναλαμβάνει τη σύνταξη νομοσχεδίων κατόπιν ανάθεσης από το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συνεργασία με άλλα Υπουργεία ή συμμετέχοντας σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές ή ακόμα και κατόπιν ανάθεσης από έναν Υπουργό.

Οι αρμοδιότητες του Γραφείου Επιτρόπου Νομοθεσίας δεν περιορίζονται μόνο στη νομοπαρασκευαστική εργασία και την αναθεώρηση του δικαίου. Μεταξύ άλλων, η Επίτροπος Νομοθεσίας μελετά το σύνολο των νόμων που ψηφίζει η Βουλή των Αντιπροσώπων, εντοπίζει και επισημαίνει τις υποχρεώσεις και ενέργειες που απορρέουν από αυτά τα νομοθετήματα και αφορούν το Υπουργικό Συμβούλιο, τους Υπουργούς, τους Ανεξάρτητους Αξιωματούχους και άλλες υπηρεσίες και τμήματα του κράτους, προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή τους. Στη συνέχεια, η Επίτροπος υποβάλλει σχετική ενημερωτική έκθεση στο Υπουργικό Συμβούλιο για την καλύτερη και ολιστική παρακολούθηση της υλοποίησης των νομοθετικών διατάξεων.

Επιπρόσθετα, η Επίτροπος Νομοθεσίας ετοιμάζει Εθνικές Εκθέσεις, τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία υποχρεούται να υποβάλλει, σύμφωνα με τις επικυρωθείσες Συμβάσεις Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης, και τις οποίες παρουσιάζει και υποστηρίζει κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον των αρμοδίων οργάνων των Ηνωμένων Εθνών (treaty bodies).

Συγκεκριμένα, το Υπουργικό Συμβούλιο, με την Απόφασή του αρ. 38.958 ημερομηνίας 25.02.1993, όρισε το Γραφείο Επιτρόπου Νομοθεσίας ως τον υπεύθυνο θεσμό για τον συντονισμό, τη σύνταξη, την παρουσίαση και υποστήριξη των εκθέσεων για αριθμό Συμβάσεων του ΟΗΕ:

  1. Διεθνές Σύμφωνο για Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (1966), (ICCPR),
  2. Διεθνές Σύμφωνο για Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (1966), (ICESCR),
  3. Διεθνής Σύμβαση για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Φυλετικής Διάκρισης (1965), (ICERD),
  4. Σύμβαση για την Εξάλειψη Όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών (1979), (CEDAW),
  5. Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989), (CRC)
  6. Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (1984), (CAT).

Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς ότι το Γραφείο Επιτρόπου Νομοθεσίας λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως εθνικός μηχανισμός συντονισμού της υποβολής και υποστήριξης εθνικών εκθέσεων στο πλαίσιο συμβάσεων του ΟΗΕ που προβλέπουν μια τέτοια διαδικασία, και τις οποίες έχει κυρώσει η Κυπριακή Δημοκρατία. Η σχέση της εργασίας αυτής με την αναθεώρηση του δικαίου θα επεξηγηθεί κατωτέρω.

Στο σημείο αυτό και για σκοπούς πληρότητας να σημειώσω ότι το Γραφείο Επιτρόπου Νομοθεσίας είναι υπεύθυνο και για τον συντονισμό και υποβολή εκθέσεων σε σχέση με δύο συμβάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, πάντα με τη συνεργασία των καθ’ ύλην αρμόδιων υπουργείων και τις συνεισφορές άλλων εμπλεκομένων.

Πρόκειται για:

  1. Τον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Περιφερειακών ή Μειονοτικών Γλωσσών (1992), (ECRML),
  2. Τη Σύμβαση Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης (1995), (FCPNM).

Τέλος, το Γραφείο Επιτρόπου Νομοθεσίας αναλαμβάνει τη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα και αντίστροφα, την ενοποίηση νόμων σε επίσημη έκδοση σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, τη μετάφραση διεθνών συμβάσεων στην ελληνική ή αγγλική γλώσσα και την καταγραφή των διμερών και πολυμερών συμβάσεων που είχε συνάψει ή συνάπτει η Δημοκρατία.

