ΜΕΡΟΣ 2.
ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΛΕΚΤΙΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ
Ότι και αν υπάρχει ναι, μπορεί να διορθωθεί.
Προκαταρκτικά.
Είμαστε «υπό τις περιστάσεις» αρκετά καλά – απλά χρειαζόμαστε βελτίωση.
Επομένως τα παρόντα κείμενα ΔΕΝ τα γράφουμε με σκοπό να πούμε ότι τίποτα δεν είναι καλό και μέσα από γκρινιάρικες νεομοδίστικες φράσεις του συρμού ότι τάχα «εν έχουμεν υπόθεσην».
Λάθος,
βεβαίως και «έχουμεν υπόθεση»!
Να τα πάρουμε από την αρχή:
σύντομη απολύτως αναγκαία για το θέμα μας ιστορική επισκόπηση για να γίνει καλύτερα αντιληπτό το θέμα.
Η τελευταία ιστορικά ασκηθείσα νόμιμη Ελληνική κρατική εξουσία επί της νήσου μας (πρό της παρούσας δημοκρατίας της Κύπρου του 1960) ήταν επί Ελληνικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου (12ος αιώνας μ.Χ.) και επί εξουσίας του αυτοκράτωρος Αντρονίκου (κατ’ άλλη βιβλιογραφία επί Ισαάκιου Άγγελου) ως Βυζαντινό «θέμα» ή ως Βυζαντινή επαρχία Κύπρου. Αυτό μέχρι το 1191 μ.Χ. όταν ο αιμοσταγής σταυροφόρος Ριχάρδος στον πηγαιμό για τους Αγίους τόπους καταλεηλάτησε και ισοπέδωσε την Κύπρο, έσφαξε τους προγόνους μας και άρπαξε όλο της τον πλούτο από την Κερύνεια για να συλλάβει λέει εκεί τον Βυζαντινό διοικητή Κύπρου Ισαάκιο Κομνηνό διότι ήταν «κακός» κάνοντας προς τούτο ταξίδι από την Αγγλία για να τον τιμωρήσει (είναι αστείο) μέχρι και την Λεμεσό λεηλατώντας την φρικτά έστω και αν τον πάντρεψαν οι Λεμεσιανοί – διότι δήθεν οι «κακοί» Λεμεσιανοί του κατέστρεψαν δύο πλοία στο λιμάνι Λεμεσού, αφού ακόμη και να το έκαναν νομικά/στρατιωτικά ήταν άμυνα/αντεπίθεση προς τον επιτιθέμενο κατακτητή – φτάνοντας μέχρι και τον Άγιο Νεόφυτο, Τάλας Πάφου.
Αναγκαία ιστορική σημείωση: κατά ιστορικούς/συγγραφείς ο Ριχάρδος παντρεύτηκε στην Κύπρο όχι τυχαία, αλλά για να απολαύσει νομικοδογματικοθρησκευτικών ωφελημάτων, αφού η προοδευτικότητα του Ελληνορθόδοξου δόγματος εν τη αποδοχή της ελευθέρας βουλής του ανθρώπου, για σοβαρούς λόγους αναγνωρίζει το διαζύγιο σε θρησκευτικό γάμο (σήμερα για 10 συνολικά λόγους βάσει του άρθρου 225 περί λύσης γάμου του καταστατικού χάρτη της εκκλησία της Κύπρου), σε απόλυτη αντίθεση με το Ρωμαιοκαθολικό δόγμα στο οποίο μόνο ο θάνατος επιφέρει λύση του γάμου. Παρεπόμενα δεν είναι τυχαίο ότι αυτό αποτέλεσε έναν πολύ ελκυστικό λόγο ειδικά για την άρχουσα τάξη για να υιοθετηθεί στην Αγγλία το Αγγλικανικό δόγμα, το οποίο σε θέματα προσομοιάζει στο Ελληνορθόδοξο προσεγγίζοντας τις αρχές του.
Τότε κατελύθη η εκ του λαού γνησίως αρύουσα ισχύ Ελληνική κρατική εξουσία (Ελληνικού Βυζαντίου) επί της νήσου Κύπρου. Πέρασαν 830 χρόνια φρικτότατης Δυτικής/Λατινικής, Οθωμανικής και Εγγλέζικης κατοχής, όταν ο λαός μας κατάφερε μέσα από την γιγάντια δύναμη της ψυχής του να αποσείσει με τον ηρωικό αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. του 55-59 τους Εγγλέζους κατακτητές και να συγκροτήσει κράτος.
Άρα καταλήγουμε ότι-
έχουμε νόμιμο κράτος για ΜΟΝΟ 62 χρόνια ενώ-
άλλες χώρες για αιώνες.
Μιζέρια δεν χωρά ΔΙΟΤΙ το κράτος μας δεν είναι προ-βαστιλλιακό όταν ο απολυταρχικότατος Λουδοβίκος της Γαλλίας έλεγε «l’ etat est moi»(«το κράτος είμαι εγώ») αλλά πλέον το πολίτευμα μας είναι μετα-βαστιλλιακό. Άρα οι σημερινοί συστημικοί δεν είναι «το κράτος είμαστε εμείς» ως η Λουδοβίκεια ρήση, ούτε και η εξουσία αποτελεί κτήμα τινών σημερινών (συστημικών) ηγητόρων. Αντιθέτως, είτε το καταλαβαίνουν είτε όχι, είτε το θέλουν είτε όχι, είτε το αποδέχονται είτε όχι (μα αν δεν το αποδέχονται τότε να φύγουν) αυτοί που κάνουν τους ηγήτορες είναι οι υπηρέτες ημών των πολιτών. Διότι πλέον «το κράτος είμαστε εμείς» – το κράτος είναι ΔΙΚΟ ΜΑΣ, ημών των πολιτών.
Να θυμίσουμε στον αναγνώστη την αλήθεια: όταν οι εκ των ηγετών αναλαμβάνουν μια θέση κάτι λένε (όχι ενόρκως)… «θα υπηρετήσω την πατρίδα;» Άρα; Είναι υπηρέτες ημών των πολιτών και όχι το αντίθετο.
