Η αναστολή ποινής φυλάκισης και η αντιμετώπιση της από τα Κυπριακά Δικαστήρια

Οι Δικαστές έχουν την ευθύνη να αποδώσουν δικαιοσύνη τιμωρώντας τους καταδικασθέντες. Η ποινή είναι η τιμωρία που επιβάλλει το δικαστήριο για τη διάπραξη ενός αδικήματος. Στην Κύπρο, κατά γενικό κανόνα, οι ποινικές νομοθετικές διατάξεις καθορίζουν το ανώτατο όριο ποινής και εναπόκειται στο Δικαστήριο, μέσα στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχεται, να καθορίζει το χαρακτήρα και το ύψος της ποινής. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες χώρες όπως η Ολλανδία σε αντίθεση με την Κύπρο και την Αγγλία, η Εισαγγελία εισηγείται στο δικαστήριο ποια θεωρεί ως την αρμόζουσα ποινή σε μια συγκεκριμένη υπόθεση και γιατί, ενώ πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο δικαστής πρέπει να έχει αρκετή ελευθερία στην επιβολή της ποινής ώστε να μπορεί να λαμβάνει υπόψη του ένα ευρύ φάσμα ελαφρυντικών και επιβαρυντικών παραγόντων σε μια ποινική υπόθεση.

Ορισμένοι ελαφρυντικοί παράγοντες μπορούν να θεωρηθούν το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου όπου θεωρείται αναμφίβολα ένας πολύ σημαντικός ελαφρυντικός παράγοντας και για αυτό το λόγο ο κατηγορούμενος δικαιούται να τύχει της επιείκειας του Δικαστηρίου, οι προσωπικές του περιστάσεις, παραδείγματος χάριν η οικογενειακή κατάσταση, το χαμηλό πνευματικό επίπεδο, το νεαρό της ηλικίας όπου και αποτελεί τον αρχαιότερο λόγο τον οποίο επικαλούνται τα Δικαστήρια για να δείξουν επιείκεια στην επιλογή της ποινής, μεταμέλεια καθώς και η άμεση παραδοχή του κατηγορουμένου και η συνεργασία του με την αστυνομία.

Ως επιβαρυντικοί παράγοντες μπορούν να θεωρηθούν η σοβαρότητα του αδικήματος η οποία προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο νομοθέτης, τυχών προηγούμενες καταδίκες όπου ωστόσο κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν πρέπει να δικαιολογούν επιβολή τέτοιας ποινής που να δημιουργεί την εντύπωση ότι ο παραβάτης τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα εφόσον κάτι τέτοιο αντίκειται στο άρθρο 12 παράγραφος 3 του Συντάγματος, οι συνθήκες τέλεσης του αδικήματος καθώς και τα ελατήρια του αδικοπραγούντος. Ένα Δικαστήριο βασιζόμενο στην διακριτική του ευχέρεια μπορεί να επιβάλει διάφορες ποινές στις οποίες θα αναφερθούμε πιο κάτω δίνοντας έμφαση συγκεκριμένα στην ποινή φυλάκισης καθώς και την περίπτωση αναστολής της ποινής.

Βασική μας θέση θα είναι το κατά πόσο σε περιπτώσεις όπου ενδείκνυται η αναστολή της ποινής φυλάκισης, αυτή θεωρείται ως πιο αποθαρρυντικό μέτρο παρά μια ποινή φυλάκισης δηλαδή κατά πόσο υπάρχει μεγαλύτερη συμμόρφωση από τον παραβάτη και καλύτερα αποτελέσματα στην συμπεριφορά του από το να του επιβληθεί άμεσα μια ποινή και ο τελευταίος να την εκτίσει ενδεχομένως με δράστες σοβαρότερων εγκλημάτων. Για την υποστήριξη των πιο πάνω ακολουθεί αναφορά σε έρευνες, σε Νομολογία Ανώτατού Δικαστηρίου καθώς και στην Νομοθεσία.

1. Η απονομή της Ποινικής Δικαιοσύνης στην Κύπρο

Το άρθρο 152 του Συντάγματος ορίζει ότι η άσκηση της Δικαστικής εξουσίας ανήκει χωρίς περιορισμό στο Ανώτατο Δικαστήριο, την Ανώτατη Δικαστική αρχή και στα κατώτερα Δικαστήρια που εδραιώνονται βάσει νόμου και λειτουργούν στο πλαίσιο της Δικαστικής εξουσίας. Οι ποινικές υποθέσεις στην Κύπρο εκδικάζονται πρωτοδίκως είτε από το Επαρχιακό Δικαστήριο είτε από το Κακουργιοδικείο και κατ΄έφεση από το Ανώτατο Δικαστήριο. Να αναφερθούμε επίσης στο ότι σε πρώτο βαθμό υπάρχουν δύο είδη ποινικής δίκης στο σύστημα μας. Η συνοπτική δίκη που διεξάγεται ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και εκδικάζεται από έναν Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή η από Επαρχιακό Δικαστή, και η δίκη βάση κατηγορητηρίου που καταχωρήθηκε στο Κακουργιοδικείο που διεξάγεται ενώπιον του Κακουργιοδικείου το οποίο απαρτίζεται από 3 μέλη. Έναν πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου, έναν Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή και έναν Επαρχιακό Δικαστή.

Σύμφωνα με το άρθρο 24(1) των περί δικαστηρίων νόμων 14/60 υπάρχουν πέντε Επαρχιακά Δικαστήρια, ένα σε κάθε επαρχία και στην δικαιοδοσία τους ανάγεται η εκδίκαση αδικημάτων που επισύρουν ποινή μέχρι 5 έτη φυλάκισης. Ωστόσο όμως με την συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα μπορεί να εκδικάσει οποιοδήποτε αδίκημα νοουμένου πως ικανοποιείται προς τούτο. Αντίθετα το Κακουργιοδικείο εκδικάζει αδικήματα που επισύρουν ποινή φυλάκισης πάνω από 5 έτη και τα οποία διαπράχθηκαν:

▪ Μέσα στα όρια της Δημοκρατίας, ή
▪ Μέσα στις Κυρίαρχες περιοχές των Αγγλικών Βάσεων από Κύπριο εναντίον ή σε σχέση προς Κύπριο, ή
▪ Σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από πολίτη της Δημοκρατίας ενώ αυτός διατελούσε στην υπηρεσία της Δημοκρατίας, ή
▪ Πάνω σε πλοίο ή αεροπλάνο εγγεγραμμένο στη Δημοκρατία ή
▪ Σε τέτοια άλλα μέρη και κάτω από τέτοιες περιστάσεις για τις οποίες δυνατό να γίνει πρόβλεψη δια νόμου.

