Το Ανώτατο ακύρωσε στο τέλος Ιουνίου ένταλμα έρευνας που εκδόθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2020, σε υπόθεση καταγγελίας δηλητηρίασης γάτων στην Επαρχία Αμμοχώστου.
Στην απόφασή του Ανωτάτου ημερομηνίας 25 Ιουνίου αναφέρεται ότι σύμφωνα με το περιεχόμενο του εντάλματος έρευνας, που εκδόθηκε στη βάση ένορκης καταγγελίας του αστυνομικού «υπάρχουν εύλογες υπόνοιες να πιστεύεται ότι στην κατοικία και στο όχημα του αιτητή “αποκρύβεται σκεύασμα το οποίο ενδέχεται να περιέχει δηλητηριώδη ουσία καθώς επίσης υπάρχει και κλειστό σύστημα παρακολούθησης (CCTV)” τα οποία σχετίζονται με τα διερευνόμενα αδικήματα της βλάβης σε ζώα, κατά παράβαση του άρθρου 323, του Κεφ. 154, και περιαγωγής ζώων σε κατάσταση επέλευσης φρικτού θανάτου, κατά παράβαση των Άρθρων 5(2)(α) και 27(1) του Νόμου 46(Ι)/1994.
Σύμφωνα με τον όρκο του αστυνομικού στην κατοικία της η παραπονούμενη είχε γύρω στους είκοσι δύο γάτους από τους οποίους, λόγων των δηλητηριάσεων της απέμειναν μόνο εννέα.
«Στις 26/12/20 και περίπου η ώρα 16.00 βγήκε από την οικία της όπου στο πίσω μέρος της αυλής της αντιλήφθηκε τρία από τα γατάκια της να είναι στο έδαφος και να ξεψυχούν. Ακολούθως το ένα από αυτά είχε χάσει την ζωή του ενώ τα άλλα δύο λίγο αργότερα. Επίσης η … αναφέρει ότι στις 27/12/20 και ώρα 14.30 περίπου βρήκε ακόμη ένα γατάκι στον κήπο της οικίας της να ξεψυχάει ενώ στις 28/12/20 και ώρα 07.00 περίπου, βρήκε ακόμη ένα γατάκι στον κήπο της οικίας της το οποίο ήταν νεκρό. Το ζωντανό το οποίο βρήκε στις 27/12/20 το έχει ήδη μεταφέρει στον κτηνίατρο για περίθαλψη», προστίθεται με την υποψία της να στρέφεται στους γείτονές της.
Τα νεκρά γατάκια παραδόθηκαν από την ίδια στον Αστ. Σταθμό xxx όπου έχουν ήδη μεταφερθεί στο κτηνιατρείο για νεκροτομή. Σύμφωνα με την παραπονούμενη δεν εντοπίστηκαν υπολείμματα τροφής τα οποία ενδέχεται να έφαγαν οι γάτοι και να δηλητηριάστηκαν.
«Προς εντοπισμό και κατάσχεση του σκευάσματος το οποίο ενδέχεται να περιέχει δηλητηριώδη ουσία με την οποία δηλητηριάστηκαν οι γάτοι καθώς και κατάσχεσης του κλειστού συστήματος παρακολούθησης αιτείται από το Σεβαστό σας Δικαστήριο η έκδοση ενταλμάτων έρευνας της οικίας, υποστατικών και οχημάτων των υπόπτων», αναφερόταν στην ένορκη καταγγελία του αστυνομικού.
«Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το επίδικο ένταλμα εκδόθηκε κατ΄αντίθεση των επιταγών των άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155 και του Άρθρου 16 του Συντάγματος. Τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν γενικά και αόριστα και ανεπαρκή για να δημιουργηθεί εύλογη υποψία ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα συνδέονται και βρίσκονται στο τόπο για τον οποίο ζητήθηκε η έρευνα και το Δικαστήριο δεν φαίνεται να προέβη το ίδιο σε εκτίμηση του υλικού που τέθηκε ενώπιόν του, παρά μόνο δέχθηκε τη θέση της αστυνομίας ως “rubber stamp”», αναφέρεται.
Η αστυνομία, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του αιτητή, «στηρίχθηκε στη δήλωση της παραπονούμενης ότι υπήρχε έχθρα μεταξύ της και του αιτητή, χωρίς να διασταυρώσει τα λεγόμενά της για να διασφαλίσει ότι η υποψία επί της οποίας βασίστηκε το ένταλμα δεν ήταν κακόβουλη ή εκδικητική».
Σύμφωνα με το Ανώτατο, το κρίσιμο ερώτημα «είναι κατά πόσο υπάρχει ικανό υλικό στον όρκο στη βάση του οποίου ο δικαστής στον οποίο υποβάλλεται αίτημα έκδοσης εντάλματος έρευνας, μπορεί να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογων λόγων να πιστεύεται πως αυτό που θα αναζητηθεί θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος που αναφέρεται στον όρκο».
Αναφορά γίνεται σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας, σύμφωνα με την οποία τα αντικείμενα ή έγγραφα που αναζητούνται με βάση το ένταλμα έρευνας πρέπει να περιγράφονται με επαρκή ακρίβεια (sufficient precision) όχι μόνο σε σχέση με την κατηγορία τους αλλά επίσης αναφορικά με την συσχέτισή τους με το αδίκημα για το οποίο θα παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία».
«Η μη σύνδεση ή συσχέτιση του αντικειμένου με το αδίκημα, ως ανωτέρω, αποβαίνει μοιραία για την τύχη του αιτήματος», σημειώνεται.
«Στην παρούσα περίπτωση, τα όσα αναφέρονται στον όρκο του αστυφύλακα περί εύλογης αιτίας ουσιαστικά αντανακλούν επανάληψη της πεποίθησης της καταγγέλλουσας, παρά να καταδεικνύουν αντικειμενικά εύλογη αιτία. Δεν είναι επίσης χωρίς σημασία το γεγονός ότι ακόμα και μέχρι σήμερα δεν έχουν διενεργηθεί τοξικολογικές εξετάσεις που θα αποδείκνυαν την αιτία θανάτου των γάτων», αναφέρεται.
«Το τι επιζητείτο με το ένταλμα έρευνας καθορίζεται στο διάταγμα ως “σκεύασμα το οποίο ενδέχεται να περιέχει δηλητηριώδη ουσία καθώς επίσης υπάρχει και κλειστό σύστημα παρακολούθησης τα οποία σχετίζονται με τα αδικήματα”. Όπως δε αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του Αστ. 26, “δηλητηριώδης για ζώα ουσίες, βρίσκονται και σε φυτοφάρμακα και εντομοκτόνα τα οποία έχει ο κόσμος είτε στο σπίτι είτε στο αυτοκίνητο του”», προστίθεται.
«Είναι προφανές ότι τα αναζητούμενα σκευάσματα περιγράφονται με αοριστία και γενικότητα, κάτι που δεν συνάδει με την ανάγκη για περιγραφή που πρέπει να δίδεται με αρκετή ακρίβεια “sufficient precision”», σύμφωνα με την νομολογία, αναφέρει το Ανώτατο.
«Η ασάφεια που χαρακτηρίζει την περιγραφή των αντικειμένων δεν επιτρέπει τη συσχέτισή τους με τα αδικήματα. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, θεωρώ ότι το εκδοθέν ένταλμα δεν συνάδει με τις επιταγές της σχετικής νομοθεσίας», κρίνει ο Δικαστήριο ακυρώνοντας το ένταλμα έρευνας», αποφαίνεται το Ανώτατο στην απόφασή του.
Πηγή : ΚΥΠΕ