Εφ όσον λοιπόν εμείς οι απλοί άνθρωποι δίνουμε τις εντολές, (προεκλογικά μάλιστα μας λένε ότι θα τις εκτελούν κιόλας) εμείς έχουμε τον λόγο επομένως εμείς έχουμε την εξουσία.
Καταληκτικά, για τα 62 του χρόνια το δικό μας κράτος – ως η εξουσία των ανθρώπων μας σε ευρεία κοινωνική και νομική έννοια και ΟΧΙ ως (κατά νόσφιση εξουσίας) κλαπέν κτήμα από μέρους τινών – δηλαδή εμείς οι απλοί άνθρωποι και η δύναμη μας, ναι πέτυχε πολλά και απίστευτα.
Πώς τα πέτυχε;
Τα πέτυχε λαμβάνοντας την δύναμη ενός εκάστου χωριστά και σωρευτικά αυτήν όλων ομού των υπεράξιων ανθρώπων μας, οι οποίοι με υψηλή εσωτερική ομογνωμία, σε ψυχική ανάταση και συνοχή μέσα από συσπειρωμένη σιωπηλή ομοφωνία, καθίστανται στην πράξη άριστοι υφαντές του ισχυρότατου κοινωνικού ιστού, δίδοντας του ισχύ συνεκτικότητας ατσάλινου επιπέδου. Ο λαός μας ασταμάτητος ψυχικά και ασυγκράτητος στην δημιουργικότητα και εργατικότητα, με ηθική συνοχή, με δημιουργικότητα πνεύματος και σκέψης, με άριστη και αξιοζήλευτη για τα του οίκου του μίκρο-νοικοκυροσύνη, με μάκρο-αγάπη προς την πατρίδα, με ανεξάντλητη αλληλεγγύη, συνελόντι ειπείν φέροντας στην ψυχή του την ενέργεια της παγκοσμίως ανάδελφης λέξης φιλότιμο συγκροτεί και καθοδηγεί ένας έκαστος πολίτης και όλοι μαζί την ομαδική λειτουργία της κοινωνία μας και ναι, η κοινωνία μας κυριολεκτικά θριαμβεύει σε πλείστα θέματα καθιστώντας το κράτος των ανθρώπων μας απροσμάχητον»:
από οικονομία, κοινωνική σταθερότητα συνοχή και αλληλεγγύη, ισχυρή άμυνα, με υπερηφάνεια προτάσσουσα αξιόλογη γεωπολιτική-γεωστρατηγική-στρατιωτική παρουσία στο περιφερειακό σύστημα, έρευνα, παιδεία και επίπεδο παιδείας,σε αριθμό κατεχόντων πανεπιστημιακή μόρφωση, σε εκατοντάδες τράπεζες στο εξωτερικό (πριν την κλοπή) με το ισχυρότερο νόμισμα του πλανήτη την λίρα (πριν τον εξοβελισμό της ο οποίος έγινε παράνομα το 2008, χωρίς δημοψήφισμα για το ύψιστης εθνικής σημασίας αυτό θέμα), μέχρι και παγκόσμια πρωτιά σε εθελοντές δότες μυελού ούσα ως πράξη καρδιάς, ηθική πρωτιά σε ψυχή και αγάπη προς τον συνάνθρωπο και χιλιάδες άλλα και άλλα επίζηλα «συν»! Το μάθαμε και αυτό τυχαία αν και θα ’πρεπε να το ξέραμε δηλαδή να μας ενημέρωναν βάσει του κοινωνικού συμβολαίου ως κοινωνικούς ιδιοκτήτες: πότε το μάθαμε; Όταν τσακώθηκαν μεταξύ τους οι εκ των ηγετών μας: η Κύπρος προηγείται (προηγείτο) παγκοσμίως στα αποθέματα (κατ΄αναλογία) χρυσού και δεν γνωρίζουμε αν τελεί εν ζωή ο χρυσός των ανθρώπων μας αλλά και πού βρίσκεται. Προηγείται ακόμη η πατρίδα μας κατέχουσα το καλύτερο και αρτιότερο κατά την γεωγραφική της έκταση οδικό δίκτυο στην Ευρώπη, προηγείται σε θέματα γεωργίας και στην παραγωγή των καλύτερων γεωργικών προϊόντων παγκοσμίως, καθώς και σε αριθμό ιπτάμενων μέσων αεροπυρόσβεσης (πολύ περισσότερα κατ΄αναλογία από «υπερδυνάμεις»), σε θέματα επιστημονικής γνώσης κατέχουσα πρώτες θέσεις και εν γένει τεχνογνωσίας και υψηλής τεχνολογίας, τεχνικών κατασκευών και τεχνικών οδικών και κατασκευαστικών έργων παγκοσμίου εμβέλειας, προσέλκυσης επενδύσεων και σε χίλια αλλά θέματα!
