Στο παρόν άρθρο πρόκειται να αναλυθεί πως αντιμετωπίζεται από τα Κυπριακά Δικαστήρια, μαρτυρία η οποία αποκτήθηκε παράνομα κατά παράβαση θεμελιωδών συνταγματικών αρχών, μαρτυρία η οποία αποκτήθηκε παράνομα κατά παράβαση νομοθετικών προνοιών και σε ποιες περιπτώσεις τέτοια μαρτυρία γίνεται δικαστικώς αποδεκτή. Εν συνεχεία θα αναλυθούν οι διαφορές στον τρόπο προσέγγισης των εν λόγω μαρτυρίων από τα Αγγλικά Δικαστήρια και την Αγγλική νομοθεσία και πως θα μπορούσε παρόμοια στρατηγική/προσέγγιση να βοηθήσει το νομικό μας σύστημα προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του μαρτυρικού υλικού ώστε να αποδίδεται δικαιοσύνη στην ύπαρξη έκδηλης παρανομίας και ειδικότερα σε υποθέσεις διαφθοράς, όπου οι παρανομούντες χρησιμοποιούν καταχρηστικά την συνταγματική προστασία των ατομικών ελευθεριών προκειμένου να θεωρηθεί παράνομη μαρτυρία που είναι ικανή να τους καταδικάσει.
Εισαγωγικά για σκοπούς ανάπτυξης του ζητήματος, θέτω εν συντομία το νομοθετικό πλαίσιο με το οποίο προσεγγίζεται από τα Κυπριακά Δικαστήρια η προσπάθεια εισαγωγής μαρτυρίας που αποκτήθηκε παράνομα.
Η περίπτωση παράνομα ληφθείσας μαρτυρίας αντιμετωπίζεται διαφορετικά αναλόγως του είδους της παραβίασης που την καθιστά παράνομη. Στην ουσία δημιουργήθηκαν δύο κατηγορίες προσέγγισης με κριτήριο το είδος της παραβίασης όπου ανά περίπτωση οδηγείσε διαφορετικό αποτέλεσμα σχετικά με την δικαστική αποδοχή τους.
Η πρώτη κατηγορία προκύπτει όταν η μαρτυρία αποκτήθηκε κατά παράβαση θεμελιωδών συνταγματικών αρχών και η δεύτερη όταν αυτή αποκτήθηκε κατά παράβαση νομοθετικών προνοιών.
Στην περίπτωση όπου η μαρτυρία αποκτήθηκε κατά παράβαση θεμελιωδών συνταγματικών αρχών δεν γίνεται σε καμία περίπτωση δικαστικώς αποδεκτή (με εξαίρεση την περίπτωση παραβίασης του Άρθρου 17 του Συντάγματος όπου με την 6η τροποποίηση του συντάγματος (2010) επιτρέπεται η άρση του απορρήτου της επικοινωνίας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις με αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα). Η θεωρία πίσω από αυτή την προσέγγιση στηρίζεται στο ότι εφόσον αποκτήθηκε παράνομα, το πιθανότερο να είναι αναξιόπιστη και παραπλανητική. Επιβεβαίωση της ανωτέρω άποψης προέκυψε εν μέρει και στην υπόθεση Parpas v The Republic (1988) 2 CLR 5 όπου στην απόφασή του το δικαστήριο σημείωσε ότι η αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας θα έπληττε την ακεραιότητα του θεσμού της απονομής της δικαιοσύνης, του θεσμού της δίκαιης δίκης, τη νομική και ηθική διάσταση της δικαστικής λειτουργίας.