2.1.Η σημασία της επιβολής της ποινής

Η επιβολή ποινής είναι μια θεμελιώδης λειτουργία της δικαιοσύνης και αποτελεί το κυριότερο μέσο για την πραγμάτωση των σκοπών του ποινικού δικαίου. Για να αποφασίσει την κατάλληλη ποινή, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του πολλούς παράγοντες, οι οποίοι πολλές φορές αλληλοσυγκρούονται, εξισορροπώντας τους κατά τρόπο που η ποινική διαδικασία να γίνεται κοινωνικά επωφελής και η πίστη του λαού στο νόμο καθώς και στην απονομή της δικαιοσύνης να διατηρείται. Πρωταρχική επιδίωξη κατά την επιβολή ποινής πρέπει πάντα να είναι το δημόσιο συμφέρον. Στην επιμέτρηση της ποινής το δικαστήριο λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα, έχοντας πάντα κατά νου το πρόσωπο του κατηγορουμένου για να μπορέσει με αυτό τον τρόπο να επιβάλει μια εξατομικευμένη ποινή λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές του συνθήκες χωρίς όμως να εξουδετερώνει την σοβαρότητα του αδικήματος.

2.2.Σκοποί της ποινής στο Κυπριακό Ποινικό Δίκαιο

Η κύριοι σκοποί της ποινής στο Κυπριακό Ποινικό Δίκαιο είναι η προστασία της κοινωνίας και του δημοσίου συμφέροντος, η τιμωρία του αδικοπραγούντος με τέτοιο τρόπο ώστε να υποδηλώνεται η σοβαρότητα του αδικήματος και ταυτόχρονα να επιτυγχάνεται η αποτροπή τόσο του ιδίου όσο και άλλων επίδοξων αδικοπραγούντων καθώς και η αναμόρφωση του. Άρα, ο σκοπός της ποινής είναι η πρόληψη υπό δύο έννοιες: γενική πρόληψη του κακού, δηλαδή να αποτρέψει πολλούς άλλους από το να θελήσουν να αδικήσουν (σωφρονισμός) και ειδική πρόληψη, να αποτρέψει, δηλαδή, το συγκεκριμένο άτομο από το να διαπράξει πάλι έγκλημα.

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι, οποιαδήποτε κι αν είναι τα ελατήρια που ώθησαν το άτομο που διέπραξε το αδίκημα έστω κι αν αυτά δεν φαίνονται άμεσα, η ποινή που θα του επιβληθεί είναι αναγκαίο να έχει έναν εξαγνιστικό, καθαρτικό χαρακτήρα, με άλλα λόγια να παίξει ένα ρόλο νουθέτησης κι όχι να φορτίζεται με το στοιχείο της εκδίκησης, γιατί τότε πια η τιμωρία παύει να είναι ποινή.

Τιμωρία στ’ αρχαία ελληνικά σημαίνει, σε πρώτη σημασία, βοήθεια, αρωγή, συνδρομή. Κατά μία έννοια, συνδρομή παραμένει και με την έννοια της ποινής, εφόσον συμβάλλει στον επανανθρωπισμό του εγκληματία. Αντίθετα, μια πράξη βίας, αν αντιμετωπιστεί πάλι με βία, θα επιφέρει στην ψυχή του δράστη περισσότερο μίσος τόσο για την δικαιοσύνη, όσο και για την κοινωνία, με αποτέλεσμα το έγκλημα να επαναληφθεί περισσότερο βίαιο και αποτρόπαιο, αλλά ίσως πιο τεχνικά σχεδιασμένο. Έτσι, είναι φανερό ότι θα έχουμε μία ακολουθία εγκλημάτων, συνοδευόμενη ταυτόχρονα από μια αντίστοιχη ακολουθία ποινών.

Το κακό, λοιπόν, θα αναπαράγεται και το αποτέλεσμα θα είναι να πείσουμε τον εγκληματία να παραμείνει παντοτινός πελάτης των δικαστηρίων και των φυλακών. Με το σωφρονισμό του καταδικαζομένου πετυχαίνουμε το σημαντικότερο αποτέλεσμα, που έγκειται στο να πεισθεί αυτός για το έγκλημά του, ώστε όχι μόνο να μην το επαναλάβει, αλλά ούτε στο μέτρο που μπορεί να αφήσει και άλλους να το διαπράξουν. Έτσι, ο χτεσινός εγκληματίας γίνεται σήμερα ανασχετικός παράγοντας στην επέκταση του εγκλήματος. Αυτό συνιστά την ουσία του πραγματικού σωφρονισμού. Γιατί είναι βέβαια επιτυχία το να εμποδίσει η ποινή έναν εγκληματία να μην επαναλάβει την πράξη του, όμως το να μπορέσει να τον σωφρονίσει σε βάθος, με αποτέλεσμα να γίνει ο ίδιος εμπόδιο στην εγκληματική ενέργεια κάποιου άλλου, αποτελεί πολλαπλή επιτυχία και μόνο σε αυτήν την βάση μπορεί να λειτουργήσει η δικαιοσύνη στην πιο άρτια μορφή της.

Εάν, λοιπόν, η οικογένεια δεν κατόρθωσε να δώσει στο άτομο μια σωστή αγωγή, εάν το σχολείο ή το ευρύτερο περιβάλλον του το επηρέασαν αρνητικά στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς κι αν, τέλος, κάποια δυσλειτουργία ορισμένων θεσμών ή κάποια δυσμενής συγκυρία σε συνάρτηση με κάποιους υποκειμενικούς παράγοντες στον τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων, τον οδήγησαν στο έγκλημα, οφείλει η πολιτεία, χρησιμοποιώντας τον θεσμό της δικαιοσύνης, να επαναφέρει τον εγκληματία στην ευθεία και να τον προσανατολίσει σε κάποιες αξίες και να του εμπεδώσει κάποιες αρχές, πείθοντάς τον έτσι να αποφύγει νέες παρεκτροπές. Για πολλούς ευαισθητοποιημένους ανθρώπους η ποινή, στη μορφή τουλάχιστον που την ξέρουμε, είναι απαράδεκτη. Πιστεύεται ότι ο εγκληματίας είναι ψυχικά ασθενής και δεν χρειάζεται τιμωρία αλλά θεραπεία.