Η Κύπρος είναι το παγκόσμιο φαινόμενο και οι άνθρωποι της εξ ίσου και ενώ οι τινές εκ των ταγών έκλεψαν τα χρήματα των ανθρώπων μας (το 2013) και ενώ όλοι υποφέρουμε οικονομικά εν τούτοις η χώρα μας αναγεννώμενη εκ της τέφρας της στέκεται ολόρθη και ολοζώντανη και παράγει: κατέχοντας οικονομική ισχύ, οικονομικές πηγές, οικονομικές δυνατότητες, οικονομικές οδούς, οικονομικές επιδόσεις και πρωτιά σε τραπεζικές καταθέσεις, αλλά και σε «άυλα οικονομικά» ήτοι σε αποθέματα ψυχής και καρδιάς των ανθρώπων μας και αν όλα αυτά δεν ίσχυαν έστω και κατά ένα εκατοστό τότε ποτέ ΔΕΝ θα αποτελούσε η Κύπρος ελκυστικό προορισμό ανθρώπων για ψωμί και εργασία από σχεδόν 80(ογδόντα) χώρες του πλανήτη (οι χώρες του πλανήτη συνολικά στα Η.Ε. είναι περίπου 190). Είναι απίστευτο: δηλαδή η Κύπρος τρέφει τους ανθρώπους της πλέον σχεδόν άλλους τόσους σε αριθμούς. Αυτήν την ισχύ η Κύπρος δεν την έλαβε από εξωγήινους αλλά από την δικής της αξία, την δικής της ικανότητα και την δικής της νοικοκυροσύνη αυτήν την έντιμη νοικοκυροσύνη των ανθρώπων της. Δεν θέλουμε να λέμε πολλά λόγια όμως ερωτούμε: ποιά άλλη χώρα το κάνει αυτό; Καλούνται να απαντήσουν οι οικονομολόγοι, οι κοινωνιολόγοι, οι στατιστικολόγοι, οι μαθηματικοί, οι κάθε προς τούτο ειδικοί και οι συναυτοίς αρμόδιοι και αναρμόδιοι: θα μπορούσε π.χ. κατ’ αναλογία η Κίνα να θρέψει Χ2= δύο δις και τετρακόσια εκατομμύρια, ή η Γερμανία Χ2= εκατόν εξήντα εκατομμύρια, ή η Γαλλία Χ2 = εκατόν είκοσι εκατομμύρια, ή οι ΗΠΑ Χ2= ένα δισεκατομμύριο;
Γιατί όμως είναι αυτό κατορθωτό στην Κύπρο;
Πού οφείλονται όλα αυτά;
Τα πάντα είναι αφηρημένα και αδιάστατα ή στην καλύτερη περίπτωση ημιδιάστατα, άψυχα και αόριστες έννοιες, δηλαδή ουσιαστικά τα πάντα είναι ανύπαρκτα και μάταια και μόνο αν η ψυχή των ανθρώπων μεταστοιχειώσει το πνεύμα, την θέληση, την εργατικότητα και την ικανότητα των εσωτερικών δυνάμεων των ανθρώπων σε έργο θα μπορούν τότε «τα πάντα» από την λανθάνουσα φάση της κατάστασης ανενεργείας να καταστούν ζώσα δύναμη δημιουργίας, ώστε να δώσουν στον άνθρωπο αγαθά και να θριαμβεύσουν. Το πάν είναι ο άνθρωπος και αυτό που έχει μέσα του, εξ ού και οι παππούδες μας σοφά – σοφότατα έλεγαν «ο άθρωπος κάμνει τον τόπον τζιό ο τόπος εν γιέριμος».
Και αυτό παρά τις δόλιες τρικλοποδιές και τις ασταμάτητες εγκληματικές κατραπακιές και τα εξ αιτίας των οικονομικών και ψυχής λεηλασιών των ανθρώπων μας πισογυρίσματα ένεκα των ανδραγαθημάτων τινών εκ των ηγητόρων τους.
Δεν τελείωσε το θέμα διότι δεν το αφήνουν οι δυνάμεις του κακού να τελειώσει:
Παρενθετική σημείωση:
«Πρέπει να καταλάβουμε ότι…». Εννοούν – εν εκαταλάβετε – φταίετε…
Αυτή την πονηρότατη όμως συνάμα χαμηλής νόησης φράση, ως να απευθύνονταν στα παιδιά της προδημοτικής φοίτησης, την έλεγαν ασταμάτητα οι «μαστόροι» μας κατά και μετά την λεηλασία(τους) της οικονομίας και της τιμής της πατρίδας μας το 2013. Μάλιστα όταν την χρειαστούν την λένε και τώρα τινές εκ των ηγητόρων. Απλούστατη στην σύλληψη,όμως δολιότατη φράση: να αποσείσουν από τους εαυτούς τους και να φορτώσουν σε εμάς τους απλούς και ταπεινούς ανθρώπους τις ευθύνες τους από ποινικές, αστικές και οικονομικές, μέχρι και κοινωνικές, διότι λέει οι άνθρωποι μας «εφάαν τα ριάλια της καημένης της τράπεζας στα ακριβά αυτοκίνητα και στις πισίνες των σπιτιών τους». Δηλαδή στην κρίσιμη χρονικά περίοδο όλοι οι «Κυπραίοι» ανεξαίρετα είχαν πισίνες στα σπίτια τους και όσοι δεν είχαν έφτιαξαν λόγω της ζέστης που επικρατεί το καλοκαίρι και όλοι οδηγούσαν ακριβά αυτοκίνητα. Μα αν αυτό ήταν αλήθεια και αφού ψάχνουμε τους υπαίτιους και τους ένοχους της οικονομικής καταστροφής επιτέλους φτάσαμε στην κάθαρση της τραγωδίας: ιδού οι ένοχοι, οι 900.000 χιλιάδες πολίτες της Κύπρου. Και γιατί ολιγώρησε ο γενικός εισαγγελέας μή ασκώντας αυτές τις καθ’υπόδειξη σίγουρες 900.000 αστικοποινικές διώξεις, αφού οι εκ των ηγητόρων μας μετά από «έρευνες» ανακάλυψαν και ναι, ονομάτισαν τους ένοχους και βαρέθηκαν ακόμη και οι γάτες να το ακούουν κάθε μέρα ότι (όλοι) οι πολίτες ήταν αυτοί που μπήκαν με βαλίτσες στην κεντρική τράπεζα και έκλεψαν τα «ριάλια»;
Όμως τί ακριβώς ήθελαν δηλαδή να …καταλάβουμε; Ποτέ δεν μας είπαν τί επιτέλους πρέπει να «καταλάβουμε», όπως ακριβώς στην προηγούμενη λεηλασία του 2000 με το χρηματιστήριο έλεγαν: «να προσέξουν οι επενδυτές»! Δηλαδή; Τί να προσέξουν; Ποτέ δεν μας είπαν τί επιτέλους θα έπρεπε να «προσέξουν» οι επενδυτές -δεύτερη απορία του γράφοντος!
