Με αφορμή την έκρυθμη κατάσταση στην Μέση Ανατολή, παρατίθεται πιο κάτω σχετική συνοπτική ανάλυση που αφορά στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο (αυτού που ονομάζουμε jus in bello) και αφορά στην συμπεριφορά των εμπλεκομένων μερών σε μια σύρραξη. Τονίζεται εξ υπαρχής ότι το κανονιστικό αυτό πλαίσιο πρέπει να διαχωριστεί από τις έννοιες του jus ad bellum, δηλαδή της νομιμοποίησης της προσφυγής σε ένοπλη σύρραξη ή πόλεμο, η οποία διέπεται από άλλες ρήτρες του διεθνούς δικαίου που αφορούν στην χρήση ένοπλη βίας, αν και ο διαχωρισμός των δυο εννοιών δεν ήταν ξεκάθαρος, νομικά στο διεθνές δίκαιο, από την αρχή. Εν πάσει περιπτώσει, στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο, το ανθρωπιστικό δίκαιο δεν συνδέεται εξ υπαρχής ή ως άμεση απόρροια με την διαδικασία εμπλοκής σε χρήση βίας και δεν αφορά στη νομιμότητα ή / και νομιμοποίηση της χρήσης ένοπλης βίας ή της αποτροπής της που αφορούν ξεκάθαρα ζητήματα που άπτονται του jus ad bellum.
Το jus ad bellum διέπεται από τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη βάση των Άρθρων 2(4) και 2(7) και των εξαιρέσεων που υπάρχουν στη βάση εξουσιοδότησης για χρήση ένοπλης βίας από το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ (βλ. Κεφάλαιο VII του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ) και του εγγενούς δικαιώματος της αυτοάμυνας, ως περιλαμβάνεται στον Καταστατικό Χάρτη και έχει οριοθετηθεί σε σειρά αποφάσεων του Διεθνούς Δικαστηρίου, υπό το πρίσμα του διεθνούς εθιμικού δικαίου. Η βασική παράμετρος του jus in bello έχει ξεκάθαρα ανθρωπιστική ερμηνεία, με στόχο τον περιορισμό απωλειών και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε περιόδους ένοπλων συρράξεων, συμπεριλαμβανομένων, φυσικά και πολέμων. Στο παρόν χρησιμοποιείται η έννοια της ένοπλης σύρραξης ή σύγκρουσης η οποία έχει ευρύτερη σημειολογική σημασία νομικά παρά η έννοια του πολέμου, αρχή η οποία ακολουθείται στο διεθνές δίκαιο για να συμπεριλάβει όλες εκείνες τις περιστάσεις όπου οι εμπλεκόμενοι σε χρήση βίας οφείλουν να κάνουν σεβαστό το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.
Το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο αναφέρεται σε μια ρεαλιστική προσπάθεια του δικαίου να αντιμετωπίσει την χρήση ένοπλης βίας, περιορίζοντας τις επιπτώσεις και οριοθετώντας εκείνα μόνο τα ζητήματα που θεωρούνται ανθρωπιστικής φύσεως, ανεξαρτήτως αν η χρήση βίας είναι δικαιολογημένη ή όχι. Ως τέτοιο, δύναται να επιφέρει την διεθνή ευθύνη των εμπλεκομένων – κρατικών ή μη κρατικών φορέων – σε συρράξεις, ανεξαρτήτως της διεθνούς ευθύνης που δυνατόν να φέρουν κάτω από το jus ad bellum τα εμπλεκόμενα μέρη, εξ ου και η διεθνής νομολογία και πρακτική διαχωρίζει πλέον τις δυο έννοιες, ούτως ώστε να προστατεύσει τον πληθυσμό (και τις αστικές υποδομές) καθ’ εαυτόν από παραβιάσεις των κανόνων, χωρίς αυτό να συνδέεται με