Η αυτόματη αύξηση εφαρμόζεται επί του ποσού της διατροφής, η οποία έχει επιδικασθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο ρυθμίζεται στο άρθρο 38(2) του Ν. 216/90, το οποίο προνοεί ότι «Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά δέκα τοις εκατόν (10%) ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών. Νοείται ότι, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης του υπόχρεου διατροφής, να διατάξει όπως μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση και/ή το ύψος αυτής περιοριστεί. Σε περίπτωση υποβολής τέτοιας αίτησης, αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού αύξησης.» Το Δικαστήριο δυνάμει του ανωτέρου άρθρου οφείλει εντός τριών μηνών όπως εκδώσει την απόφαση του, η οποία δύναται να έχει αναδρομική ισχύ. Το άρθρο 40 του Ν. 216/90 προνοεί τα διατάγματα διατροφής που εκδίδονται δυνάμει του ανωτέρω Νόμου δύναται να εκτελεσθούν και ως χρηματικές ποινές σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Ειδικότερα, παραθέτοντας το νομοθετικό πλαίσιο, το άρθρο 124Α του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 155), όπως τροποποιήθηκε, καθορίζει τη διαδικασία που ακολουθείται λόγω παράλειψης πληρωμής διατροφής, η οποία δεν κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.
Όσον αφορά το ζήτημα της Συνταγματικότητας του άρθρου 38(2) του Ν. 216/90, το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου Νομικό Ερώτημα Αρ. 373 ημερ. 2.5.17, κατά πλειοψηφία, απεφάνθη ότι το συγκεκριμένο άρθρο δεν αντίκειται στο άρθρο 32 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα το Εφετείο στο σώμα της απόφασης αναφέρει ότι «Από την απλή αντιπαραβολή του Νομικού Ερωτήματος που παραπέμφθηκε με το Άρθρο 30.2, προκύπτει κατά πρόδηλο τρόπο ότι το άρθρο 38(2), ουδόλως αποστερεί τη διάγνωση του δικαιώματος και των υποχρεώσεων του υπόχρεου σε διατροφή, ούτε και του αποστερεί το δικαίωμα ανεπηρέαστης δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου. Ούτε βεβαίως τίθεται θέμα, το αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο να μην θεωρείται ως εκ της χρήσης της διαδικασίας του άρθρου 38(2), ως μη ανεξάρτητο, αμερόληπτο ή αρμόδιο. Ζήτημα πρόσβασης στο Δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει δεν εγείρεται, αφού το δικαίωμα πρόσβασης κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.1 που δεν αποτελεί το αντικείμενο εξέτασης στην επίδικη υπόθεση.»
Ως αναλύεται στην υπόθεση, η ρύθμιση του άρθρου 38(2) έχει σκοπό υποβοήθησης της διαδικασίας καταβολής της διατροφής προς αποφυγή καταχώρησης συνεχόμενων αιτήσεων για επανακαθορισμό αυτής και απεγκλωβισμού των διαδίκων από ατέρμονες δικαστικές διαδικασίες. Ως εκ τούτου ο νομοθέτης εν τη σοφία του αναγνώρισε ότι, κατά κανόνα, όσο μεγαλώνουν τα παιδιά πολλαπλασιάζονται και οι ανάγκες και συνακόλουθα τα έξοδα τους. Η εν λόγω πρόνοια σε ουδεμία περίπτωση αποστερεί τον υπόχρεο διατροφής από του να αιτηθεί στο Δικαστήριο οποτεδήποτε για να μην ισχύει η αύξηση αυτή, ή, να περιοριστεί το ύψος της.
Στα εν λόγω άρθρα δεν τίθεται οποιοσδήποτε χρονικός περιορισμός για οφειλόμενες και απαιτητές παροχές διατροφής, παρόλο που η αξίωση διατροφής ανηλίκου είναι ενοχικής φύσης, ο νομοθέτης θέλησε όπως η αξίωση αυτή να μην υπόκειται σε παραγραφή. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει ωστόσο, για τις αντίστοιχες αξιώσεις διατροφής συζύγων, οι οποίες ρυθμίζονται από το άρθρο 9(3) του Ν. 232/91. Αυτό προνοεί ότι «Ποσό που οφείλεται δυνάμει διατάγματος διατροφής για περίοδο μεγαλύτερη από δύο χρόνια δεν μπορεί να εισπραχθεί, αλλά οποιαδήποτε περίοδος απουσίας του οφειλέτη από τη Δημοκρατία δεν υπολογίζεται για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.»