Όμως
δεν κρατούσαμε ούτε το 2000,
ούτε 2013,
μα ούτε και τώρα εμείς οι «αφελείς» πολίτες το τιμόνι της διακυβέρνησης του τόπου αλλά αυτοί.
Από κάθε συνετό και απλής λογικής άνθρωπο επικαλούμαστε την βοήθεια του μέσα από την έντιμη του άποψη για απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση:
ένας κανονικός στο μυαλό οδηγός λεωφορείου είναι δυνατόν να πεί ποτέ στους επιβάτες «πρέπει να καταλάβετε»(δηλαδή φταίετε) μετά που ο ίδιος προκάλεσε σύγκρουση του λεωφορείου που οδηγούσε; Μα αυτός δεν ήταν ο υπεύθυνος που κρατούσε το τιμόνι του λεωφορείου και όχι οι επιβάτες που τον πληρώνουν για να τους μεταφέρει; Μην τρελαθούμε!
«Άσχετη» σημείωση όμως με καλή πρόθεση «τραβηγμένη» ναι, είναι σχετική:
στην πάλαι ποτέ Σοβιετική ένωση, αν κάποιος έκλεβε ακόμη και ένα ψωμί το οποίο ήταν σε κρατικό κατάστημα και το οποίο προοριζόταν να διατεθεί ως παροχή στον κόσμο για να τραφεί, τότε τιμωρείτο με εκτέλεση «στην κόκκινη πλατεία» ως έγκλημακατά του λαού, διότι το ψωμί (ναι ακόμη και ένα ψωμί) ήταν περιουσία του λαού.
Επομένως φταίει λέει ο «διοικούμενος» κόσμος μας που του έκλεψαν τα χρήματα του και του λεηλάτησαν την ψυχή και την αξιοπρέπεια του και όχι οι ταγοί που τα διαχειρίζονταν κρατώντας το τιμόνι!
Τινές προχωρημένοι πολίτες ατυχώς κάνοντας τους δικηγόρους των εκ των ταγών λένε: «Φταίετε (βλάκες) εσείς που τους ψηφίσατε. Εσείς (εννοούν οι βλάκες) δεν τους ψηφίζετε; Άρα καλά να σας κάνουν»!
Και μήπως όταν τους ψηφίζαμε γράψαμε ρητή εντολή πάνω στο ψηφοδέλτιο και δίπλα στον σταυρό προτιμήσεως να ξε-πουλήσουν την πατρίδα (ούτως ή άλλως θα ήταν άκυρο) ή μήπως εμείς εντίμως τους καλέσαμε με την υπέρτατη μέσα από τις ψυχές μας εντολή να υπηρετήσουν και να προστατέψουν την πατρίδα; Αυτές ήταν οι εντολές των πολιτών μας, των τιμιότατων ανθρώπων μας;
Όλη αυτή η καταλήστευση του ατομικού πλούτου των πολιτών και λεηλασία της οικονομίας της πατρίδας ας μην κοροϊδευόμαστε κατέληξε και αποκρυμμένη και φυλάττεται από τους ίδιους τους εκ συστήματος τινές.
Γιατί όμως αυτές οι «τινές» δυνάμεις του κακού καταπρόδωσαν και πούλησαν την πατρίδα και τον λαό μας;
Απάντηση γράφοντος.
Δύο είναι οι λόγοι:
(α) διότι η δίψα τους για το χρήμα και η επιθυμία τους να το κλέψουν ήταν χίλιες φορές πιο ισχυρή από την εντιμότητα τους, την ηθική τους και την φιλοπατρία τους και
(β) διότι τελούντες υπό ψυχικό καθεστώς ηλίθιας πλάνης, θεωρούσαν και θεωρούν ότι ΔΕΝ θα πεθάνουν ποτέ.
Επόμενη αποπροσανατολιστική αντιπερισπαστική θέση του συστήματος:
«Μπορούσαν οι πολίτες να αποτρέψουν τα κακά (δεν λένε όμως με ποιό τρόπο) αλλά και μπορούν στην συνέχεια με την ψήφο τους».
Μήπως θα μπορούσαν οι πολίτες να ασκήσουν ρόλο (σε πραγματικό χρόνο) στον χειρισμό ώστε να μην κλαπούν τα χρήματα το 2013 μπαίνοντας στα υπουργεία και στην κεντρική τράπεζα (δηλαδή την δική τους τράπεζα, την των πολιτών και όχι των…) εμποδίζοντας τους κλέφτες ή μήπως θα τους εκτελούσε με ύπερθεν εντολές η αστυνομία;
Αλήθεια ποιόν (ουσιώδη, δραστικό και προπάντων υπαρκτό) ρόλο μπορεί να παίξει πλέον ο πολίτης εδώ και 2.500 χρόνια μετά την κατάργηση της άμεσης δημοκρατίας του Κλεισθένη, και την υιοθέτηση της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας»; Να που τώρα έχουμε και την εφεύρεση -βλέπε απάτη- της «επιστολικής».
Ο Πλάτωνας μέσα στο πανανθρώπινα ευγενέστατο του όνειρο και σε όλες του τις γιγάντιες σκέψεις να ανακαλύψει επιτέλους την «ιδανική πολιτεία» μέσα από το ιδανικό πολίτευμα, δεν είχε κανένα λάθος όταν έλεγε ότι η «δημοκρατία» (εννοούσε την αντιπροσωπευτική) είναι το χειρότερο πολίτευμα υμνώντας την «αριστοκρατία» δηλαδή να «κρατούν» (να κυβερνούν)
οι άριστοι
στις ικανότητες,
στην τιμιότητα,
στον πατριωτισμό,
στην συνείδηση,
στην νοημοσύνη,
στις πολιτικές αξίες,
στην ιδεολογία και
στην αγάπη προς τον άνθρωπο και την πατρίδα.