Aναθεώρηση του δικαίου και ο ρόλος του Γραφείου Επιτρόπου Νομοθεσίας

Η σημερινή ομιλία μου επικεντρώνεται σε μια εκ των αρμοδιοτήτων του Γραφείου μου, και ειδικότερα την αναθεώρηση και εκσυγχρονισμό του κυπριακού νομοθετικού πλαισίου. Ειδικότερα, το Γραφείο Επιτρόπου Νομοθεσίας αποτελεί μια νευραλγική υπηρεσία του κράτους, συμβάλλοντας στον συστηματικό εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση της κυπριακής νομοθεσίας. Μέσα από εισηγήσεις, αλλά και τη νομοπαρασκευαστική εργασία, επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι νομοθετικές διατάξεις ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας, προσφέροντας ουσιαστικά οφέλη στους πολίτες. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι για την αποτελεσματική άσκηση αυτής της αρμοδιότητας είναι απαραίτητη η συνεργασία και συνεννόηση με την εκτελεστική εξουσία που εκ του Συντάγματος προωθεί το νομοθετικό έργο δηλαδή, το νομοσχέδιο.

Ως προς τη μεθοδολογία της συγκεκριμένης εργασίας, το Γραφείο δύναται να εντοπίζει κενά ή αδυναμίες στη νομοθεσία, όπως για παράδειγμα νόμους απαρχαιωμένους ή νόμους που βρίσκονται σε αχρησία, ή είναι αντικρουόμενοι, καθώς και νόμους οι οποίοι χρήζουν ουσιαστικής ή τυπικής αναθεώρησης και να υποβάλλει χρήσιμες προτάσεις προς την εκτελεστική εξουσία.

Παραδείγματα εισηγήσεων που υποβλήθηκαν από το Γραφείο μου αποτελούν τα πιο κάτω:

  • Αυτεπάγγελτη εισήγηση προς την Υπουργό Παιδείας Αθλητισμού και Νεολαίας, για να προωθήσει τροποποίηση του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο του 1969 και να περιλάβει ανάλογη πρόνοια με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990, Ν.1/1990 που εισάχθηκε ως πειθαρχικό παράπτωμα όταν ο υπάλληλος επιδείξει συμπεριφορά, η οποία συνιστά σεξουαλική παρενόχληση ή παρενόχληση και επίσης ορίζει το τί αποτελεί την σεξουαλική παρενόχληση και τι την παρενόχληση (νόμος 64(Ι)/2023, ημερομηνίας 14/7/2023).
  • Διεξαγωγή μελέτης για το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις συναθροίσεις και τη χρήση κουκούλας σε δημόσιους χώρους, στο πλαίσιο Αυτεπάγγελτης εισήγησης προς την τέως Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Η εν λόγω μελέτη αναλύει το δικαίωμα της συνάθροισης στην Κυπριακή έννομη τάξη και περιλαμβάνει συγκριτική ανάλυση του ισχύοντος ρυθμιστικού πλαισίου σε άλλες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις. Τέλος, καταγράφονται τα συμπεράσματα σχετικά με τις καλύτερες πρακτικές ως προς την καλύτερη διασφάλιση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και γίνονται εισηγήσεις για τη βελτίωση της νομοθετικής ρύθμισης των δημόσιων συναθροίσεων στην Κύπρο.
  • Αυτεπάγγελτη εισήγηση προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως σχετικά με την αναγκαιότητα προσθήκης στη νομοθεσία του αδικήματος της παραμέλησης παιδιού, ενόψει της επικείμενης κατάργησης του περί Παιδιών Νόμου (Κεφ.352). Η εισήγηση του γραφείου μου περιλαμβάνει πρόταση για συμπερίληψη του εν λόγω αδικήματος στον Ποινικό Κώδικα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στη βάση της αρμοδιότητάς μου για υποβολή αυτεπάγγελτων εισηγήσεων για εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας, εντός του 2023 το Γραφείο προχώρησε στην εκπόνηση προκαταρκτικού καταλόγου, που υπέβαλε στην Προεδρία της Δημοκρατίας, με νόμους οι οποίοι χρήζουν αναθεώρησης.