Απόφαση σταθμός επί του θέματος αποτελεί η υπόθεση The Police v Georghiades (1983) 2 CLR 33. Όπου το Ανώτατο Δικαστήριο υπό πενταμελή σύνθεση αποφάνθηκε ότι μαρτυρία η οποία αποκτήθηκε κατά παράβαση θεμελιωδών συνταγματικών αρχών, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Συγκεκριμένα στην εν λόγω απόφαση το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρχε παραβίαση του Άρθρου 15 (Δικαίωμα προστασίας και σεβασμού της ιδιωτικής ζωής)και του Άρθρου 17 (Δικαίωμα σεβασμού του απορρήτου επικοινωνίας) του Συντάγματος. Η απόφαση στηριζόταν και στο Άρθρο 34 του Συντάγματος το οποίο δεν επιτρέπει την κατάργηση βασικών θεμελιωδών αρχών του, ενώ άμεσα συνυφασμένο είναικαι το Άρθρο 35 του Συντάγματος το οποίο προνοεί πως όλα τα θεσμικά όργανα του κράτους οφείλουν να σέβονται και να τηρούν το σύνταγμα με ιδιαίτερη έμφαση στοΜέρος ΙΙ το οποίοπεριλαμβάνει τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και στην Υπόθεση Αστυνομία ν. Χριστόδουλου Γιάλλουρου (1992) 2 ΑΑΔ 147 όπου με παρόμοια γεγονότα κρίθηκε ότι το περιεχόμενο μαρτυρίας που προκύπτει μέσω κρυφής ηχογράφησης παραβίαζε θεμελιώδη δικαιώματα (Άρθρο 15 (Δικαίωμα προστασίας και σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) και Άρθρο 17 (Δικαίωμα σεβασμού του απορρήτου επικοινωνίας) του Συντάγματος) επιδεικνύοντας ότι ο κανόνας αποκλεισμού είναι απόλυτος και δεν επιδέχεται συμβιβασμό ή εξαίρεση. (Η εξαίρεση που εισάχθηκε με την 6η τροποποίηση του Άρθρου 17 θεσπίστηκε το 2010).
Η δεύτερη κατηγορία αφορά μαρτυρία η οποία λήφθηκε κατά παράβαση νομοθετικών προνοιών. Μαρτυρία αυτής της κατηγορίας αντιμετωπίζεται με περισσότερη ελαστικότητα. Η προσέγγιση σε περίπτωση παράβασης νομοθετικών προνοιών διέπεται από τις αρχές του κοινό δικαίου και σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 29(1)(γ) του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Ο γενικός κανόνας συνιστά ότι η μαρτυρία αυτή δεν αποκλείεται εξ ορισμού (βλ. ΜΚ v Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 14/13 και Parris v Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 186) αλλά το Δικαστήριο έχει την διακριτική ευχέρεια να την επιτρέπει, νοουμένου ότι είναι σχετική και τα δυσμενή επακόλουθα που θα προκύψουν με την αποδοχή της δεν θα επηρεάσουν το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη ή άλλο ανθρώπινο δικαίωμα (Michael v Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2006) 2 ΑΑΔ 411).
Επομένως καθίσταται σαφές ότι η εισαγωγή μαρτυρίας βίντεο, ηχογράφησης, φωτογραφίας κτλ. που λήφθηκαν χωρίς την συγκατάθεση των μερών κατά κανόνα παραβιάζει τα άρθρα 15 και 17 του συντάγματος και κατά συνέπεια δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε δικαστική διαδικασία αφού ο κανόνας αποκλεισμού της είναι απόλυτος.
Η σύγκριση αναφορικά με την προσέγγιση παράνομα ληφθείσας μαρτυρίας των Αγγλικών Δικαστηρίων και των Κυπριακών Δικαστηρίων δεν είναι καθόλου τυχαία εφόσον το Κυπριακό Δίκαιο βασίζεται στο κοινό δίκαιο και στις περισσότερες περιπτώσεις ακολουθούμε τακτικές και νοοτροπίες του κοινό δικαίου καθόλου για το λόγου το αληθές,σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κεφ.9 περί αποδείξεως Νόμου, εφαρμόζουμε το Δίκαιο και τους κανόνες απόδειξης που ίσχυαν στην Αγγλία την 5η Νοεμβρίου 1914. Ωστόσο στην Κύπρο δεν εφαρμόζονται οι τροποποιημένοι και αναθεωρημένοι κανόνες απόδειξης της Αγγλίας. Σημαντικότερη τροποποίηση αναφορικά με το θέμα αποτελεί αυτή του 1984η οποία άλλαξε κατά πολύ την προσέγγιση που ακολουθούν τα Αγγλικά Δικαστήριασε σχέση με μαρτυρία που λήφθηκε παράνομα.
Συγκεκριμένα η δυνατότητα αποδοχής ή απόρριψης μαρτυρίας η οποία αποκτήθηκε παράνομα στην Αγγλία πλέον (με το νέο νομοθέτημα) θεσπίζεται κάτω από το άρθρο 79 του «Police and Criminal Evidence Act 1984(PACE)» το οποίο στην ουσία παρέχει στο Δικαστήριο την διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει ανάλογα λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης αν θα αποδεχθεί ή όχι τέτοια μαρτυρία με γνώμονα την δίκαιη και ομαλή διεξαγωγή της δίκης ανεξάρτητα του ύψους της παραβίασης. (Σημαντικό κριτήριο να διασφαλίζεται η ισορροπία ανάμεσα στο συμφέρον της κατηγορούσας αρχής και το συμφέρον της υπεράσπισης σε περίπτωση όπου το Δικαστήριο αποδεχθεί παράνομα ληφθείσα μαρτυρία προς όφελος της δικαιοσύνης).