Επομένως πόσα και τί ακριβώς δύναται επεμβατικά και επιδραστικά να κάνει ο πολίτης προς την ροή της άσκησης της διαπολίτευσης του τυραννικού καθεστώτος της σημερινής δικτατορίας της δημοκρατίας;
Και η ψήφος σε αυτές τις καθεστηκυίες τάξεις, τί μπορεί να κάνει αφού πάλι και πάλι οι ίδιοι θα βγούν, είτε εκ νεποτισμού, είτε εξ αλλήλοις συναλλαγής; Δεν κρύβουμε τα λόγια μας: μετά την κατάργηση της ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ δημοκρατίας δηλαδή την ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ του Κλεισθένη όπου ψήφιζαν όλοι οι Αθηναίοι και την μετέπειτα υιοθέτηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (με αντιπρόσωπους), δεν υπάρχει πλέον δημο-κρατία (να κρατά ο δήμος) εξ αντικειμένου πραγματική και αληθής. Οι «δημοκρατίες» (πλην μερικών) δεν υπηρετούν τις κοινωνίες αλλά τις καταστάσεις και τα συμφέροντα των τοπικών συστημάτων όλα στην αγκαλιά και υπό τις εντολές του παγκόσμιου συστήματος.
Πάντως οι εκ των πολιτειακών μας επίορκοι, έκαναν «καλή δουλειά» με αυτού του τύπου τις φράσεις κλειδιά, φράσεις κλισέ, φράσεις σλόγκαν, διότι υπάρχουν άνθρωποι που δυστυχώς δέχονται τις ως άνω αηδιαστικές θέσεις, ότι δηλαδή ο λαός μας ήταν αυτός που έκανε όλα τα κακά: αυτοεξεφτελίστηκε και αυτοκατακερουργήθηκε μαζοχιστικά, αυτοπουλήθηκε και αυτοπάττησε, διότι μπήκε ένα βράδυ στην κεντρική τράπεζα και σε όλα τα ταμεία του κράτους και άρπαξε όλα τα ριάλια και τα ξόδεψε αλόγιστα και εγκληματικά και τώρα (2013 και μετά το 2013) χρωστάμε(μετά από εκατόν φορές ξανά και δήθεν ξανα-μέτρημα) ως χώρα 47 δις. Να σημειωθεί ότι αυτοί που έχουν καλή μνήμη δεν ξέχασαν και δεν θα ξεχάσουν ποτέ ότι το ως άνω πόσο των 47δις κυριολεκτικά μαγειρεύτηκε αφού ξεκίνησε ως ελλείπων ποσό τις πρώτες στιγμές από τα 7 δις. Αυτά τα δήθεν 7 δις σιγά – σιγά και με καλή προς τούτο επεξεργασία και σιγοψήσιμο για να μας προ-ετοιμάσουν, έφτασαν μετά από αρκετό χρόνο (πάντως όχι εύλογο χρόνο με βάση την σοβαρότητα του θέματος και υπό τις εν γένει τις περιστάσεις) στα 47 δις. Αυτή η παν-ύποπτη χρονική πάροδος μέσα από το επίσης παν-ύποπτο ροκάνισμα του χρόνου μέχρι να εκδοθεί το δήθεν τελικό παν-ύποπτο «πόρισμα» για το πόσα χρήματα κλάπηκαν, ήταν υποτιμητικό προς την νοημοσύνη των ανθρώπων μας αφού ακόμη και ένα μονομελές λογιστήριο μιας μικρής και ταπεινής εμπορικής επιχείρησης θα μπορούσε σε μερικές ώρες ή έστω το αργότερο σε ένα 24ωρο να καταλήξει σε πόρισμα σε περίπτωση διερευνόμενης απάτης στην συγκεκριμένη εταιρεία.
Δεν θα συνεχίσουμε αυτό το θέμα από περιφρόνηση προς τους εκ των πολιτειακών και αξιωματούχων μετασχόντων και ετέρων συμμετασχόντων στο Λουκούλειο γεύμα.
Καταληκτικά, μέσα από την ταπεινή πολυετή δικηγορική μας πείρα και μάχιμη τριβή και παρά τα όσα εγγενή, διαδικαστικά και πρακτικά ή ακόμη και … τεχνικά προβλήματα μπορεί να υπάρχουν και παρά τις ενίοτε μίζερες και γκρινιάρικες θέσεις τινών, ναι αισθανόμαστε περηφάνια για την δικαιοσύνη μας!
Συνεπώς αν οι «γκρινιάρηδες» αυτοί έκαναν μια απλή συγκριτική της δικής μας δικαιοσύνης με άλλες χώρες ίσως και πιό «προηγμένες» (όμως περιορισμένες σε απλή τεχνολογική προήγηση) τα μάλα θα εκπλήσσονταν και πολύ απότομα και με πάρα πολλή απογοήτευση θα ξυπνούσαν από της πλάνης το κλισέ όνειρο «μα ξέρετε στο εξωτερικό»…Μα ποιόν εξωτερικό; Πιθανότατα τινές δεν πήγαν καν εξωτερικό και επίσης πιθανότατα δεν ξέρουν να προσανατολίσουν και να διαβάσουν έναν γεωγραφικό χάρτη…με ότι αυτό σημαίνει ή ακόμη και αν πήγαν εξωτερικό κοίταζαν αλλά δεν έβλεπαν…
«Ο Θεός είναι ψηλά αλλά βλέπει χαμηλά»
Προβλήματα στην δικαιοσύνη υπάρχουν.
Μα είναι δυνατόν ένας ζωντανός οργανισμός ο οποίος ασκεί το ιερό και εκ των υψηλότερων ανθρώπινων ιδεών καθήκον, αυτό της απόδοσης της δικαιοσύνης, να είναι ονειρικά πλασμένος και φανταστικά τέλειος;
Ότι και αν υπάρχει όμως ναι, μπορεί να διορθωθεί, ότι και αν υπάρχει ναι,θα το αντιμετωπίσουμε και θα το λύσουμε.
Άρα όλοι οι νομικοί, καθ’ είς με ανά χείρας το δικό του ταπεινό λιθαράκι, στις επάλξεις του αγώνα δηλώνουν: «τέταγμαι».