την ιδιότητα τους ως μέλη ενός εκ των εμπλεκομένων μερών. Έννοια συνυφασμένη με τα πιο πάνω αποτελεί «η ευθύνη προστασίας» (responsibility to protect), η οποία υιοθετήθηκε ως δήλωση στην Παγκόσμια Σύνοδο του 2005 από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Αν και το νομικό εύρος του εν λόγω ψηφίσματος δεν έχει ξεκαθαριστεί αποτελεί εν πάσει περιπτώσει δήλωση που μπορεί να ληφθεί υπόψη στην οριοθέτηση πεποίθησης δικαίου στα πλαίσια του διεθνούς εθιμικού δικαίου, η οποία φυσικά πρέπει να εξεταστεί υπό ένα ευρύτερο πρίσμα που περιλαμβάνει συζήτηση όσον αφορά στις εξαιρέσεις για την απαγόρευση χρήση βίας στο διεθνές δίκαιο και ζητήματα διεθνούς ευθύνης, κανόνων διεθνούς αναγκαστικού δικαίου (jus cogens) και υποχρεώσεων έναντι όλων (erga omnes), συνδεόμενο πάντοτε με εγκλήματα που κατονομάζονται στο Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Επί των ζητημάτων που αφορούν στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο (jus in bello), αναφέρεται ότι αυτά οριοθετούνται από διεθνείς συμβάσεις και το διεθνές έθιμο, ενώ, πέραν της προστασίας των μη εμπλεκομένων στις εχθροπραξίες καθορίζει επίσης τους περιορισμούς των μέσων και μεθόδων διεξαγωγής των ενόπλων συρράξεων. Οι βασικοί του κανόνες ορίζονται ως ακολούθως: Οι βασικοί κανόνες του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου συνοψίζονται στο ότι: α) τα μέρη στη σύρραξη δεν έχουν απεριόριστη επιλογή στα μέσα και στις μεθόδους που θα χρησιμοποιήσουν∙ β) το ποσοστό της βίας που θα χρησιμοποιηθεί να είναι τόσο ώστε να ελαχιστοποιούνται οι απώλειες στους άμαχους∙ γ) να υπάρχει αναλογία μεταξύ απωλειών και του σαφούς και αμέσου στρατιωτικού πλεονεκτήματος που αναμένεται από την επίθεση και∙ δ) να αποφεύγεται η χρήση οπλικών συστημάτων που προξενούν περιττές πληγές και υπέρμετρο πόνο.
Τα πιο πάνω ερμηνεύονται νομικά με επιμέρους κανόνες που οριοθετούν την επιλειτουργία του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, ήτοι την προστασία του άμαχου πληθυσμού και των μη στρατιωτικών στόχων και στην απαγόρευση επίθεσης κατ’ αυτών, την σαφή διάκριση μεταξύ μαχομένων και αμάχων, την απαγόρευση στρατολόγησης παιδιών που βασίζεται στο Πρώτο και Δεύτερο Πρωτόκολλο των Συμβάσεων της Γενεύης του 1949. Οι κανόνες, επίσης, ως έχει αναφερθεί πιο πάνω, αναγνωρίζονται από τους πλείστους ως μέρος του διεθνούς εθιμικού δικαίου και σε σχετική σύνοψη, η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού αναφέρει σχετικά τα πιο κάτω όσον αφορά το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο: πρώτον, πρέπει να υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ αμάχων και μαχητών στη σύρραξη∙ δεύτερον, πρέπει να υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ αστικών και στρατιωτικών στόχων∙ τρίτον, οι επιθέσεις χωρίς διακρίσεις απαγορεύονται και τέταρτον, θα πρέπει να υπάρχει αναλογικότητα στην επίθεση.