Περαιτέρω ο Δικαστής Α.Λοίζου στην υπόθεση R.v.Demetriades τόνισε το ότι η αρχή του δικαστικού προηγούμενου είναι αναπόσπαστο μέρος του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης μας. Βέβαια παρόλο που το δικαστικό προηγούμενο έχει τέτοια σημασία για το νομικό σύστημα της Κύπρου ,χωρίς την εισαγωγή της νομικής πληροφορικής στο νησί στερείται ο νομικός κόσμος από ένα γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο έρευνας για την επισήμανση και τήρηση των αρχών της νομολογίας. Οι αρχές της νομολογίας μπορούν να υπάρχουν γιατί ο δικαστής αιτιολογεί την απόφαση του να επιβάλει μια συγκεκριμένη ποινή.

Μια εμπειρική μελέτη από τους Έγαρτ και Πέννινγκτον (Ewart and Pennington 1988) που αφορούσε την αιτιολόγηση της επιβολής ποινής από Άγγλους δικαστές σε 196 ποινικές υποθέσεις βρήκε ότι οι δικαστές αναφέρονται κυρίως στα χαρακτηριστικά του ποινικού αδικήματος, το βαθμό υπαιτιότητας του κατηγορουμένου και το ποινικό του μητρώο. Καθοδηγητικές αποφάσεις του Ανώτατού Δικαστηρίου έχουν διευκρινίσει τη σημασία ενός μεγάλου αριθμού επιβαρυντικών και ελαφρυντικών στοιχείων μια ποινικής υπόθεσης στην επιλογή και επιμέτρηση της ποινής. Παραμένουν όμως ωστόσο μερικές σοβαρές αδυναμίες στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης λόγω της έλλειψης των αναγκαίων εμπειρικών ποινικολογικών μελετών, οι δικαστές στην Κύπρο δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν την αποτελεσματικότητα των ποινών που επιβάλλουν. Επίσης οι δικαστές της Κύπρου δεν έχουν σχετική «βοήθεια» από μια «Συμβουλευτική Επιτροπή για τις Ποινές» όπως εκείνη που έχει θεσπιστεί στην Αγγλία με την νομοθεσία Crime and Disorder του 1998.

Ωστόσο και κατά την άποψη του Γιώργου Νικολάου Δικαστή του Ανώτατού Δικαστηρίου (1992) «υπάρχουν σήμερα τέσσερα βασικά προβλήματα στη λειτουργία του συστήματος όπου είναι: η καθυστέρηση στη διεκπεραίωση αστικών υποθέσεων, η καθυστέρηση στην εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και συνάμα η έλλειψη ουσιαστικού και αποτελεσματικού ελέγχου, οι εγγενείς αδυναμίες στον ανθρώπινο παράγοντα και το στεγαστικό».

2.3 Τα είδη των ποινών

Το άρθρο 12 παρ.3 του Συντάγματος ορίζει ότι κανένας νόμος δεν μπορεί να προβλέπει τιμωρία η οποία είναι δυσανάλογη με τη σοβαρότητα του αδικήματος. Σύμφωνα με τη συνταγματική αυτή διαταγή σε συνδυασμό και με το άρθρο 29 του Ποινικού Κώδικα κανένας νόμος δεν μπορεί να προβλέπει και κανένα Δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει υποχρεωτική ποινή για οποιοδήποτε αδίκημα όπως είναι η σύγχρονη τάση στην Αγγλία. Μόνες εξαιρέσεις αποτελούν τα αδικήματα του φόνου εκ προμελέτης, της παρακίνησης εισβολής και της προδοσίας για τα οποία προβλέπεται στον Ποινικό Κώδικα ποινή ισοβίου φυλακίσεως.

Επίσης ένα δικαστήριο στην Κύπρο δεν έχει εξουσία να επιβάλει μια ποινή που είναι πιο αυστηρή από ό,τι δικαιολογείται από τη σοβαρότητα του αδικήματος για να προστατεύσει την κοινωνία από την κατ’ εξακολούθηση εγκληματική συμπεριφορά του δράστη, έστω και αν αυτός είναι ένας επικίνδυνος υπότροπος.

Στην Κύπρο,μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής από το Νόμο 15(Ι)/1999 και την αντικατάσταση της από τη δια βίου φυλάκιση όπου σύμφωνα με τη Νομολογία του Ανώτατού Δικαστηρίου σημαίνει φυλάκιση για το υπόλοιπο της ζωής του καταδικασθέντος υπό την αίρεση του δικαιώματος που παρέχεται στον πρόεδρο της Δημοκρατίας οι προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές σύμφωνα με το άρθρο 26 του Ποινικού Κώδικα,Κεφ.154 όπως έχει τροποποιηθεί είναι οι εξής:

2.3.1.Φυλάκιση δια βίου η οποιασδήποτε άλλης μικρότερης διάρκειας την οποία και θα αναλύσουμε εκτενώς πιο κάτω εφόσον αφορά το υπό συζήτηση θέμα.

2.3.2.Χρηματική ποινή η πρόστιμο:

Όπου το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει, ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, οποιοδήποτε πρόστιμο μέχρι το ανώτατο όριο το οποίο αναφέρεται στη σχετική νομοθετική πρόνοια. Το Δικαστήριο καθορίζει το ύψος του προστίμου, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων και την οικονομική δυνατότητα του αδικοπραγούντος. Αν δεν γίνεται πρόνοια στο νόμο αναφορικά με το ανώτατο όριο προστίμου, τότε το ύψος του προστίμου αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται εντός της καθ’ ύλην δικαιοδοσίας του και υπό την προϋπόθεση ότι το πρόστιμο δεν είναι υπερβολικό.

