Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε ομόφωνα την έφεση της Δημοκρατίας κατά αθωωτικής απόφασης εναντίον δύο κατηγορούμενων για βιασμό τουρίστριας από την Ουαλία, η οποία βρισκόταν τον Ιούλιο του 2016 στην Κύπρο για διακοπές.
Οι δύο κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν κοινό κατηγορητήριο με το οποίο κατηγορήθηκαν για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, ήτοι βιασμού, απαγωγή της παραπονούμενης, βιασμό, καθώς και σεξουαλική εκμετάλλευση του ίδιου προσώπου.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η παραπονούμενη είχε μεταβεί, μεταξύ άλλων, σε νυχτερινό κέντρο για διασκέδαση μαζί με φίλες της, στο οποίο βρίσκονταν και οι δύο κατηγορούμενοι, οι οποίοι τις πλησίασαν και τους μιλούσαν. Όταν αργότερα αδυνατούσε να εντοπίσει τουριστικό συγκρότημα, όπου διέμενε φίλος της, οι δύο κατηγορούμενοι, οι οποίοι επέβαιναν σε αυτοκίνητο, προσφέρθηκαν να την πάρουν εκεί που ήθελε. Επιβιβάστηκε στο όχημά τους και τελικά στάθμευσαν το όχημα σε εργοτάξιο υπό ανέγερση οικοδομής, όπου, σύμφωνα με την εκδοχή της παραπονούμενης, την βίασαν. Στη συνέχεια έτρεξε προς τη θάλασσα για να βρει κάπου να κρυφτεί και εκεί συνάντησε δύο ψαράδες, από τους οποίους ζήτησε βοήθεια και αυτοί κάλεσαν την Αστυνομία.
Το Κακουργιοδικείο, κατά πλειοψηφία, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε πως η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν αναληθής και αναξιόπιστη και δεν μπορούσε να αποτελέσει βάθρο οικοδόμησης ευρημάτων. Οι αντιφάσεις που καταγράφηκαν και κυρίως η πληθώρα αυτών, καθώς επίσης και η σύγκρουση της μαρτυρίας της με άλλη αξιόπιστη μαρτυρία, αλλά και η διάψευση βασικών θέσεών της από την επιστημονική μαρτυρία, κρίθηκε ότι αποκαθηλώνουν τον πυρήνα των ισχυρισμών της και καθιστούν τη μαρτυρία της υποκείμενη σε απόρριψη. Ως αποτέλεσμα οι δύο κατηγορούμενοι αθωώθηκαν από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.
Η Δημοκρατία, με δύο λόγους έφεσης, αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως «δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας, το Δικαστήριο, μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης του» ενώ έκανε αναφορά και σε μαρτυρία εμπειρογνώμονα-γενετιστή, ο οποίος εξέτασε διάφορα τεκμήρια και κατέληξε σε έκθεση. Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης παρατέθηκαν τέσσερα στοιχεία από τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου, τα οποία, κατά την εισήγηση, είναι αναιτιολόγητα και αστήριχτα με βάση το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του. Σύμφωνα με την εισήγηση της Δημοκρατίας, υπήρξε λανθασμένη παράθεση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο και αποδοχή του υποθετικού σεναρίου της υπεράσπισης, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν στην εσφαλμένη απόρριψη μέρους της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται πως ο Νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί πραγματικών γεγονότων. Στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου προβάλλεται πως κατά παράβαση των αρχών της νομολογίας για τον τρόπο αξιολόγησης ενός μάρτυρα και την υπαγωγή της μαρτυρίας του στο σύνολο του μαρτυρικού υλικού έκρινε μάρτυρα ως πλήρως αναξιόπιστο, ενώ αποδέχεται μέρος της μαρτυρίας του, με το αιτιολογικό ότι πηγάζει από τη μαρτυρία άλλου μάρτυρα, ο οποίος κρίθηκε ως αξιόπιστος. Περαιτέρω, αναφέρεται και σε άλλα στοιχεία της μαρτυρίας, τα οποία όπως είπε, παραγνώρισε το Δικαστήριο, καθώς επίσης και το κατ΄ ισχυρισμό αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το περιεχόμενο της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων ήταν πανομοιότυπο και, συνεπώς, δε θα έπρεπε να απορριφθεί ως αναξιόπιστη η μαρτυρία του ενός μάρτυρα.
Στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου προβάλλονται, επίσης, κατ΄ισχυρισμό σφάλματα του Δικαστηρίου κατά τη διεργασία της αξιολόγησης της μαρτυρίας της παραπονούμενης τόσο σε συνάρτηση με την αντιπαραβολή της μαρτυρίας της με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων όσο και σε επισημάνσεις επί επουσιωδών ζητημάτων, τα οποία αναγάγει σε ουσιώδη θέματα για να καταλήξει στην απόρριψη της μαρτυρίας της παραπονούμενης.
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην πορεία της απόφασής του και στην ενισχυτική μαρτυρία που θα πρέπει να αναζητηθεί σε τέτοιου είδους περιπτώσεις και στη σχετική νομολογία. Αχρείαστα, όπως λέει το Ανώτατο, αφού κατέληξε ότι η παραπονούμενη ήταν παντελώς αναξιόπιστη και ως γνωστόν η ενισχυτική μαρτυρία δεν μπορεί να υποστηλώσει αναξιόπιστη μαρτυρία. Αναφορά έγινε και στην επιστημονική μαρτυρία του εμπειρογνώμονα, για την οποία ανέφερε πως ακόμα και σε περίπτωση που όλα τα ευρήματά του γίνονταν αποδεκτά στο σύνολο τους, η καθολική αναξιοπιστία της παραπονούμενης δεν θα επέτρεπε θετική αξιοποίησή τους.
«Συμφωνούμε ότι, με δεδομένη την κρίση περί αναξιοπιστίας της παραπονούμενης, η υπόλοιπη μαρτυρία» περιλαμβανομένης αυτής του εμπειρογνώμονα «δεν θα μπορούσε να έχει οποιοδήποτε ουσιαστικό αποτέλεσμα στην υπόθεση» λέει το Ανώτατο και σημειώνει ότι για τους λόγους αυτούς η έφεση είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται.
Πηγή : ΚΥΠΕ