Κατά την εκπόνηση συγκεκριμένων εργασιών σχετικά με την αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας, το Γραφείο μας πάντοτε προβαίνει σε ενδελεχή μελέτη και ευρεία διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς του κράτους. Παράλληλα, προσηλώνεται στην ανάγκη δημιουργίας ενός δικαιότερου και πιο σύγχρονου νομοθετικού πλαισίου, που να ανταποκρίνεται στις νέες τάσεις και ανάγκες της κοινωνίας, με βασικό στόχο την εξάλειψη των διακρίσεων, την ενίσχυση της προστασίας των πολιτών της κοινωνικής τους προστασίας και της διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η νομοπαρασκευαστική εργασία μπορεί να υλοποιείται και μέσω νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, στις οποίες συμμετέχουν κυρίως τεχνοκράτες και νομικοί της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, υπό τον συντονισμό και καθοδήγηση της Επιτρόπου Νομοθεσίας. Η συμβολή των επιτροπών αυτών είναι καθοριστική για την αναθεώρηση, καθώς παρέχουν την ευκαιρία διαμόρφωσης μίας ολοκληρωμένης και τεκμηριωμένης πρότασης προς την κυβέρνηση, επιλύοντας παράλληλα εξειδικευμένα ή τεχνικά θέματα συναφή προς το νομοσχέδιο. Για παράδειγμα, το διάστημα αυτό συζητείται στη Βουλή νομοσχέδιο που συντάξαμε με νομοπαρασκευαστική ομάδα, το οποίο αφορά τη βία και παρενόχληση στο χώρο εργασίας σε συμμόρφωση με σχετική σύμβαση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας.

Άλλο παράδειγμα αποτελεί η συμβολή του Γραφείου Επιτρόπου Νομοθεσίας στην αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου σχετικά με τις πυρκαγιές. Οι σχετικές νομοθετικές τροποποιήσεις που εισήχθησαν στόχευαν, μεταξύ άλλων, στην αυστηροποίηση των νόμων της Δημοκρατίας για την πρόκληση πυρκαγιών, αλλά και στην ευθυγράμμισή τους με την κυπριακή πραγματικότητα, ανταποκρινόμενες στις αυξημένες ανάγκες λόγω των ιδιαίτερων κλιματικών συνθηκών του τόπου. Επίσης, η διαφοροποίηση αδικημάτων αναλόγως του αποτελέσματος για λόγους αναλογικότητας.

Συναφής με την αναθεώρηση του δικαίου είναι και η αρμοδιότητα του Γραφείου μας να επισημαίνει στο κράτος τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τις διεθνείς του υποχρεώσεις, όπως αυτές πηγάζουν από τις διεθνείς συμβάσεις, τις οποίες έχει κυρώσει. Προς τούτο, οι καταληκτικές παρατηρήσεις των επιτροπών των Ηνωμένων Εθνών αποτελούν σημαντικό εργαλείο στην αναθεώρηση του δικαίου καθότι ο θεσμός λειτουργεί ως μεσάζοντας, που καθηκόντως μεταφέρει στο κράτος την ανάγκη εκσυγχρονισμού του δικαίου, ώστε να επιτευχθεί η συμμόρφωση με τις διεθνείς μας υποχρεώσεις.

Λόγοι για την αναθεώρηση ενός νομοθετήματος

Η αναθεώρηση της νομοθεσίας είναι μια σημαντική και όχι απλή διαδικασία που πρέπει να γίνεται, για να προσαρμοστεί το νομικό πλαίσιο μιας χώρας στις τρέχουσες ανάγκες και συνθήκες της κοινωνίας. Είναι δε κρίσιμη για την ευελιξία και την αποτελεσματικότητα του νομικού συστήματος.