Κατά κανόνα δεν συνιστάται να επιβάλλεται φυλάκιση και πρόστιμο ταυτόχρονα. Περαιτέρω, είναι συνταγματικά ανεπίτρεπτο να επιβάλλεται αρχικώς ποινή φυλάκισης και, ενόψει της αναστολής αυτής από το ίδιο το Δικαστήριο ν επιβάλλεται επιπροσθέτως ποινή προστίμου. Αυτό αντίκειται στο άρθρο 12.2 του Συντάγματος που καθιερώνει ότι κανένας δεν μπορεί να τιμωρηθεί εκ δευτέρου για την ίδια πράξη. Να σημειωθεί ότι το δικαιολογημένο της ποινής φυλάκισης όπως και ο συνδυασμός ποινής φυλάκισης και ποινής προστίμου αποφασίζονται ανεξάρτητα από το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής φυλάκισης.

2.3.3.Καταβολή αποζημίωσης από τον καταδικασθέντα στο πρόσωπο που ζημιώθηκε από τη διάπραξη του αδικήματος:

Το Δικαστικό Ένταλμα για τέτοια αποζημίωση υπήρχε στην Αγγλία από το 1907,ενώ στην Κύπρο σπάνια χρησιμοποιείται από τα Δικαστήρια. Κυρίως επιβάλλεται σε υποθέσεις κλοπών. Με την επιβολή αυτής της ποινής αναγνωρίζονται τα δικαιώματα και οι ανάγκες του θύματος και παράλληλα απαλλάσσεται το θύμα από τον πονοκέφαλο μιας αστικής αγωγής εναντίον του κατηγορουμένου(1).

2.3.4.Παροχή εγγύησης για την τήρηση της τάξης και για καλή διαγωγή:

Η ποινή αυτή επιβάλλεται συνήθως στις περιπτώσεις διάπραξης μειωμένης σοβαρότητας αδικημάτων. Το Δικαστήριο καθορίζει τους όρους της εγγύηση, όπως το ποσό και τη χρονική διάρκεια της εγγύησης, καθώς και το κατά πόσο θα είναι με ή άνευ εγγυητών. Σε περίπτωση που ο καταδικασθείς παραβιάσει τους όρους της εγγύησης του, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την κατάσχεση όλου η μέρους της εγγύησης, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλη ποινή που τυχών ήθελε επιβάλει για το διαπραχθέν αδίκημα.

2.3.5.Παροχή εγγύησης για προσέλευση σε ακρόαση δικαστικής απόφασης:

Εάν κάποιος καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα, το Δικαστήριο δύναται αντί να επιβάλει ποινή να τον απολύσει, αφού ο ίδιος αναλάβει προσωπική υποχρέωση μετά ή άνευ εγγυητών για τέτοιο ποσό ως το Δικαστήριο ήθελε κρίνει σκόπιμο, υπό τον όρο ότι αυτός
θα προσέλθει και ακούσει την έκδοση της απόφασης σε κάποια προσεχή συνεδρία του Δικαστηρίου ή όταν κληθεί προς τούτο. Η επανάκληση του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο εξαρτάται συνήθως από τη μελλοντική του συμπεριφορά και ο συνήθης όρος είναι να τηρεί τους νόμους γενικά ή κάποιο νόμο ειδικά. Αν ο κατηγορούμενος παραβιάσει τους όρους της απόλυσης του μπορεί να τιμωρηθεί τόσο για το αδίκημα για το οποίο απολύθηκε με όρους όσο και για το νέο αδίκημα το οποίο διέπραξε.

2.3.6.Επιτήρηση:

Το Δικαστήριο έχει εξουσία να συνδυάσει ποινή φυλάκισης με διαταγή επιτήρησης θέτοντας τον καταδικασθέντα υπό επιτήρηση για περίοδο μέχρι και πέντε χρόνια μετά την εκπνοή της ποινής φυλάκισης του, νοουμένου ότι αυτός έχει καταδικαστεί τουλάχιστον δύο φορές για αδικήματα τιμωρούμενο με φυλάκιση δύο χρόνων η περισσότερων. Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να ακυρώσει τη διαταγή επιτήρησης εφόσον η διαγωγή την οποία επέδειξε το πρόσωπο υπό επιτήρηση δυνατό να καταστήσει περιττή την επιτήρηση του. Πρόσωπο υπό επιτήρηση, που δεν είναι σε περιορισμό και το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε όρο της επιτήρησης, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.

Ωστόσο πέραν των πιο πάνω προβλεπόμενων στον Ποινικό Κώδικα ποινών υπάρχουν και άλλες κυρώσεις τις οποίες μπορεί να επιβάλει το Δικαστήριο και αυτές είναι οι ακόλουθες:

2.3.7.Διάταγμα κηδεμονίας:

όπου αν το Δικαστήριο καταδικάζοντας πρόσωπο για αδίκημα, για το οποίο η ποινή δεν καθορίζεται σε οποιοδήποτε νόμο, είναι της γνώμης, αφού λάβει υπόψη τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης της φύσης του αδικήματος και του χαρακτήρα του αδικοπραγούντος, ότι αυτό είναι σκόπιμο,δύναται,αντί να μεταχειριστεί τον αδικοπραγούντα με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, να εκδώσει διάταγμα κηδεμονίας δυνάμει του οποίου να θέτει τον αδικοπραγούντα υπό την επιτήρηση κηδεμονευτικού λειτουργού για περίοδο που ορίζεται σε αυτό και η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα χρόνο ούτε μεγαλύτερη από τρία χρόνια. Η επιλογή των όρων του διατάγματος κηδεμονίας αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Αφού ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις και εξετασθεί το οικογενειακό περιβάλλον του αδικοπραγούντος επιβάλλονται τέτοιοί όροι, οι οποίοι θεωρούνται αναγκαίοι για την εξασφάλιση της καλής διαγωγής του αδικοπραγούντος ή για την αποτροπή επανάληψης από αυτόν του ίδιου αδικήματος ή της διάπραξης άλλων αδικημάτων(2).