Επειδή το θέμα που αναλύουμε είναι κατά βάση γλωσσικό εκ προοιμίου να σημειώσουμε ότι διαβάζοντας κάποιες δικαστικές αποφάσεις τόσο πρωτοβάθμιες όσο και δευτεροβάθμιες συγκεκριμένων δικαστών, εμείς ως καλόπιστοι και όσο μπορούμε αντικειμενικοί κριτές, μόνο περηφάνια αισθανόμαστε για το άριστο λεκτικό (πέρα από το νομικό επίπεδο το οποίο τελεί σε άλλη φάση/κατηγορία κρίσης από αυτό που εξετάζουμε) επίπεδο της δικαιοσύνης μας.
Όμως –
δεν είναι όλα τόσο ιδανικά και ωραία και δυστυχώς ούτε και όλοι οι λειτουργοί της Θέμιδας είναι άριστοι γνώστες και χρήστες της νομικής και της Ελληνικής γλώσσας (όμως εκ του νόμου και επαγγελματικά πρέπει καθηκόντως να είναι και επομένως οφείλουν να είναι, συνεπώς ιδού πεδίο δόξης λαμπρό για την προσπάθεια της λεκτικής και εν γένει μας βελτίωσης.
Οι πιο κάτω σκέψεις προβληματισμού, αλλά συνάμα και υποβολής λύσεων για το τεράστιο θέμα της γλώσσας αποτελούν καλή τη πίστει ακαδημαϊκής μορφής καταγραφή απόψεων με ένα και μόνο σκοπό την λεκτική και γενική βελτίωση και το καλό της δικαιοσύνης μας υπερήφανο κτήμα της κοινωνίας.
Αν τινές θεωρούν το θέμα γλώσσας και τo κεφάλαιο γλωσσικονομική απόδοση της δικαιοσύνης ως απλή λεπτομέρεια ή ως τυπικό, ας σκεφτούν αυτό το πολύ απλό και αληθέστατο: μα αφού εκ προοιμίου η επαρκής γνώση της Ελληνικής, είναι η απόλυτη προϋπόθεση για την κατ΄επέκταση καλή απόδοση της νομικής γλώσσας (άρα και καλή επιχειρηματολογία) η οποία με τα ζωηρά της χρώματα, θα ζωγραφίσει τον ωραίο πίνακα του ολικού πακέττου του «δικηγορείν» και του «δικάζειν».
Και αυτός ο πίνακας με την ωραιότητα του – όμως συνάμα σεμνά, ταπεινά και όχι φάνφαρα – δεικνύει ξεκάθαρα ακρίβεια και ευστοχία νομικής σκέψης, υψηλό επαγγελματισμό, ορατή και εγγυημένη υπευθυνότητα χαρακτήρα και εν γένει αποκαλύπτει το καλό επίπεδο της νομικής προσπάθειας, τιμώντας τον ομιλούντα ή γράφοντα δικηγόρο και δικαστή.Ειδικά για τον δικηγόρο η ωραία νομική γλώσσα, στην παρά τω δικαστηρίω αγόρευση και γενικά στο «ομιλείν» είναι η εμφανέστατη λάμψη του αστέρα, ο οποίος με την λάμψη του αυτή φωτίζει επιβεβαιωτικά αυτό που λέγεται άσκηση – και πάλι με σεμνότητα – «υψηλής δικηγορίας».
Επί του θέματος:
Ο Σωκράτης είπε ότι : Δεν χρειάζεται να λες τι ξέρεις, αλλά να ξέρεις τι λες!
α) Η προσφώνηση «εντιμότατε».
Η προσφώνηση αυτή είναι λεκτικά και εννοιολογικά λανθασμένη για τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει.
Προέρχεται ως κατά μετάφραση αντιγραφή, ή ως (πλάγιο) αντιδάνειο, από την Αγγλική προσφώνηση του δικαστού ως «γιουαρόνορ» κάτι δηλαδή με τιμές ή μέσα σε τιμές. Όμως η Αγγλική προσφώνηση είναι λανθασμένη διότι το ζητούμενο από την κοινωνία που προσφωνεί έναν δικαστή, δεν είναι να του αποδώσει απλά τιμές ή να τον θέσει εν μέσω τιμών και να τον περιβάλει σε υπερθετικό(-ότατος) μάλιστα βαθμό με τις τιμές αυτές, αλλά από την εκ προοιμίου αυτή προσφώνηση απλά να του εκφράσει ότι:
αναγνωρίζει και αποδέχεται η κοινωνία τον άνθρωπο αυτό ως κατάλληλο για άσκηση του λειτουργήματος του δικαστή ως φέροντα
τιμιότητα, (όχι απλά τιμή)
ηθικότητα,
ευσυνειδησία και άρα αφού ο δικαστής φέρει εσωτερικά τις αξίες αυτές επομένως για τον πολίτη ναι είναι όντως το κατάλληλο και ικανό άτομο να «τον δικάσει» και να αποδώσει την δικαιοσύνη.
Αλήθεια τώρα, ποιός φυσιολογικός άνθρωπος θα ήθελε να τον κρίνει ένας δικαστής που δεν έχει αυτές τις αρετές;
Ας αναλύσουμε όμως ετυμολογικά την λέξη εντιμότατος στην προσπάθεια μας να βρούμε το σωστό.
Ας δούμε όμως προηγουμένως ένα παραπλήσιο παράδειγμα: η λέξη έν-δοξος αναλυόμενη ετυμολογικά προκύπτει ως σύνθετη λέξη από την πρόθεση «έν» και την λέξη «δόξα». Αυτό σημαίνει κάτι το δοξασμένο, ήτοι το ευρισκόμενο μέσα στις δόξες άρα «εν δόξοις» κατάσταση.
Επομένως το «έντιμος» αναλυόμενη ετυμολογικά αφορά την πρόθεση έν και την τιμή. Τιμή σημαίνει καλή φήμη, εξύψωση, κοινωνική υπόληψη και ΟΧΙ τιμιότητα. Τιμιότητα/τίμιος σημαίνει ηθικός, ευσυνείδητος, δίκαιος. Μπορεί κάποιος να είναι τίμιος όμως όχι έντιμος ή έντιμος όμως όχι τίμιος. Συνεπώς αν και περνά εντελώς απαρατήρητο υπάρχει διαφορά στις λέξεις τιμή, τίμιος και τιμιότητα.