Οι κύριοι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν σε αναθεώρηση ενός νόμου περιλαμβάνουν:

  • Αλλαγή κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών: Οι κοινωνίες εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου και οι ανάγκες των πολιτών αλλάζουν. Ένας νόμος που ήταν κατάλληλος στο παρελθόν μπορεί να μην εξυπηρετεί πια τις σημερινές ανάγκες και να απαιτείται επικαιροποίηση.
  • Νομικές ασάφειες ή κενά: Κάποιοι νόμοι μπορεί να έχουν ασαφή σημεία ή κενά, τα οποία οδηγούν σε ερμηνευτικά προβλήματα και δυσκολίες στην εφαρμογή τους. Η αναθεώρηση μπορεί να επιλύσει αυτά τα ζητήματα και να διασφαλίσει την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.
  • Δικαστικές αποφάσεις: Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Εφετείου, μπορούν να αναδείξουν αδυναμίες σε ένα νόμο. Σε αυτές τις περιπτώσεις η νομοθετική εξουσία δύναται να αναθεωρήσει το νομικό πλαίσιο, ώστε να καλυφθούν οι ελλείψεις και να προσαρμοστεί η σχετική νομοθεσία στις σύγχρονες απαιτήσεις, διασφαλίζοντας έτσι μεγαλύτερη νομική σαφήνεια και αποδοτικότητα.
  • Εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό ή διεθνές δίκαιο: Πολλές είναι οι φορές που απαιτείται αναθεώρηση νομοθεσιών λόγω των υποχρεώσεων μας που πηγάζουν από την ΕΕ ή από δεσμεύσεις μας από Συμβάσεις που έχουμε κυρώσει π.χ κατάργηση της θανατικής ποινής, σύνταξη νομοθεσίας για την ενδοοικογενειακή βία και βία κατά των γυναικών σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης.
  • Αντιμετώπιση νέων προκλήσεων: Νέες κοινωνικές, τεχνολογικές ή περιβαλλοντικές προκλήσεις, όπως η ψηφιοποίηση, η κλιματική αλλαγή, η τεχνητή νοημοσύνη, ενδέχεται να απαιτούν νομικές ρυθμίσεις που δεν υπήρχαν ή δεν ήταν επαρκείς στο παρελθόν, π.χ. νόμος για τηλεργασία ή για την ηλεκτρονική ταυτότητα.
  • Προώθηση διαφάνειας και καταπολέμηση της διαφθοράς: Η αναθεώρηση ενός νόμου μπορεί να αποσκοπεί στη βελτίωση της διαφάνειας και της λογοδοσίας, ιδιαίτερα σε τομείς που υπάρχουν περιθώρια για διαφθορά ή αδιαφανείς πρακτικές. Παραδείγματα αποτελούν η ψήφιση νομοθεσίας για τη σύσταση και λειτουργία της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς, νομοθεσίας για τους πληροφοριοδότες (whistleblowers) και για τους λομπίστες.
  • Αποδοτικότητα και απλούστευση του νομικού πλαισίου: Σε ορισμένες περιπτώσεις, η νομοθεσία μπορεί να γίνει υπερβολικά περίπλοκη ή γραφειοκρατική. Η αναθεώρηση μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση της αποδοτικότητας και της σαφήνειας, κάνοντας την εφαρμογή του νόμου ευκολότερη και αποτελεσματικότερη.
  • Ανάγκη για κωδικοποίηση της νομοθεσίας: Η κωδικοποίηση αποσκοπεί στη συγκέντρωση και ενοποίηση διασκορπισμένων νομοθετικών κειμένων σε ένα ενιαίο και συνεκτικό σύνολο, το οποίο διευκολύνει την κατανόηση και την εφαρμογή του νόμου. Με την πιο πάνω διαδικασία ενισχύεται η νομική σαφήνεια και η συνοχή του δικαίου, ενώ παράλληλα εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότερη εφαρμογή της νομοθεσία στην πράξη.
  • Κατάργηση απηρχαιωμένων νόμων που περιχέουν πρόνοιες που δεν συνάδουν με την εξέλιξη της κοινωνίας.
  • Ανάγκη για προσαρμογή των ποινών ή προστίμων ή ακόμη και εισαγωγή εναλλακτικών ποινών.

Ανάγκη αναθεώρησης του Ποινικού Κώδικα

Ο περί Ποινικού κώδικα Νόμος Κεφ. 154 είναι ένας νόμος που τέθηκε σε ισχύ το 1959, πριν από την ανεξαρτησία της Κύπρου από την Αγγλική Αυτοκρατορία. Στη δεκαετία του 1990 μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα και έχει ήδη τροποποιηθεί 80 φορές.