2.3.8.Διάταγμα Κοινοτικής Εργασίας:

το Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διάταγμα κηδεμονίας με όρους κοινοτικής εργασίας όπου ο κηδεμονευόμενος θα πρέπει να εκτελέσει μια εργασία χωρίς αμοιβή για καθορισμένο χρονικό διάστημα και νοουμένου πάντα ότι ο τελευταίος αποδέχεται, έχουν γίνει οι κατάλληλες διευθετήσεις από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ο αδικοπραγούντα είναι πρόσωπο κατάλληλο για την εκτέλεση Κοινοτικής εργασίας, έχοντας υπόψη και την έκθεση του κηδεμονευτικού λειτουργού. Έχει διεθνώς παρατηρηθεί ότι η Κοινοτική εργασία στην Κύπρο, αντί να χρησιμοποιείται ως ποινή εναλλακτική της φυλάκισης(όπως αρχικά σκοπούσε, χρησιμοποιείται συμπληρωματικά με αυτήν αλλά και ως υποκατάστατο του προστίμου. Έτσι στο τέλος της ημέρας, παρατηρείται μια αύξηση των προσώπων που φυλακίζονται λόγο παράβασης των όρων της επιβληθείσας ενδιάμεσης ποινής, που διαφορετικά δεν θα τους επιβαλλόταν. Παρατηρήθηκε ότι τα Δικαστήρια θεωρούν ότι σε κάποιες περιπτώσεις ούτε η φυλάκισης αλλά ούτε μια ποινή προστίμου θα προσέφερε ευεργετικά αποτελέσματα πχ. Σε ένα χρήστη ναρκωτικών για αυτό επιλέγουν να επιβάλουν της ποινή κοινοτικής εργασίας με την ελπίδα αναμόρφωσης του. Αν και αυτό ως αρχή δεν είναι λανθασμένο μπορεί να οδηγήσει περισσότερους αδικοπραγούντες στη φυλακή, αφού υπάρχει ένα ποσοστό πέραν του 30% των επιτηρούμενων που υποτροπιάζει και συνακόλουθα οδηγείται στη φυλακή.

2.3.9.Δήμευση ή κατάσχεση:

όπου αναφέρεται στην κατακράτηση διαφόρων παράνομων αντικειμένων που λήφθηκαν από την αστυνομία κατά τη διερεύνηση κάποιου αδικήματος. Ωστόσο θεωρείται ως συμπληρωματική της ποινής και δεν τυγχάνει ευρείας χρήσης από τα ποινικά Δικαστήρια στην Κύπρο (3). Κριτήρια για άσκηση της διακριτικής ευχέρειας προς επιβολή της ποινής της δήμευσης, είναι: α)Η σοβαρότητα του αδικήματος, β)τα περιστατικά της υπόθεσης και γ)η αξία του αντικειμένου. Η ποινή της δήμευσης πρέπει να εξετάζεται ως μέρος της συνολικής ποινής, που δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη με τη βαρύτητα του αδικήματος. Αν δεν τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου επαρκή στοιχεία, τότε είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να καλέσει την Κατηγορούσα αρχή να παρουσιάσει τα αναγκαία στοιχεία, και την Υπεράσπιση να αγορεύσει προς τούτο. Η έλλειψη στοιχείων αναφορικά με την αξία των αντικειμένων για τα οποία επιβάλλεται δήμευση, μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της ποινής αυτής.

2.3.10.Διάταγμα αποκλεισμού:

το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει εναντίον προσώπου που κατηγορείται για διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος βίας στην οικογένεια, με βάση τον Περί Βίας στην Οικογένεια Νόμο του 2000, Ν.119(1)/2000,διάταγμα αποκλεισμού, το οποίο θα ισχύει για την περίοδο και με τους όρους που θέτει. Το Δικαστήριο ωστόσο δεν εκδίδει διάταγμα αποκλεισμού στις περιπτώσεις όπου επιβάλλει ταυτόχρονα και ποινή φυλάκισης για οποιαδήποτε περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών. Στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης μικρότερη των 6 μηνών, διάταγμα αποκλεισμού δύναται να εκδοθεί ταυτόχρονα με την ποινή φυλάκισης αλλά η ισχύς του θα αρχίζει μετά την αποφυλάκιση του κατηγορουμένου. Ωστόσο για την έκδοση διατάγματος αποκλεισμού απαιτείται να αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος έχει ιστορικό επανειλημμένων πράξεων βίας εναντίον μελών της οικογένειας του ή ότι είχε δυο καταδίκες τα τελευταία δύο χρόνια για παρόμοια αδικήματα, ή η βία που ασκήθηκε να έχει προκαλέσει σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη ή να αρνείται ο κατηγορούμενος να υποβληθεί σε θεραπευτική αγωγή αυτοελέγχου.

3. Η αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης

Η φυλάκιση είναι το ισχυρότερο όπλο στα χέρια του Δικαστηρίου για την καταστολή του εγκλήματος. Η ποινή φυλάκισης επιβάλλεται μόνον όταν κρίνεται αναπόφευκτο τιμωρητικό μέτρο μετά από συνεκτίμηση της σοβαρότητας του αδικήματος, των γεγονότων της υπόθεσης και των συνθηκών του παραβάτη. Ωστόσο σειρά αποφάσεων του Ανώτατού Δικαστηρίου υποστηρίζουν ότι οι ποινές που επιβάλλονται πρέπει να συντρέχουν όταν τα αδικήματα (α)εξάγονται από τα ίδια γεγονότα ή (β)αποτελούν μέρος του ίδιου του επεισοδίου(4)

Το Δικαστήριο, έχοντας κρίνει πως η αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης, επικεντρώνεται ακολούθως όταν αυτό ζητηθεί από την Υπεράσπιση στην εξέταση του κατά πόσο είναι ορθό και δίκαιο να αναστείλει την εκτέλεση της εν λόγω ποινής.

3.1.Νομοθεσία και Νομολογία Ανώτατού Δικαστηρίου

Η αναστολή της ποινής φυλάκισης εισήχθη στην Κυπριακή έννομη τάξη αρχικά με το άρθρο 11 του περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμου του 1964,(Νόμος 40/64).

Ο περί της Υφ’ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις ορισμένας περιπτώσεις Νόμος 95/72 εισήγαγε σε όλο το φάσμα του Ποινικού Δικαίου την αναστολή εκτέλεσης της ποινής της φυλάκισης, η οποία κατά πάγια νομολογία του Ανώτατού Δικαστηρίου δεν αποτελεί εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του παραβάτη. Το Δικαστήριο θα πρέπει πρώτα να αποφασίσει το ύψος της ποινής φυλάκισης και μετά, αν υπό τις περιστάσεις αυτό δικαιολογείται, να αναστείλει την επιβληθείσα ποινή. Η ποινή φυλάκισης ωστόσο δύναται να ανασταλεί μόνο στις περιπτώσεις όπου αυτή δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια.