Όσον αφορά στην πρώτη κατηγορία, αυτή της διάκρισης μεταξύ αμάχων και μαχητών, ως κανόνες περιλαμβάνονται η απαγόρευση επιθέσεων κατά αμάχων, η απαγόρευση τρομοκράτησης του άμαχου πληθυσμού, το ότι όλα τα μέλη ενόπλων δυνάμεων είναι μαχητές, εκτός από το ιατρικό και θρησκευτικό προσωπικό και η προστασία των αμάχων από επιθέσεις, εξαιρουμένου τυχόν διαστήματος που λαμβάνουν άμεσα μέρος στις συρράξεις. Όσον αφορά στην δεύτερη κατηγορία, αυτήν της διάκρισης μεταξύ αστικών και στρατιωτικών στόχων, αναφέρεται η ρητή υποχρέωση διάκρισης των στόχων που αναφέρει ότι οι αστικοί στόχοι είναι όλοι οι στόχοι που δεν αποτελούν στρατιωτικούς στόχους, ενώ πρέπει να προστατεύονται από επιθέσεις. Όσον αφορά στην τρίτη κατηγορία, αυτή αφορά στην απαγόρευση επιθέσεων χωρίς διακρίσεις, ήτοι αυτές που δεν στρέφονται κατά συγκεκριμένου στρατιωτικού στόχου ή αυτές που περιλαμβάνουν μέθοδο ή τρόπο μάχης που δεν μπορεί να στραφεί κατά συγκεκριμένου στόχου ή οι οποίες περιλαμβάνουν μέθοδο ή τρόπο μάχης των οποίων τα αποτελέσματα δεν μπορούν να περιοριστούν και η φύση τέτοιων επιθέσεων δεν διακρίνει μεταξύ στρατιωτικών ή αστικών στόχων. Επίσης περιλαμβάνει συγκεκριμένα επιθέσεις δια βομβαρδισμών με οποιαδήποτε μέθοδο ή τρόπο που αντιμετωπίζει ως έναν ενιαίο στρατιωτικό στόχο έναν αριθμό εμφανώς διαχωρισμένων και διακριτών στρατιωτικών στόχων που βρίσκονται σε μια περιοχή στην οποία υπάρχει συγκέντρωση αμάχων ή πολιτικών υποδομών. Τέταρτο, όσον αφορά στην αναλογικότητα στην επίθεση, θα πρέπει να τονιστεί ότι η εκδήλωση επίθεσης που μπορεί να αναμένεται να προκαλέσει τυχαίες απώλειες ζωών αμάχων, τραυματισμούς αμάχων, ζημία σε αστικά αγαθά ή συνδυασμό των πιο πάνω, απαγορεύεται.
Πέραν των πιο πάνω υπάρχουν κανόνες που αφορούν στις προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνονται κατά την επίθεση ώστε να σώζεται ο άμαχος πληθυσμός και οι αστικές υποδομές, να ελαχιστοποιούνται οι τυχαίες απώλειες ζωών και τραυματισμών αμάχων (παράπλευρες απώλειες), εκτίμηση κινδύνου απώλειας ζωών και τραυματισμών αμάχων, προειδοποίηση για επιθέσεις που μπορούν να επηρεάσουν τον άμαχο πληθυσμό, προφυλάξεις έναντι των συνεπειών της επίθεσης με σαφή απαγόρευση τοποθέτησης στρατιωτικών στόχων εντός ή κοντά σε αστικές περιοχές. Επιπρόσθετα οφείλουμε να τονίσουμε ότι υπάρχουν ειδικά προστατευόμενα άτομα και αντικείμενα (βλ. για παράδειγμα, ιατρικό και θρησκευτικό προσωπικό και αντικείμενα, προσωπικό και αντικείμενα για την ανθρωπιστική βοήθεια, προσωπικό που μετέχει σε ειρηνευτικές αποστολές, δημοσιογράφοι, πολιτιστικά αγαθά, το φυσικό περιβάλλον, κ.ο.κ.).
Υπάρχουν επιμέρους κανόνες που αφορούν στην χρήση των όπλων, για παράδειγμα, και άλλα θέματα που αφορούν στις συρράξεις και όλα αυτά ορίζουν το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, οι παραβιάσεις του οποίου δεν οφείλονται στην ανυπαρξία του αλλά στην ανεπάρκεια που παρατηρείται όσον αφορά στην εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου γενικότερα. Αποτελεί πρώτιστη ευθύνη των κρατών που δημιουργούν την διεθνή κοινότητα να εφαρμόζουν τους πιο πάνω κανόνες και έτι περισσότερο αποτελεί ευθύνη των εμπλεκομένων σε συρράξεις να ακολουθούν τους κανόνες του jus in bello. Τέτοιες ενέργειες δεν είναι μόνο πολιτικές ή δεν ενέχουν μόνο γεωπολιτικής σημασίας και αξίας αλλά είναι, πάνω απ’ όλα, νομικές δεσμεύσεις έναντι όλων των μελών της διεθνούς κοινότητας.