Οι τροποποιήσεις αφορούν κυρίως αύξηση ποινών, αλλαγές ορολογίας ή/και συστατικών στοιχείων αδικημάτων, όπως επίσης και προσθήκες νέων αδικημάτων στη βάση νέων αναγκών. Οι τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα έχουν ως στόχο τη δημιουργία εκσυγχρονιστικής και βελτιωμένης ποινικής νομοθεσίας, που όχι μόνο θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, αλλά και θα μπορεί να εφαρμοστεί πιο εύκολα από τις αρμόδιες αρχές.

Ο Ποινικός Κώδικας στην Κύπρο, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, αναπτύχθηκε με βάση ιστορικά νομικά πρότυπα και ενσωματώνει διατάξεις που ανταποκρίνονται σε θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, υπάρχει ανάγκη για εκσυγχρονισμό, ώστε να αντανακλά πλήρως τις διεθνείς συμβάσεις και πρότυπα, καθώς και τις εξελίξεις στις αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ισότητα των δύο φύλων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στη βάση της πιο πάνω φιλοσοφίας, τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν στον Ποινικό Κώδικα νέα αδικήματα, τα οποία ανταποκρίνονται στα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα, όπως:

  • Η συμπερίληψη του αδικήματος της υποκίνησης σε βία ή μίσος λόγω γενετήσιου προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου (Ν. 87(I)/2015),
  • Η απαγόρευση της διαφήμισης μέσων τεχνητού τερματισμού εγκυμοσύνης (Ν. 23(Ι)/2018),
  • Η προσθήκη του αδικήματος της παρεμπόδισης μητέρας που θηλάζει (Ν. 24(Ι)/2018),
  • Η προσθήκη του αδικήματος της εγκατάλειψης τόπου ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας ( Ν.134(Ι)/2020).

Εκτός από την προσθήκη νέων αδικημάτων, οι τροποποιήσεις του ποινικού κώδικα στοχεύουν στην αντιμετώπιση αναχρονιστικών προβλέψεων και τον εκσυγχρονισμό ορισμών και όρων. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η αντικατάσταση της φράσης «άτομο ηλίθιο ή μειωμένου νοητικού» με τη φράση «άτομο με νοητική ή/και ψυχική αναπηρία» (Ν. 72(Ι)/2017).

Επιπλέον, οι τροποποιήσεις αφορούν την αποποινικοποίηση συμπεριφορών που είναι ζωτικής σημασίας για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προώθηση της ισότητας και τον σεβασμό στη διαφορετικότητα. Στην Κύπρο, η ομοφυλοφιλία αποποινικοποιήθηκε το 1998, έπειτα από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ οι ψευδοθεραπείες μεταστροφής απαγορεύτηκαν ρητά από τον Ποινικό Κώδικα το 2023 (Ν.39(Ι)/2023), όπως και παλιότερα η ποινικοποίηση του ακρωτηριασμού γυναικείων γεννητικών οργάνων Ν. 48(Ι)/2003.

Παρά τις 80 τροποποιήσεις του, ο Ποινικός Κώδικας συνεχίζει να περιλαμβάνει αναχρονιστικές πρόνοιες, φράσεις, ορισμούς, ακόμη και αδικήματα, τα οποία βασίζονται σε παλαιότερες κοινωνικές αντιλήψεις και δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές κοινωνικές απαιτήσεις και διεθνή πρότυπα.