Η νομοθετική αυτή πρόνοια όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» (Σελ. 801), εισήγαγε δύο σημαντικές καινοτομίες στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να αποδέχεται μαρτυρία που πάρθηκε παρανόμως.
Πρώτον, καθιέρωσε ότι το κριτήριο για αποδοχή ή απόρριψη τέτοιας μαρτυρίας δεν είναι η κακή πίστη, η καταπίεση ή εξαπάτηση, αλλά η συνολική εικόνα της αδικίας που μπορεί να προκύψει για τον κατηγορούμενο.
Δεύτερον, προνοεί ρητώς ότι ενώ ο τρόπος λήψης της μαρτυρίας δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ξεχωριστή διακριτική ευχέρεια αποδοχής ή απόρριψής της, θεωρείται ως στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην εκτίμηση της πιθανής αδικίας που μπορεί να δημιουργηθεί (R v Turner (2013) EWCA Crim 642).
Με βάση τα ανωτέρω προκύπτει ότι το τεστ που εφαρμόζεται από τα Αγγλικά Δικαστήρια για αποδοχή μαρτυρίας ή αποδεικτικού υλικού το οποίο αποκτήθηκε παράνομα, εξετάζει την σχετικότητα της μαρτυρίας ή του αποδεικτικού υλικού και κατά πόσο είναι λογικό και δίκαιο να γίνουν αποδεκτά ή όχι αντισταθμίζοντας τα συμφέροντα της κατηγορούσας αρχής και της υπεράσπισης ώστε να μην έχει ως συνέπεια την πρόκληση αδικίας σε οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές.
Οπότε στο Αγγλικό Δίκαιο η σχετική μαρτυρία/απόδειξη δεν απορρίπτεται αυτόματα, μόνο και μόνο για τον λόγο ότι αποκτήθηκε παράνομα ή με αθέμιτο τρόπο, ούτε ακόμα και σε περίπτωση όπου αυτή λήφθηκε κατά παράβαση ατομικών ελευθεριών. Νομολογιακά μαρτυρία η οποία παραβίαζε στην ουσία το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής (Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) θεωρήθηκε ότι δεν αντίκειται στο δικαίωμα της Δίκαιης Δίκης (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ). (Βλ. R v Mason (2002) EWCA Crim 385, (2002) 2 Cr. App. R. 38.)
Νομολογιακό παράδειγμα αποτελεί και η αγγλική υπόθεση R. v Khan (Sultan) (1997) AC 558 H.L. όπου μαρτυρία η οποία παραβίαζε το Δικαίωμα σεβασμού του απορρήτου επικοινωνίας έγινε αποδεκτή. (Αποδοχή ομολογίας που αποκτήθηκε μέσω ηχογράφησης από συσκευή καταγραφής ήχου που τοποθέτησε κρυφά η αστυνομία και ηχογραφήθηκε συνομιλία εν αγνοία των μερών). Ο ισχυρισμός του συνηγόρου της υπεράσπισης ήταν ότι η παραβίαση αποτελείτο από δύο πτυχές.
Η πρώτη αφορούσε την κρυφή τοποθέτηση συσκευών ηχογράφησης στο σπίτι του ιδιοκτήτη χωρίς την συγκατάθεσή του και η δεύτερη πτυχή το άκουσμα της συνομιλίας του κατηγορούμενου. Η έφεση της υπεράσπισης απορρίφθηκε αφού το House of Lords επεσήμανε ότι με βάση το νομοθέτημα «Police and Criminal Evidence Act 1984» (PACE)εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να αποφασίζει την αποδοχή ή την απόρριψη της μαρτυρίας με κριτήρια όπως προαναφέρθηκε την σχετικότητα της μαρτυρίας και κατά πόσο η αποδοχή της παραβιάζει το δικαίωμα στην δίκαιη δίκη, και στα συμφέροντα των μερών ασχέτως αν αυτή αποκτήθηκε απρεπώς ή παρανόμως.
Αυτό που προκύπτει από το εν λόγω νομοθέτημα και την νομολογία σε σχέση με την προσέγγιση των αγγλικών δικαστηρίων είναι ότι παράνομη και αθέμιτη μαρτυρία πρέπει να απορρίπτεται μόνο σε περιπτώσεις όπου θα επηρεάσει δυσμενώς την διαδικασία και στην περίπτωση όπου η αποδοχή της θα προκαλέσει αδικία. Η αδικία που πιθανό να προκληθεί αφορά τα συμφέροντα τόσο της κατηγορούσας αρχής όσο και της υπεράσπισης. Αυτό που επιδιώκεται να αποφευχθεί είναι το λεγόμενο «Trial by ambush»δηλαδή η «Η Δίκη Ενέδρας».