Στη συνέχεια ο νόμος 95/72 τροποποιήθηκε από το νόμο 41(Ι)/97,ο οποίος και εισήγαγε αυστηρότερο κριτήριο για την παροχή αναστολής της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Στην τροποποίηση οδήγησε η απόφαση Γενικός Εισαγγελέας κατά Φανιέρου(1996)2 Α.Α.Δ 303,στην οποία αναφέρθηκε ότι οι διατάξεις του Νόμου 95/72 δεν περιορίζουν την αναστολή σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Περαιτέρω, αφού τόνισε ότι η αναστολή δεν διέπετε από ανελαστικά νομοθετικά κριτήρια, επανέλαβε τους κύριους παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την απόφαση παροχής ή μη αναστολής της ποινής, οι οποίοι είναι:

Α. Η σοβαρότητα των περιστατικών της υπόθεσης και το κίνητρο για τη διάπραξη του εγκλήματος.

Β. Το μητρώο του κατηγορουμένου, ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής.

Γ. Η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος και ιδιαίτερα η παρουσία η απουσία στοιχείων μεταμέλειας.

Με την τροποποίηση που επέφερε τότε ο νόμος 41(Ι)/97 η δυνατότητα αναστολής της ποινής περιορίστηκε και οι νομοθετικές προϋποθέσεις για την αναστολή της ποινής φυλάκισης είχαν καταστεί ανελαστικές. Σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του βασικού νόμου για την αναστολή προέβλεπε ότι:

«Το Δικαστήριο δεν διατάσσει αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλακίσεως εκτός αν έχει τη γνώμη ότι η έκδοση διατάγματος αναστολής δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου».

Όπως αναφέρει ο Πρόεδρος του Ανώτατού Δικαστηρίου Πικής στην υπόθεση Παγιαβλάς κατά Αστυνομίας(1998)2 Α.Α.Δ 250:

«Συνήθη μετριαστικά περιστατικά, αναγόμενα είτε στα περιστατικά του εγκλήματος ή στις περιστάσεις του παραβάτη, δεν αποτελούν εξαιρετικές αλλά συνήθεις περιστάσεις. Οι περιστάσεις πρέπει να είναι ασυνήθεις και να προσιδιάζουν είτε στα περιστατικά της υπόθεσης η στις περιστάσεις του παραβάτη, η σε συνδυασμό και των δύο».

Ως εκ τούτου το νομοθετικό κριτήριο είχε περιορίσει κατά πολύ τη διακριτική ευχέρεια των Δικαστηρίων παρέχοντας τη δυνατότητα αναστολής της ποινής φυλάκισης μόνο σε εξαιρετικά ιδιάζουσες περιστάσεις.

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κατά Χαράλαμπος Ανδρέα Χαραλάμπου Ποινική Έφεση 6754 η οποία αφορούσε παράνομη κατοχή ναρκωτικών, το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμποντας και στην αγγλική νομολογία θεώρησε ότι οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου συνιστούσαν ιδιάζουσες περιστάσεις. Αυτές ήταν το λευκό ποινικό μητρώο, το νεαρό της ηλικίας, ο εφεσίβλητος ήταν έγγαμος πατέρας τεσσάρων ανήλικων παιδιών και ως εκ τούτου προστάτης μιας πολυμελούς οικογένειας, εργατικός, φιλήσυχος και καλός οικογενειάρχης.

Περαιτέρω στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας κατά Μαρία Γεωργίου Στυλιανού Ποινική Έφεση 6947 το Ανώτατο Δικαστήριο, ερμηνεύοντας την πιο πάνω νομοθετική διάταξη θεώρησε ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις στα περιστατικά της υπόθεσης που αφορούσαν κλοπή και πλαστογραφία. Η εφεσίβλητη έδρασε κάτω από συναισθηματική φόρτιση λόγω της βαρείας ασθένειας του θείου της, του οποίου τα ιατρικά νοσήλια πλήρωσε από το προϊόν των αδικημάτων(5).

Αντίθετα στην υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γενικός Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά Αναστάσιος Α.Γεωργίου, Ποινική Έφεση 7253 επαναλήφθηκε το αυστηρό νομοθετικό κριτήριο των εξαιρετικών περιστάσεων όπως αυτό ερμηνεύθηκε στην υπόθεση Παγιαβλάς για την οποία έγινε αναφορά προηγουμένως.

Επομένως σύμφωνα με τα όσα αναφέραμε πιο πάνω την αναστολή εκτέλεσης ποινής φυλάκισης εισήγαγε στην Κυπριακή Έννομη τάξη ο Νόμος 40/64 αρχικά με το άρθρο 11 του περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμου του 1964. Ο νόμος 95/72 αναφορικά με την αναστολή της εκτέλεσης ποινής φυλάκισης τροποποιήθηκε από τον νόμο 41(Ι)/97 όπου εισήγαγε αυστηρότερο κριτήριο για την παροχή αναστολής της επιβληθήσας ποινής σε συνδυασμό με τις αποφάσεις που αναφέραμε πιο πάνω. Εντούτοις αυτό το οποίο ισχύει σήμερα δεν είναι ο νόμος 41(Ι)/97 αφού και ο ίδιος τροποποιήθηκε από τον νόμο 186(Ι)/2003 με τον οποίο καταργήθηκαν οι εξαιρετικές περιστάσεις και το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου.

Βασική μας θέση είναι το ότι τις πλείστες φόρες η ποινή φυλάκισης δεν φέρνει πάντοτε τα επιθυμητά αποτελέσματα συμμόρφωσης αλλά και σωφρονισμού. Ο σκοπός της ειδικής αποτροπής αναφέρεται στις δυσμενείς εμπειρίες του καταδικασθέντος στη φυλακή, οι οποίες θα τον αποτρέψουν από του να επιδείξει στο μέλλον παρόμοια συμπεριφορά που θα τον οδηγήσει και πάλι στη φυλακή. Οι διεθνείς επιστημονικές μελέτες έδειξαν ότι, ελάχιστοι είναι οι φυλακισμένοι που αποτρέπονται με αυτό τον τρόπο, όπως επίσης δεν αποτρέπονται οι καταδικασθέντες σε βραχείς ποινές φυλάκισης, είτε στα Στρατιωτικού Τύπου Κρατητήρια(boot camps).