Παρά το ότι έχουν γίνει αλλαγές, εξακολουθούν να υπάρχουν διατάξεις που χρησιμοποιούν γλώσσα ή όρους που αντικατοπτρίζουν παρωχημένες κοινωνικές αντιλήψεις ή προκαταλήψεις που μπορεί να υποβαθμίζουν την ατομική αυτονομία και την ισότητα. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η αναφορά στο άρθρο 222 του Ποινικού Κώδικα σε «καθήκον αρχηγού οικογένειας», ή ακόμα στο άρθρο 97 για τις μουσουλμανικές γιορτές που αναφέρει χαρακτηριστικά σε «χορεύτρια σημαίνει γυναίκα πόρνη», ή τα αδικήματα των άρθρων 147-155 ή και άλλα άρθρα που αφορούν μόνο γυναίκες και όχι και άντρες, αδικήματα που σχετίζονται με τη «μαγεία» ή τη «μαντεία», το αδίκημα του άρθρου 188 για τα άτομα που είναι οκνηρά και που ζουν ακατάστατη ζωή ή οι αλήτες και περιπλανώμενοι του άρθρου 189), ωστόσο δεν θα επεκταθώ σε αυτά, καθώς η ανάγκη για εκσυγχρονισμό του Ποινικού Κώδικα, θα αναλυθεί στη συνέχεια από τον δρα Παπαχαραλάμπους.

Η κατάργηση ή ο εκσυγχρονισμός των αναχρονιστικών διατάξεων είναι σημαντικός για να διασφαλιστεί ότι ο Ποινικός Κώδικας της Κύπρου θα αντικατοπτρίζει τις αξίες της σύγχρονης κοινωνίας και θα προστατεύει ουσιαστικά τα δικαιώματα των πολιτών χωρίς αδικαιολόγητες παρεμβάσεις στην προσωπική ζωή και τις ελευθερίες τους.

Κυρίες και κύριοι,

Για να καταστεί δυνατή μία τέτοια εργασία, όπως η αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα, απαιτείται εκτεταμένη μελέτη όλων των προνοιών και σχολαστικός σχεδιασμός του τι ακριβώς θέλουμε να πετύχουμε με τη αναθεώρηση και πώς αυτή θα επιτευχθεί.

Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι πέραν του ποινικού κώδικα υπάρχουν πλείστοι άλλοι ποινικοί νόμοι που ρυθμίζουν συγκεκριμένα θέματα, όπως τη βία στην οικογένεια και τη βία κατά των γυναικών, την εμπορία προσώπων, τη σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων. Επομένως, το έργο αναθεώρησης του ποινικού κώδικα καθίσταται μεν πιο εύκολο, αλλά είναι σημαντικό να υπάρχει αλληλουχία και νομική αρτιότητα με τους υπόλοιπους ποινικούς νόμους, αλλά και να υπάρχει ταύτιση στις ποινές τους.

Σε μια εποχή που οι κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές είναι ραγδαίες, ο Ποινικός Κώδικας μιας χώρας δεν μπορεί να μένει αμετάβλητος. Ζούμε σε μια εποχή όπου η τεχνολογία και οι επιστήμες εξελίσσονται ταχύτατα, δημιουργώντας νέες μορφές εγκλήματος, όπως τον διαδικτυακό εκφοβισμό, την παραβίαση προσωπικών δεδομένων, τις οικονομικές απάτες μέσω διαδικτύου και τα εγκλήματα στον ψηφιακό χώρο.

Η ανάγκη συνεργασίας είναι θεμελιώδης για τον εκσυγχρονισμό και την εξέλιξη κάθε ειδικού τομέα δικαιοσύνης, όπως του ποινικού. Προς επίτευξη του ορθού εκσυγχρονισμού απαιτείται η ένωση των δυνάμεων διαφορετικών ομάδων. Νομικών με έμπρακτη εμπειρία στο ποινικό δίκαιο, τεχνοκρατών, ακαδημαϊκών στον τομέα του ποινικού δικαίου και της εγκληματολογίας ή και ερευνητών, φυσικά της εκτελεστικής εξουσίας, και οπωσδήποτε της Νομικής Υπηρεσίας.

Άλλωστε, ο Ποινικός Κώδικας μιας χώρας δεν αποτελεί απλώς έναν ποινικό νόμο που περιλαμβάνει τις ποινές για κάθε αδίκημα. Αποτελεί μια διακήρυξη για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μια δέσμευση της πολιτείας για τη δημόσια ασφάλεια και ένα νομικό κείμενο που αντικατοπτρίζει την εικόνα μιας σύγχρονης, δημοκρατικής κοινωνίας στην αποτροπή και πάταξη εγκληματικών και αξιόποινων πράξεων.

πηγή: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: ,