Ως αντισυνταγματικός και επειδή περιέχει κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την οικονομία του τόπου αναπέμφθηκε ο νόμος για τη μεταβίβαση και υποθήκευση ακινήτων (εκποιήσεις).
Ο αναπεμφθείς νόμος ψηφίστηκε από τη Βουλή την 8η Ιουλίου και παρατείνει την αναστολή εκποιήσεων ακινήτων από την 31η Ιουλίου μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2021 λόγω των εντεινόμενων κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων που επέφερε η έξαρση της πανδημίας.
Ο νόμος αναπέμφθηκε στη Βουλή με σχετική επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας προς την Πρόεδρο της Βουλής την 23η Ιουλίου και κοινοποιήθηκε στους Βουλευτές από την υπηρεσία της Βουλής σήμερα Δευτέρα 26 Ιουλίου.
Συγκεκριμένα η αναστολή αφορά κύρια κατοικία του χρεώστη η εκτιμημένη αξία της οποίας δεν υπερβαίνει τις €350.000, επαγγελματική στέγη του χρεώστη (πολύ μικρή επιχείρηση που απασχολεί λιγότερο από δέκα εργαζόμενους και έχει ετήσιο κύκλο εργασιών που δεν υπερβαίνει τα €750.000 ) και αγροτεμάχια του χρεώστη η εκτιμημένη αξία του οποίου δεν υπερβαίνει τις €100.000.
Στους λόγους αναπομπής ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρει ότι θεωρεί πως ο αναπεμφθείς νόμος συγκρούεται με το άρθρο 26 του Συντάγματος και την ελευθερία του συμβάλλεσθαι και συγκεκριμένα παρεμβαίνει στο δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή και του ενυπόθηκου οφειλέτη. Προστίθεται ότι αποστερεί από τον ενυπόθηκο δανειστή το συμβατικό δικαίωμα που του παρέχει η ιδιωτική του σύμβαση με τον ενυπόθηκο οφειλέτη.
Στην επιστολή που συνοδεύει την αναπομπή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρατηρεί ότι η αναστολή της διαδικασίας εκποίησης είναι παγοποιημένη από τον Δεκέμβριο του 2020 και ως εκ τούτου η αναστολή έπαψε να είναι προσωρινή και πως η συνεχής ψήφιση από τη Βουλή αναστολών στην εφαρμογή του βασικού νόμου, δύναται να ερμηνευθεί ως μόνιμη παρά προσωρινή τόσο από τους δανειολήπτες όσο και από εποπτικής πλευράς.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επισημαίνει ότι οι συνεχείς αναστολές στην εφαρμογή των εκποιήσεων προστατεύουν ως επί το πλείστο τους στρατηγικούς κακοπληρωτές εις βάρος των καταθετών και των συνεπών δανειοληπτών και δημιουργούν αντικίνητρα στην προσέλκυση δυνητικών επενδυτών, εγείροντας κίνδυνο υποβαθμίσεων τόσο των τραπεζών όσο και του κράτους.
Προσθέτει πως ελλοχεύουν κίνδυνοι αρνητικής αξιολόγησης του πλαισίου των εκποιήσεων ως αναποτελεσματικού και χρονοβόρου, με αρνητικό αντίκτυπο στις αξίες των εξασφαλίσεων, ανάγκη για αύξηση των προβλέψεων και κατ΄επέκταση των κεφαλαιακών αναγκών των πιστωτικών ιδρυμάτων με αρνητικές συνέπειες στην οικονομία στο σύνολο της.
Στους λόγους αναπομπής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας περιλαμβάνει τη σύγκρουση του αναπεμφθέντος νόμου με το άρθρο 30 του Συντάγματος καθώς παρεμποδίζει ή και περιορίζει το δικαίωμα του ενυπόθηκου οφειλέτη να προσφύγει στη δικαιοσύνη.
Ακόμα σημειώνει ότι οι πρόνοιες του αναπεμφθέντος νόμου συγκρούονται με το άρθρο 80 του Συντάγματος καθώς είναι ασύμβατες με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, επειδή η νομοθετική εξουσία παρεμβαίνει στη διαμόρφωση του προϋπολογισμού του κράτους. Διευκρινίζει ότι η οριζόντια αναστολή της διαδικασίας των εκποιήσεων καθιστά αδύνατη τη ρευστοποίηση της εξασφάλισης με αποτέλεσμα την αύξηση των κεφαλαιακών αναγκών και θέτει σε κίνδυνο την πιστοληπτική αξιολόγηση της Δημοκρατίας.
Περαιτέρω, αφού παραθέτει σειρά λόγων για κινδύνους που περικλείει η δημιουργία κουλτούρας κακοπληρωτή και ότι συνιστά αντικίνητρο για προώθηση των αναδιαρθρώσεων, διατυπώνει τη θέση ότι οι αρνητικές συνέπειες στο τραπεζικό σύστημα θα επηρεάσουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό καθώς ο άμεσος επηρεασμός του χρηματοπιστωτικού συστήματος επιφέρει δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πολιτική του κράτους. Σημειώνει ακόμα ότι η οικονομική πολιτική αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας.
Προσθέτει ότι ο αναπεμφθείς νόμος καταστρατηγεί την αρχή της διάκρισης των εξουσιών μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, επειδή περιέχει στοιχεία διοικητικής λειτουργίας και μεταξύ της δικαστικής και νομοθετικής εξουσίας, επειδή δεν επιτρέπει στον ενυπόθηκο οφειλέτη πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Τέλος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εισηγείται όπως η Βουλή δεν εμμείνει στην απόφαση της και κάνει αποδεχτή την αναπομπή και καλεί την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών να ακούσει σχετικά τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Υπουργό Οικονομικών.
Ο αναπεμφθείς νόμος ψηφίστηκε μετά από πρόταση νόμου που κατάθεσαν οι Στέφανος Στεφάνου, Άριστος Δαμιανού και Χρίστος Χριστοφίδης εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας ΑΚΕΛ, οι Χριστιάνα Ερωτοκρίτου και Χρύσης Παντελίδης εκ μέρους της κοινοβουλευτικής ομάδας του Δημοκρατικού Κόμματος, Ηλίας Μυριάνθους εκ μέρους του Κινήματος Σοσιαλδημοκρατών ΕΔΕΚ, Αλέκος Τρυφωνίδης εκ μέρους της Δημοκρατικής Παράταξης και Σταύρος Παπαδούρης, εκ μέρους του Κινήματος Οικολόγων Συνεργασία Πολιτών.
Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών θα συνεδριάσει εκτάκτως στις 10.00 την Τρίτη για να εξετάσει τους λόγους αναπομπής και να ετοιμάσει έκθεση προς την Ολομέλεια της Βουλής και αργότερα στις 11:30 θα συνέλθει εκτάκτως η Ολομέλεια για να αποφασίσει αν κάνει ή όχι δεχτή την αναπομπή.
Αν η Βουλή δεν αποδεχτεί την αναπομπή, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να αναφέρει τον νόμο στο Ανώτατο Δικαστήριο ή να τον υπογράψει και να τον δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα για να καταστεί εφαρμοστέος.
Πηγή : ΚΥΠΕ