Αν λεχθεί ότι το «εντιμότατε» σημαίνει όντως τίμιος στο υπερθετικό βαθμό, άρα ξέρετε είναι εντάξει, αυτό είναι απόλυτο λάθος, διότι τότε δεν θα χρειάζετο η πρόθεση «εν» αφού η λέξη τίμιος δουλεύει τέλεια από μόνη της στους τρείς βαθμούς σύγκρισης και απλά θα κινείτο ως εξής: (α) στον θετικό βαθμό: τίμιος, (β)στον συγκριτικό βαθμό : τιμιότερε και (γ)στον υπερθετικό βαθμό : τιμιότατε (και όχι εν – τιμότατε). Τί θα την ήθελε ο υπερθετικός βαθμός και από πάνω την πρόθεση «εν»; Ο υπερθετικός βαθμός στην περίπτωση που εξετάζουμε δεν έχει ανάγκη την πρόθεση «εν» διότι λαμβάνει από τον εαυτό του την ανώτατη του δύναμη, δηλαδή από την κατάληξη – τατε. Π.χ. οι λέξεις συχνό-τατα, σπανιό-τατα, κρισιμό-τατα, πιθανό-τατα, δεν λέγονται εν-συχνότατα, εν- σπανιότατα εν-κρισιμότατα, εν-πιθανότατα κ.λ.π.
Αρα το «εν» καταδεικνύει ξεκάθαρα εκτός των άλλων επιχειρημάτων μας ότι η λέξη εντιμότατε αφορά τιμή, όχι τιμιότητα.
Επομένως το «εντιμότατε» παραπέμπει εντός/μέσα σε κατάσταση τιμής δηλαδή ενταγμένος σε κατάσταση τιμών, εννοώντας αυτόν τον άνθρωπο που βρίσκεται μέσα στις τιμές και εξ αυτών των τιμών εντελώς περιβεβλημένον μάλιστα στο υπερθετικό βαθμό…
Συνεπώς το «εντιμότατε» – ότι δηλαδή ευρίσκεται «εν τιμαίς» ο δικαστής – θεωρούμε ότι ως λέξη παρεκτρέπει εκ του σωστού λεκτικού προορισμού του το θέμα της προσφώνησης και κατ΄επέκταση εκ του επιδιωκόμενουηθικού της προορισμού. Διότι το ζητούμενο δεν είναι να ενταχτεί ο δικαστής μέσα από επευφημιστικούς ήχους σε άστοχες φιλοφρονήσεις στηριζόμενες στο εφήμερο και μάταιο μιας παροδικής δόξας. Και αυτό διότι το καθήκον του το επιτελεί ως υπηρέτης της κοινωνίας και μέσα από προς τούτο αρμοδία εντολή της κοινωνίας με σεμνότητα, με ταπεινοφροσύνη με νηφαλιότητα και με απόλυτη προσήλωση στις υψηλές αξίες της δικαιοσύνης και της ηθικής. Επομένως το ζητούμενο από την κάθε προσφώνηση προς τον δικαστή είναι ο απευθυνόμενος προς αυτόν να κάνει προ-αναγνωριστική και συνάμα προ-επιβεβαιωτική μνεία της δημόσιας αναγνώρισης του ηθικού του κύρους μέσα από ηθική του ακεραιότητα, την ηθική την ευσυνειδησία, την δικαιότητα και χρηστότητα που τον διακατέχουν και όχι να του απονείμει τιμές και δόξες. Εξ άλλου δεν είναι ούτε και σύμφωνο με τους κανόνες της ηθικής η απόδοση τιμής και δόξας ως εξ αυτοσκοπού στον δικαστή. Η δικαιοσύνη δεν αναζητεί ούτε τιμή, ούτε δόξα, ούτε στεφάνια γι’ αυτό που προσφέρει. Η Θέμιδα με λιτότητα αρκούμενη σε σπαθί και ζυγαριά αγωνίζεται για τους ανθρώπους και το μόνο χρειάζεται είναι απλή και ταπεινή αναγνώριση μέσα από τις ψυχές ημών των πολιτών. Και μάλιστα η Θέμις προχωρώντας ακόμη πιο μπροστά θεωρεί ως καταληκτική εξύψωση της, την κριτική (καλόπιστη) ως ενεργητικής μορφής συμβολή στην επαύξηση της εμπιστοσύνης και αναγνώρισης της από τους ανθρώπους. Η σωστή δικαιοσύνη και ο σωστός δικαστής αναζητούν και αποδέχονται την κριτική. Μήπως τα ένδικα μέσα και η άσκηση τους δεν είναι μια ασταμάτητη ένδο – κριτική στην δικαιοσύνη;
Η κριτική μόνο ωφέλιμους καρπούς δίδει στην δικαιοσύνη.
Επειδή όλα συνδέονται ας δούμε για πολύ λίγο το θέμα αυτό.
Κριτική και αξία κριτικής και του διαπλαστικού της ρόλου: η άσκηση και η διάπλαση του δικαίου είναι «σταυρός μαρτυρίου» και βαρύ καθήκον, επομένως μέγα που αφορά την κοινωνία μας θέμα. Αρα όσο και αν θεωρούμε τίμιο και ακέραιο τον δικαστή, όμως επειδή δεν παύει ποτέ να είναι ένας απλός άνθρωπος όπως όλοι μας κατ΄επέκταση σεβαστό μεν το έργο του, όμως δεν πρέπει να γίνεται παθητικά αποδεκτό: η κριτική είναι ελεγκτική και διορθωτική ενέργεια, διότι κανείς από την ομάδα των ανθρώπων δεν τα ξέρει όλα πλην του Κυρίου, άρα ο δικαστής χρειάζεται την «βοήθεια του κοινού» συνεπώς η δύναμη της κριτικής τον βοηθά διότι του υποδεικνύει οδούς βελτίωσης.
