Η προσωπική επικοινωνία γονέα με το ανήλικο τέκνο του, το οποίο δεν διαμένει μαζί του, αποτελεί δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται νομοθετικά στο άρθρο 17 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/90), το οποίο αναφέρει:
(1) Ο γονέας με τον οποίο δε διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό.
(2) Σε περίπτωση διαφωνίας όσο αφορά την άσκηση του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας, αποφασίζει το Δικαστήριο.
Κατά τη ρύθμιση ζητημάτων που άπτονται της γονικής μέριμνας, η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου. (Άρθρο 6 (2) (α) του Ν.216/90.) Το συμφέρον του τέκνου έχει αναχθεί από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, στο βασικότερο κριτήριο ρύθμισης δικαιώματος επικοινωνίας, το οποίο επιβάλλει την ανάγκη ύπαρξης επικοινωνίας, μεταξύ γονέα και τέκνου.(Ε. Στυλιανού ν. Β. Στυλιανού [1993] 1 ΑΑΔ 130, Κ. Ιακωβίδου ν. Α. Ιακωβίδη [1996] 1 ΑΑΔ 1057, Διευθυντής Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ν. Φ. Ντούμα [2001] 1 ΑΑΔ 1911 και Σ. Σοφοκλέους ν. Κ. Τσεσμέλογλου [2006] 1 ΑΑΔ 1153).
Παρά τη νομοθετική και νομολογιακή κατοχύρωση του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας του τέκνου με το γονέα που δεν διαμένει μαζί του, στην πραγματικότητα, σχεδόν πάντοτε υπάρχει διαφωνία μεταξύ των γονέων για την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Μέχρι δε, να αποφασίσει το Δικαστήριο για τη ρύθμιση του, ακόμα και σε προσωρινό επίπεδο, ο γονέας ο οποίος δεν διαμένει με το τέκνο, καταλήγει να στερείται το παιδί του. Περαιτέρω, όταν και αφού εκδοθεί το Διάταγμα επικοινωνίας του τέκνου με το γονέα που δεν διαμένει μαζί του, πολλές φορές το διάταγμα αυτό δεν εφαρμόζεται, είτε λόγω απροθυμίας του παιδιού (γνήσια υποκινημένης ή μεθοδευμένα από το γονέα με τον οποίο διαμένει), είτε λόγω παρακοής του διατάγματος από τον γονέα που έχει τη φύλαξη του τέκνου.
Τα Δικαστήρια είναι διστακτικά να εκδίδουν προσωρινά διατάγματα επικοινωνίας του γονέα που δεν διαμένει με το τέκνο, πέραν κάποιων ελάχιστων ωρών την εβδομάδα, ενώ πάντοτε αναμένουν την έκθεση του γραφείου ευημερίας το οποίο καλείται να αξιολογήσει την καταλληλότητα του γονέα για να έχει τη δυνατότητα να περνά ουσιαστικό (χρονικά και ποιοτικά) χρόνο με το παιδί του. Αυτό βέβαια, μπορεί να πάρει μήνες, ίσως και κάποια χρόνια. Περαιτέρω δεν υπάρχουν ικανοί διαδικαστικοί μηχανισμοί για να διασφαλίζουν την εφαρμογή του διατάγματος επικοινωνίας και κατ΄επέκταση να διαφυλάττουν την επικοινωνία του τέκνου με το γονέα του, μετά την ολοκλήρωση της Δικαστικής διαδικασίας.
Τα πιο πάνω, έχουν οδηγήσει στην αναγνώριση του συνδρόμου της γονεϊκής ή γονικής αποξένωσης, τόσο νομολογιακά (πρωτοδίκως τουλάχιστον), όσο και από την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, ως πραγματικότητα που πολλοί εν διαστάσει γονείς βιώνουν. (Μάρκου Νέμου Οικονόμου ν. Λένας Βλάχου, Αρ. Αίτησης 118/2011, 20/6/2012, απόφαση του Πρώην Προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου κ. Γ. Σεργίδη, ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΛΗΔΑΣ ΚΟΥΡΣΟΥΜΠΑ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ME ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΑΙΔΙΟΥ – ΓΟΝΕΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΔΙΑΣΤΑΣΗ Η΄ΔΙΑΖΕΥΓΜΕΝΟΙ, 2012 και 2018).
Παρά τις συστάσεις της Επιτρόπου προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, τις παρατηρήσεις των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και της Ομάδας Πρωτοβουλίας κατά της Γονικής Αποξένωσης, η οποιαδήποτε προσπάθεια για επίλυση του θέματος της γονικής αποξένωσης, είτε με ετοιμασία πρότασης νόμου είτε με οδηγίες στους εμπλεκόμενους φορείς για ταχύτερη επίλυση των διαφορών, πέφτει στο κενό. (Συνεδρίες της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής ημ. 29/06/2015, 7/12/2015, 04/04/2016 και 23/10/2017.) Η προθυμία της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για συνεργασία με τον Παγκύπριο Δικηγορικό ως προς την ετοιμασία πρότασης νόμου για την αντιμετώπιση του συνδρόμου έχει παρεμποδιστεί.
Υποστηρίζεται έντονα η άποψη πως το σύνδρομο της γονικής αποξένωσης στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης και απειλεί τόσον την ασφάλεια των παιδιών όσο και την ακεραιότητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης δικαιοσύνης. Η θέση αυτή τονίζει τους κινδύνους που εμπεριέχει η αναγνώριση του συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης, ιδίως στις περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπεται πως ανεξάρτητα της ύπαρξης ή της αναγνώρισης της γονεϊκής αποξένωσης ως σύνδρομο επιστημονικά καταταγμένο ή αναγνωρισμένο, η εμπειρική πραγματικότητα καταδεικνύει πως πολλοί γονείς, μετά τη διάστασή με το σύντροφό τους, στερούνται τα παιδιά τους, για λόγους άσχετους με την ικανότητά τους να τα φροντίζουν. Οι δυσκολίες ως προς την επιστημονική κατάταξη μιας κατάστασης η οποία συμβαίνει, δεν μπορεί να απολήγει σε βάρος του δικαιώματος ενός γονέα να επικοινωνεί με το παιδί του, και ενός παιδιού να επικοινωνεί με το γονέα του. Περαιτέρω οι περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, δυστυχώς, δεν περιορίζονται μόνο στις περιπτώσεις που οι γονείς δεν μένουν κάτω από την ίδια στέγη.
Ενόψει των ανωτέρω, η Κυπριακή Δημοκρατία, ως έννομη τάξη, οφείλει να εξισορροπήσει τα αντίθετα και αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των γονέων, αντιμετωπίζοντάς τους ως ίσους, με ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, αποβλέποντας στο συμφέρον των τέκνων, που αυτό είναι να έχουν επικοινωνία και με τους δύο γονείς. Διότι, χωρίς την εφαρμογή νέου νόμου ή την τροποποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας και των εφαρμοζόμενων διαδικασιών, το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, ως συνταγματικά κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος, υποσκάπτεται σημαντικά και καταλήγει να είναι αναγνωρισμένο μόνο κατ’ όνομα και όχι ουσιαστικά.