Ανακεφαλαιώνοντας, στοιχεία που συγκεντρώνονται με παράνομο ή και αθέμιτο τρόπο ή από κατάφορη χρήση ή κατάχρηση εξουσιοδοτημένων διαδικασιών μπορεί να αποτελέσουν λόγο αποκλεισμού τους, καθώς ενέχεται ο κίνδυνος επηρεασμού της διαδικασίας, και εμπόδιο στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Ωστόσο, τα αγγλικά δικαστήρια δεν είναι υποχρεωμένα να απορρίψουν παράνομα κτηθείσα μαρτυρία αυτόματα αλλά αποφασίζουν λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω. Η ελαστικότητα αυτή τους παρέχει την δυνατότητα να αποφασίσουν κατά πόσο θα αποδεχτούν τέτοια μαρτυρία ακόμα και αν ο τρόπος κτήσης της μπορεί να παραβιάζει ακόμα και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ (Τα αντίστοιχα ανθρώπινα δικαιώματα που προστατεύονται από το Σύνταγμά μας.)
Με βάση την ανωτέρω συγκριτική ανάλυση διακρίνεται ότι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην προσέγγιση των Κυπριακών και Αγγλικών Δικαστηρίων αναφορικά με την αποδοχή ή απόρριψη παράνομα αποκτώσας μαρτυρίας, είναι το ότι το Αγγλικό Δίκαιο παρέχει στον δικάζων δικαστή την εξουσία να αποφασίζει για την τύχη τέτοιας μαρτυρίας με γνώμονα τα συμφέροντα της κατηγορούσας αρχής και της υπεράσπισης, και ότι η εισαγωγή τέτοιας μαρτυρίας δεν θα πλήξει τα συμφέροντα αμφοτέρων των πλευρών. Η προσέγγιση αυτή παρέχει την δυνατότητα στον Άγγλο Δικαστή να έχει ενώπιόν του το σύνολο της μαρτυρίας και να κρίνει ο ίδιος τι είναι εύλογο και δίκαιο να χρησιμοποιηθεί και τι όχι προς όφελος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Στο Κυπριακό νομικό σύστημα με βάση την νομοθεσία και την νομολογία καθίσταται σαφές ότι μαρτυρία η οποία εξασφαλίστηκε κατά παράβαση συνταγματικών προνοιών δεν μπορεί να γίνει δικαστικώς αποδεκτή. Κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα Άρθρα 34 και 35 του Συντάγματος που κατοχυρώνει ότι όλα τα θεσμικά όργανα του κράτους πρέπει να σέβονται και να τηρούν το σύνταγμα και ιδιαίτερα τις πρόνοιες οι οποίες κατοχυρώνουν τα ατομικά δικαιώματα.
Η διαφοροποίηση του τρόπου προσέγγισης και η θέσπιση κριτηρίων δυνατότητας αποδοχής τέτοιας μαρτυρίας από τα Κυπριακά Δικαστήρια θα μπορούσε να βοηθήσει στις περιπτώσεις όπου για διαδικαστικούς ή τυπικούς λόγους τα «χέρια» των Δικαστηρίων είναι δεμένα και δεν μπορούν να αποδώσουν ορθή και πραγματική δικαιοσύνη. Σε περιπτώσεις ύπαρξης έκδηλης παρανομίας δεν μπορεί να αποτελεί λόγο αθώωσης και μη καταλογισμού ευθυνών ο σεβασμός προς την τήρηση του Συντάγματος και την προστασία των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η τροποποίηση του Άρθρου 17 του Συντάγματος, η οποία εισήγαγε κάποιες χαλαρώσεις (Άρση του απορρήτου της επικοινωνίας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις με αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα.) στο θέμα αποδοχής μαρτυρίας η οποία επεμβαίνει στα ανθρώπινα δικαιώματα, παρουσιάζει και δικαιολογεί την ανάγκη περισσότερων μεταρρυθμίσεων προς αυτή την κατεύθυνση προς όφελος της ορθότερης απονομής της δικαιοσύνης. Η 6η τροποποίηση του Συντάγματος πρέπει να αποτελέσει το πρώτο βήμα των πολλών που χρειάζεται να εισαχθούν προκειμένου να μην παρέχεται η δυνατότητα στους παραβάτες του νόμου να αποφεύγουν την τιμωρία που επιβάλλεται να τους επιβληθεί μέσω του «μανδύα» της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προσφέρει το Σύνταγμα.