Και αυτή η παράμετρος:
η κριτική, ακόμη και στην σκληρή προς τον δικαστή πρακτική της, μέσα από κόσμια και καλόπιστη ενάσκηση, (ενάσκηση σημαίνει κάνω χρήση δικαιώματος) επιτελεί ωφέλιμο προς την δικαιοσύνη ρόλο προωθώντας προς το καλύτερο την παραγωγή του δικαστικού έργου μέσω της συνεκδοχικής συναρμογής δύο ισχυρών δυνάμεων: της περί δικαίου σκέψης και του παραγωγικού κριτικού σκεπτικισμού της κοινωνίας.
Η κριτική ΔΕΝ πρέπει να μας «φοβίζει» διότι από την στιγμή που γίνεται κριτική σε δικαστικές αποφάσεις-
– άμεσα από την κοινωνία διά ζώσης και ή άλλως πώς νομίμως,
– με άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων από δικηγόρους,
– με καλόπιστα από πολίτες ή δικηγόρους δημοσιευόμενα σχόλια, ή με άρθρα ή άλλως πώς μέσα από δημόσιας πρόσβασης βήματα,
αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία εκ προοιμίου ναι, αναγνωρίζει την αξία της και απλά με την κριτική ασχολείται τώρα με την βελτίωση της συγκεκριμένης απόφασης. Η δικαστική απόφαση αφορά την κοινωνία και επομένως η κοινωνία ασφαλέστατα έχει και λόγο και άποψη για τα αφορώντα αυτήν. Αυτός ο συλλογισμός μας στηρίζεται στο ότι πολύ απλά αν η κοινωνία δεν αναγνώριζε το συγκεκριμένο δικαστικό έργο και την αξία του, μέσα από την αντίθετη ή «άλλη» καταγραφή δικών της απόψεων, (έστω και αν αυτό είναι σε μικρό ή μεγάλο μέρος αμφισβήτηση του δικαστού) τότε ίσως να περιφρονούσε εν συνόλω το συγκεκριμένο έργο και να μην ασχολείτο καν απορρίπτοντας το ολικώς.
Επανερχόμενοι, η σωστή προσφώνηση θα πρέπει να οδηγεί στην έκδηλη και ορατή αναγνώριση της ακεραίας του υπόστασης και της ηθικής του δικαστού αξίας και επαναλαμβάνουμε ότι το ζητούμενο και ευλόγως αναμενόμενο για τον δικαστή δεν είναι άλλο από το να είναι ένας εκλεκτός, δίκαιος, ηθικός, χρηστός, ευσυνείδητος και εξαιρετικός όσον αφορά την ηθική του αξία, ακέραιος άνθρωπος.
Άρα θα πρέπει όλοι να σκεφτούμε για να βρούμε την κατάλληλη λέξη αφού όλο αυτό που πρέπει περιφραστικά (πολύλογα) να λεχθεί «καλέ μου άνθρωπε ήρθα σε σένα για δικαίωση εμπιστευόμενος την τιμιότητα(λέξη προερχόμενη από το τίμιος και όχι από την τιμή) και την ακεραιότητα σου κ.λ.π.» πρέπει να ενταχθεί συμπυκνωμένα στον λόγο μας με μια μαγική μονολεκτικά λέξη προσφώνησης.
Άρα η προσφώνηση πρέπει να είναι σε μορφή μονολεκτικής διάστασης π.χ. «τίμιε»(ηθικέ) και αν θέλουμε συνάμα να συνεχίσουμε τον υπερθετικό βαθμό του «εντιμότατε» τότε να προσφωνηθεί π.χ. «τιμιότατε» πλην όμως-
προσωπική μας θέση είναι ότι η λέξη αυτήδεν είναι και τόσο πολύ ταιριαστή, ούτε και τόσο για τις περιστάσεις εύηχη.
Παλαιά οι εισαγγελείς – όντες όλοι αστυνομικοί – προσφωνούσαν τον δικαστή με το διατηρηθέν στις ναφθαλίνες της αποικιοκρατίας παλαιομοδίτικο και εντελώς άκυρο αλλά και κακόηχο σκέττο:
«κύριε». Προσωπική θέση του γράφοντος ότι δεν συμπάθησε ποτέ αυτή την λέξη αφού του θύμιζε την προσφώνηση των μαθητών του δημοτικού και του γυμνασίου προς τον δάσκαλο και το καθηγητή τους. Και τουλάχιστον τα παιδιά μετά το «κύριε» έβαζαν και το όνομα του συγκεκριμένου ανθρώπου.
Χωρίς να υπαινισσόμαστε δόλο ή ασέβεια από πλευράς των τότε αστυνομικών(και αυτοί απλά έτσι το βρήκαν) αυτό καθ’ ημάς ήταν πολύ αδόκιμος τεχνικά όρος και ως λέξη πρόχειρη και πολύ ασύμβατη, σχεδόν ασεβής προς την θεσμική και την ανθρώπινη οντότητα του δικαστηρίου.
Ήταν μια εξ αντιδανείου υιοθέτηση του λεκτικού όρου «σέρ» των προηγηθέντων παράνομων κατοχικών αποικιοκρατικών ψευδο-«δικαστηρίων» τα οποία ανετράπησαν βίαια ομού με το όλο αποικιοκρατικό διευθυντήριο εκ της επαναστάσεως της ΕΟΚΑ του 55-59.
Καταλήγουμε συνεπώς στην πλέον κατάλληλη κατά την άποψη μας λέξη προσφώνησης του τύπου «κύριε δικαστά» ή ακόμη δεν θα ήταν λάθος να προσφωνείται ο δικαστής ως «κύριε πρόεδρε» αφού ακόμη και σε μονομελή σύνθεση ουσιαστικά και πάλι ο δικαστής «προεδρεύει» (δηλαδή ευρίσκεται πρό της έδρας) της όλης δικαστικής και δικονομικής διαδικασίας.
Θα ακολουθήσει ΜΕΡΟΣ 3.