Υπό το φως των ως άνω λεχθέντων, τίθεται ευλόγως το ερώτημα κατά πόσον η διεκδίκηση παρελθούσων διατροφών μετά από μακρά χρονική περίοδο, δύναται να εκληφθεί ως αποποίηση του δικαιώματος ή και κατάχρηση της διαδικασίας καθώς ο υπόχρεος σύζυγος θα οφείλει υπέρογκα ποσά ενόψει της μη καταβολής της αύξησης για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η πιο πάνω περίπτωση, διαφοροποιείται από τις περιπτώσεις όπου υπάρχει συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για παραίτηση από τον Αιτητή/Αιτήτρια από την αξίωση για αναζήτηση παρελθούσων οφειλών διατροφής. Επιπρόσθετα, διαφοροποιείται από την περίπτωση κατά την οποία ο υπόχρεος για διατροφή κάλυπτε όλα αυτά τα χρόνια, τα ποσά των αυξήσεων λ.χ. με την κάλυψη διαφόρων επιπρόσθετων εξόδων του ανήλικου τέκνου και με αυτό τον τρόπο είχε ρυθμίσει με την άλλη πλευρά ένα πρακτικό τρόπο καταβολής της αύξησης υπό την προϋπόθεση ότι η άλλη πλευρά αποδεχόταν εκ της συμπεριφοράς της την ως άνω ρύθμιση. Με άλλα λόγια δεν πρόκειται για περίπτωση μονομερούς συμπεριφοράς του εφεσίβλητου η οποία ενδεχομένως να μην μπορούσε να θεωρηθεί ως συμμόρφωση στο άρθρο 38(2) του Νόμου (υπόθεση ΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΨΥΛΛΙΔΟΥ v. ΚΩΣΤΑ-ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ, Έφεση Αρ. 35/19, 24/3/2021).
Σχετική αναφορά όσον αφορά τη διεκδίκηση παρελθούσων διαφορών γίνεται στο σύγγραμμα του καθηγητή Απόστολου Σ. Γεωργιάδη «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ», σελίδα 626:
«ΙΙΙ. Διατάξεις αναγκαστικού δικαίου
Οι διατάξεις για τη διατροφή είναι κατά μεγάλο ποσοστό διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς οι αντίθετες συμφωνίες των μερών που διαταράσσουν την ισορροπία της υποχρέωσης και του δικαιώματος διατροφής σε βάρος του δικαιούχου είναι άκυρες. Κανόνας ενδοτικού δικαίου είναι π.χ. ο κανόνας για καταβολή της διατροφής σε χρήματα (ΑΚ 1496, 1497) ή ο κανόνας ότι διατροφή οφείλεται από την υπερημερία (ΑΚ 1498). Από την άλλη, κανόνας αναγκαστικού δικαίου είναι π.χ. η απαγόρευση παραίτησης από τη διατροφή για το μέλλον, όχι όμως για το παρελθόν (ΑΚ 1499 εδ. α΄), ακόμη και αν γίνεται με αντάλλαγμα».
Στην υπόθεση ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ v. ΠΟΛΥΒΙΟΥ, Έφεση Αρ. 27/2020, 15/12/2021, το Δικαστήριο ανέφερε στο σώμα της απόφασης του ότι «Το αδιάσειστο (δεν προσβάλλεται με την έφεση ή την αντέφεση, παρά το ότι εκφράζεται κάποιο παράπονο στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 1,) εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι ανάγκες του ανήλικου είχαν αυξηθεί από €290 σε €405 το μήνα μέσα σε 11 χρόνια (1.7.2009 – 22.6.2020) επιβεβαιώνει τον κανόνα, έστω σε μικρότερο ποσοστό αύξησης στην προκειμένη περίπτωση. Και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως το επιπλέον ποσό επωμιστεί η Εφεσείουσα, συμπλέκεται. Εφόσον αυτή επιφορτίζεται το επιπλέον ποσό, δηλαδή την αύξηση, ο Εφεσίβλητος ορθά θα έπρεπε να απαλλαγεί από αυτή. Στην ορθότητα της κρίσης αυτής συνηγορούσε και το γεγονός ότι για πολλά χρόνια και ενώ οι ανάγκες του ανήλικου αυξάνονταν, η Εφεσείουσα δεν απαίτησε, ενεργοποιώντας οιαδήποτε διαδικασία, την αύξηση, παρά μόνο το έπραξε μόλις το 2018». Ενόψει των ανωτέρω, διαφαίνεται ότι η μη διεκδίκηση συσσωρευμένων ποσών διατροφής βάσει της αυτόματης αύξησης για αρκετά χρόνια είναι δυνατό να οδηγήσουν σε απόρριψη του αιτήματος από το Δικαστήριο. Ωστόσο, για σκοπούς προβληματισμού αναφέρεται ότι όσον αφορά την παραίτηση/αποποίηση από δικαίωμα το οποίο γεννάται στο Νόμο, σύμφωνα με τη νομολογία, χρειάζεται η συγκατάθεση του δικαιούχου αυτού. Δυνατό δε αυτή, αν δεν διατυπώνεται ρητώς, να διαπιστώνεται συνεπεία κάποιας συμπεριφοράς του, η οποία είναι αντίθετη προς τη συνέχιση του δικαιώματος. Σύμφωνα επίσης με τη νομολογία η καθυστέρηση άσκησης δικαιώματος από τον δικαιούχο από μόνη της δεν αρκεί προκειμένου να καταδειχθεί αποποίηση δικαιώματος. Σχετική προς τούτο είναι η υπόθεση Selwyn v. Garfit (1888) 38 Ch.D. 273, όπου, στη σελίδα 284, σε απάντηση του ερωτήματος: ‘What is a waiver?’ αναφέρονται τα εξής: ‘Delay is not waiver. Inaction is not waiver, though it may be evidence of waiver. Waiver is consent to dispense with notice.’ Σε κάθε περίπτωση, κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά και το κατά πόσον υπήρξε ή όχι αποποίηση του δικαιώματοςαπό τον δικαιούχο αποτελεί και είναι θέμα μαρτυρίας