Περαιτέρω, σύμφωνα με την επιστημονική έρευνα του Ντέρυκ Μπελεβέλντ (Deryck Beyleveld) το 1980 μόνο σε εξαιρετικά μεμονωμένες περιπτώσεις προκύπτει σύνδεση μεταξύ της επιβολής φυλάκισης και της γενικής αποτροπής. Η ίδια έρευνα κατέδειξε ότι εκείνο που αποτρέπει τους αδικοπραγούντες δεν είναι η απειλή εγκλεισμού τους σε φυλακή αλλά η μεγάλη πιθανότητα σύλληψης τους από τις αστυνομικές αρχές. Όπως είπε και ο μεγάλος εγκληματολόγος Τσέζαρε Μπεκαρία η βεβαιότητα για τη σύλληψη και τιμωρία παρά η αυστηρότητα είναι το κριτήριο για το αποτελεσματικό αντίδοτο στο έγκλημα. Η άποψη ότι η φυλάκιση αναμορφώνει τον καταδικασθέντα είχε πλήρως αναπτυχθεί στις ΗΠΑ την δεκαετία του 1960, κατά την οποία εφαρμόζονταν πολλά «διορθωτικά» ή «θεραπευτικά» μοντέλα εγκλεισμού. Αυτό που σήμερα γίνεται παγκοσμίως δεκτό είναι πως αυτή καθ’ αυτή η φυλάκιση δεν έχει αναμορφωτικές συνέπειες στη συμπεριφορά συγκεκριμένων κατηγοριών αδικοπραγούντων.

Ο σκοπός που πιθανόν επιτυγχάνεται περισσότερο με τη φυλάκιση των αδικοπραγούντων είναι ο περιορισμός τέλεσης άλλων ενδεχόμενων αδικημάτων. Οι αδικοπραγούντες φυλακίζονται όχι για αυτό καθαυτό το αδίκημα που διέπραξαν αλλά για αυτά που εικάζεται ότι ενδέχεται να διαπράξουν αν κρίνει κάποιος από την γενικότερη ροπή τους στην τέλεση αδικημάτων. Τα Δικαστήρια επιβάλλουν ποινή που να αντανακλά αυτό το σκοπό μόνο σε επικίνδυνους ή καθ’ έξη αδικοπραγήσαντες με σκοπό την προστασία της κοινωνίας.

Στην Κύπρο ο περιορισμός έχει και νομολογιακά αναγνωριστεί στην υπόθεση Kefalos κατά The Police(1976) 2 CLR 25, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε τη μέγιστη ποινή 3 χρόνων σε υπόθεση εξασφάλισής χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις λόγω του ιστορικού του εφεσείοντα με σκοπό την προστασία της κοινωνίας. Από την άλλη υποστηρίζεται ότι, στην Κύπρο όπως αναφέραμε και στην αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 12.3 του Συντάγματος δεν μπορεί να επιβληθεί μεγαλύτερη ποινή από ότι δικαιολογείται από τη σοβαρότητα του συγκεκριμένου αδικήματος για να προστατευτεί η κοινωνία από την κατ’ εξακολούθηση εγκληματική συμπεριφορά ενός δράστη.

Πέραν των πιο πάνω, υποστηρίζεται και όχι αβάσιμα, ότι οι συνέπειες της φυλάκισης στους καταδικασθέντες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ταχεία εγκληματογόνο εκπαίδευση, φυσική και πνευματική φθορά, δημιουργία ψυχολογικών προβλημάτων, δυσμενή στιγματισμό ιδίως στην Κύπρο όπου πρόκειται για μια μικρή κοινωνία τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειας του. Περαιτέρω, οι πράξεις φυσικής και σεξουαλικής βίας εντός των φυλακών δεν είναι ασυνήθιστο γεγονός.

Στην Αγγλία έγινε έρευνα από Βρετανούς γιατρούς, προκειμένου να εξετάσουν τις επιδράσεις που έχει στους φυλακισμένους και στο προσωπικό, το περιβάλλον της φυλακής. Στην έρευνα συμμετείχαν 31 φυλακισμένοι (18 άνδρες και 13 γυναίκες) 21 άτομα του προσωπικού των φυλακών (15 άνδρες, 6 γυναίκες).«Οι φυλακισμένοι ανέφεραν ότι τα μεγάλα χρονικά διαστήματα απομόνωσης με λίγους πνευματικούς ερεθισμούς, συνέβαλλαν σε φτωχή ψυχική υγεία και δημιουργούσαν έντονα αισθήματα θυμού, απογοήτευσης και άγχους. Δήλωσαν ότι έκαναν κατάχρηση φαρμάκων για να ανακουφιστούν από τις πολλές ώρες μονοτονίας και βαριεστημάρας.

Συνοπτικά φάνηκε ότι η απομόνωση, η έλλειψη πνευματικής αναζωογόνησης, η κατάχρηση φαρμάκων, οι ελλιπείς σχέσεις με το προσωπικό των φυλακών, οι κακές σχέσεις μεταξύ των φυλακισμένων και η απουσία της επαφής με την οικογένεια τους, είναι οι καθοριστικοί παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στην ψυχική υγεία των φυλακισμένων.

Ο ανεπαρκής αριθμός των ατόμων που εργάζονται στις φυλακές, η απουσία υποστήριξης από τη διεύθυνση των φυλακών, οι ανησυχίες για την προσωπική ασφάλεια, το άσχημο κλίμα και νοοτροπία που επικρατούν στις φυλακές, είναι οι παράγοντες που αυξάνουν το επίπεδο στρες και δημιουργούν ψυχικά προβλήματα στο προσωπικό των φυλακών.