Το νομικό μας σύστημα (εκτός των άλλων) δοκιμάζεται έντονα με το πρόβλημα διαφθοράς και της κατάχρησης εξουσίας όπου ουκ ολίγες φορές έπληξαν το κύρος και την αξιοπιστία του νομικού μας συστήματος αλλά και της χώρας μας. Η λήψη των ανωτέρω μέτρων θα βοηθούσε αφάνταστα στην αντιμετώπιση των φαινομένων αυτών, αφού συνήθως η αποκάλυψη τέτοιων σκανδάλων προκύπτει με διαρροές εγγράφων, βίντεο και ηχογραφήσεων. Στις πλείστες περιπτώσεις δεν αποδίδεται ευθύνη και τιμωρία στους υπαίτιους αφού αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούν να «σταθούν» ως μαρτυρία στο Δικαστήριο αφού θεωρείται ότι παραβιάζουν θεμελιώδεις διατάξεις του συντάγματος σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο αποκλεισμός τους είναι απόλυτος. Η ελαστικότερη προσέγγιση θα επέτρεπε σε δικαστική διαδικασία οι μαρτυρίες αυτές που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές να τεθούν ενώπιων του Δικαστηρίου (ακόμα και όταν αυτές λήφθηκαν «παράνομα» ή με «αθέμιτο τρόπο») και να αποφασίσει το ίδιο λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω κριτήρια την αποδοχή ή την απόρριψη της μαρτυρίας. Η δυνατότητα αυτή θα έκανε ευκολότερο το έργο των Δικαστηρίων και της Δικαιοσύνης ώστε να αποδώσει ευθύνες και τιμωρίες σε παραβάτες που εκμεταλλεύονται την προστασία που παρέχει το Σύνταγμα.
Η λήψη δραστικών μέτρων (όπως μπορεί να χαρακτηριστεί και η ως άνω εισήγηση) για καταπολέμηση της διαφθοράς αποτελεί πλέον ανάγκη. Η παθητική στάση και έλλειψη παραδειγματικής τιμωρίας εις το όνομα του σεβασμού των προνοιών του Συντάγματος εκτός του ότι έχει ως αποτέλεσμα να χαθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών ως προς το ότι αποδίδεται δικαιοσύνη μέσω του νομικού μας συστήματος, λειτουργεί και ως ωθητικός παράγοντας στην συνέχιση αυτών των φαινομένων αφού το προσωπικό όφελος των παρανομούντων προσώπων είναι κατά πολύ μεγαλύτερο του ρίσκου που αναλαμβάνουν αφού γνωρίζουν ότι μέσω κάποιον επικλήσεων του συντάγματος μπορούν να αποφύγουν τις ευθύνες τους.
Δεν μπορεί να αγνοείται ο σκοπός της προστασίας των θεμελιωδών ατομικών ελευθεριών του Συντάγματος. Η ύπαρξη της προστασίας αυτής δεν πρέπει να αποτελεί παροχή μέσου υπεκφυγής ευθυνών και τιμωρίας των παρανομούντων. Ο απόλυτος χαρακτήρας του κανόνα απόρριψης της μαρτυρίας οδήγησε στην εύκολη και καταχρηστική επίκληση παραβιάσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων αφού γνωρίζουν ότι ο αποκλεισμός του μόνου, σημαντικού και ουσιαστικού μαρτυρικού υλικού, ικανού να καταδικάσει του υπαίτιους θα απορριφθεί.
Η αναθεώρηση και η εισαγωγή εξαιρέσεων του Συντάγματος αναφορικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (πάντα με ασφαλιστικές δικλίδες) σε σχέση με τους κανόνες απόδειξης είναι απολύτως αναγκαία. Η παροχή δυνατότητας στο Δικαστήριο να αποφασίζει το ίδιο κατά πόσο δικαιολογείται η εισαγωγή μαρτυρίας ακόμα και εάν αυτή αποκτήθηκε παράνομα ή με αθέμιτο τρόπο προς όφελος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης θα εξαφάνιζε την καταχρηστική επίκληση της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, που έχει ως σκοπό με το παρόν νομοθετικό πλαίσιο να μην επιτρέπει την εισαγωγή μαρτυρίας η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούσε σε καταδίκη.
«Η διαφθορά είναι το πιο αλάνθαστο σύμπτωμα συνταγματικής ελευθερίας.» Edward Gibbon