Επίλογος/Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας θα πρέπει να αναφερθούμε στο ότι ο θεσμός της αναστολής εκτέλεσης της ποινής έχει τη δυνατότητα να εξισορροπήσει, τον κίνδυνο καταστροφής της ζωής και της προσωπικότητας του κατηγορουμένου που καταδικάστηκε ακόμη και σε μέτριας βαρύτητας περιοριστική της ελευθερίας ποινή και αυτό διαπιστώνεται και από τις διάφορες μελέτες στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πάνω και μέσα από τις οποίες αντιλαμβανόμαστε και εμείς οι ίδιοι τις συνέπειες της φυλάκισης στους καταδικασθέντες τα ανεπιθύμητα παρά επιθυμητά αποτελέσματα τα οποία φέρνει εφόσον παρατηρείται ταχεία εγκληματογόνος εκπαίδευση, δημιουργία ψυχολογικών προβλημάτων και κοινωνικά δυσμενή στιγματισμό τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειας του.

Ωστόσο η πραγματική έκτιση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να συνετίσει τον καταδικασθέντα και να τον αποτρέψει από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων, αλλά αρκεί η κατάγνωση της ποινής για την επίτευξη των στόχων αυτών.

Η αναστολή της ποινής φυλάκισης επιβάλλεται από το Δικαστήριο στις περιπτώσεις όπου αυτό ενδείκνυται ανάλογα με τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος καθώς και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου. Το Δικαστήριο θα πρέπει πρώτα να αποφασίσει το ύψος της ποινής φυλάκισης αν πρόκειται να επιβάλει την ποινή αυτή και ακολούθως αν υπό τις περιστάσεις αυτό δικαιολογείται, να αναστείλει την επιβληθείσα ποινή. Η ποινή φυλάκισης ωστόσο δύναται να ανασταλεί μόνο στις περιπτώσεις όπου αυτή δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια.

Εντούτοις ο σημαντικός αυτός θεσμός της αναστολής εκτέλεσης της ποινής για να είναι αποτελεσματικότερος θα πρέπει να εντάσσεται στα πλαίσια συγκροτημένης και μακροπρόθεσμα προγραμματισμένης αντεγκληματικής πολιτικής και να μην αποτελεί απλώς αντικείμενο ευκαιριακών ρυθμίσεων που έχουν ως βραχυπρόθεσμο στόχο την αποσυμφόρηση των φυλακών.

Τέλος θα πρέπει όλοι μας να αντιληφθούμε ότι κάθε έγκλημα το οποίο διαπράττεται δεν αποτελεί μόνο αποτυχία του αδικοπραγούντος αλλά και τις κοινωνίας μας. Δυστυχώς βρισκόμαστε σε μια δραστική διαφοροποίηση του εγκλήματος και πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι παλιοί καλοί καιροί της ασφάλειας και τις ξεγνοιασιάς έχουν αντικατασταθεί από φόβο, αγωνία και αβεβαιότητα για το αύριο. Ευθύνη της κοινωνίας, του κράτους και γενικότερα όλων μας είναι να βρούμε διάφορους προληπτικούς και κατασταλτικούς τρόπους ώστε να αλλάξουμε προς το καλύτερο την κοινωνία την οποία ζούμε.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΓΓΛΙΚΗ
1. Beyleveld D,A Bibliography on General Deterrence Research(Saxon House,1980)133
2. Dunbar I και Langdon A, Tough Justice Sentencing and Penal Policies in the 1990s(Blackstone Press Ltd,1998)10
3. Harding,C.& Koffman,Sentencing and the Penal System:Text and Materials(2ηέκδοση,Sweet and Maxwell,1995)1.

ΚΥΠΡΙΑΚΗ
1. Beccaria C,Περί εγκλημάτων και ποινών(μτφρ.Ακριβοπούλου Χριστίνα,Σαββάλας 2009)20κ.ε
2. Ηλιάδη Τ.και Σάντη Ν,Το Δίκαιο της Απόδειξης δικονομικές και ουσιαστικές πτυχες(Hippasus Publishing Ltd,2014)14κ.ε
3. Καπαρδής Α,Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο(Σάκκουλας,2001)7-22.
4. Κουράκης Ν,Ποινική Καταστολή(4η έκδοση,Σακκούλας,2009)349
5. Μ.Πικής Γ,Sentencing in Cyprus(2η έκδοση[1978],Λευκωσία,2007)9
6. Νικολαίδη Φ, «Η εισαγωγή της νομικής πληροφορικής στην Κύπρo» [1991]Εφημερίδα Επηθεώρησης Κυπριακού Δικαίου 5107-5119
7. Νικολάου Γ « Γενικά προβλήματα και και εισηγήσεις για λύση»[1992]Επιθεώρηση Κυπριακού Δικαίου 5541.
8. Ορφανού Ε.<<Η ψυχική υγεία των φυλακισμένων και του προσωπικού των φυλακών>>(medlook,2008) [https://www.medlook.net/Ψυχολογία/1401.html] 20/10/2018

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
1 A.-G v.Vasiliotis alias Kaizer and Another[1967]2 CLR 20
2.Tooulas κατά Police[1989]3 CLR 359
3.Mohammad Naysa κατά Αστυνομίας,Ποινικές Εφέσεις 7811 και 7817,ημερομηνίας 18/1/2005
4.Παναγιώτου κατά Αστυνομίας(1997)2 Α.Α.Δ. 347
5.Γενικός Εισαγγελέα κατά Φανιέρου(1996)2 Α.Α.Δ. 303
6.Παγιαβλάς κατά Αστυνομίας(1998)2 Α.Α.Δ 250
7.Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κατά Χαράλαμπος Ανδρέα Χαραλάμπου Ποινική Έφεση 6754 ημ.26.11.1999
8.Γενικός Εισαγγελέας κατά Μαρία Γεωργίου Στυλιανού Ποινική Έφεση 6947 ημ.1.2.2001
9.Γενικός Εισαγγελέας κατά Μαρία Γεωργίου Στυλιανού Ποινική Έφεση 6947 ημ. 3.10.2002

 

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
1.Ο περι Δικαστηρίων νόμος του 1960 ν.14/1960
2.Ο περί Ποινικού Κώδικα Νόμος (ΚΕΦ.154)
3.Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΣΥΝΤΑΓΜΑ)
4. Ο περί Κηδεμονίας και Άλλων Τρόπων Μεταχείρισης Αδικοπραγούντων Νόμος του 1996 (Ν. 46(I)/1996)
5. Ο περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος του 2000. (Ν. 119(I)/2000)
6.Ο περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις (Τροποποιητικός) Νόμος του 2003 (Ν. 186(I)/2003)

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , ,