Η αρχή σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η σώρευση διώξεων μπορεί να αποκλείει τη σύλληψη, εντός του χώρου Σένγκεν και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί αγγελία της Interpol, σύμφωνα με σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ.
Κατά το ΔΕΕ οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν γνώση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης διαπιστώνουσας την εφαρμογή της αρχής αυτής, η οποία εκδόθηκε σε συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία του Σένγκεν ή σε κράτος μέλος.
Αναλυτικά, το ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι η αρχή ne bis in idem μπορεί να έχει εφαρμογή σε περίπτωση όπως η επίμαχη, δηλαδή όταν έχει εκδοθεί απόφαση περατώνουσα οριστικά ποινική διαδικασία, αφού προηγουμένως το οικείο πρόσωπο συμμορφωθεί προς ορισμένους όρους, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η καταβολή χρηματικού ποσού το οποίο καθόρισε ο εισαγγελέας.
Κατόπιν της ανωτέρω διευκρίνισης, το Δικαστήριο αποφαίνεται, πρώτον, ότι το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, το άρθρο 50 του Χάρτη και το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν αντιτίθενται στην προσωρινή κράτηση προσώπου για το οποίο η Interpol έχει εκδώσει ερυθρά αγγελία, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι αυτό έχει δικασθεί αμετάκλητα από συμβαλλόμενο κράτος στη συμφωνία του Σένγκεν ή από κράτος μέλος για τις ίδιες πράξεις με εκείνες στις οποίες στηρίζεται η ερυθρά αγγελία, οπότε και θα είχε εφαρμογή η αρχή ne bis in idem.
Επ’ αυτού, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, οσάκις παραμένει αβέβαιο αν έχει εφαρμογή η αρχή ne bis in idem, η προσωρινή κράτηση μπορεί να συνιστά απαραίτητο στάδιο προκειμένου να γίνουν οι αναγκαίες προς τούτο εξακριβώσεις, με παράλληλη αποτροπή του ενδεχόμενου διαφυγής του οικείου προσώπου.
Το μέτρο της προσωρινής κράτησης δικαιολογείται, στην περίπτωση αυτή, από τον θεμιτό σκοπό αποτροπής του κινδύνου ατιμωρησίας. Αντιθέτως, εφόσον η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem διαπιστώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, τόσο η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών στη συμφωνία του Σένγκεν όσο και το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας αντιτίθενται στην προσωρινή κράτηση ή στη διατήρησή της.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη στη συμφωνία του Σένγκεν και τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων τα οποία να παρέχουν στα οικεία πρόσωπα τη δυνατότητα να επιτύχουν την έκδοση τέτοιας απόφασης. Επισημαίνει ακόμη ότι, όταν η προσωρινή κράτηση δεν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης, λόγω της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ένα κράτος μέλος της Interpol δεν παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει ως μέλος του οργανισμού αυτού επειδή δεν προβαίνει σε τέτοια κράτηση.
Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα σχετικά με τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται σε ερυθρά αγγελία της Interpol, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι κάθε πράξη που πραγματοποιείται στα δεδομένα αυτά, όπως η καταχώρισή τους στο σύστημα αναζήτησης καταζητούμενων προσώπων ενός κράτους μέλους, συνιστά «επεξεργασία» που εμπίπτει στην οδηγία 2016/680. Επιπλέον εκτιμά, αφενός, ότι η επεξεργασία αυτή επιδιώκει νόμιμο σκοπό και, αφετέρου, ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί παράνομη για τον λόγο και μόνον ότι ενδέχεται να έχει εφαρμογή η αρχή ne bis in idem ως προς τις πράξεις στις οποίες στηρίζεται η ερυθρά αγγελία . Η σχετική επεξεργασία εκ μέρους των αρχών των κρατών μελών ενδέχεται εξάλλου να αποδεικνύεται απαραίτητη, προκειμένου ακριβώς να εξακριβωθεί αν έχει εφαρμογή η εν λόγω αρχή.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο αποφαίνεται ωσαύτως ότι η οδηγία 2016/680, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ και του άρθρου 50 του Χάρτη, δεν αντιτίθεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία περιέχονται σε ερυθρά αγγελία, εφόσον δεν έχει αποδειχθεί, μέσω αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, ότι έχει εφαρμογή εν προκειμένω η αρχή ne bis in idem. Ωστόσο, η ως άνω επεξεργασία πρέπει να πληροί τις προβλεπόμενες από την οδηγία προϋποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η επεξεργασία πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι απαραίτητη για την εκτέλεση καθήκοντος που ασκείται από αρμόδια εθνική αρχή, για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων .
Αντιθέτως, όταν έχει εφαρμογή η αρχή ne bis in idem, η καταχώριση, στα συστήματα αναζήτησης καταζητούμενων προσώπων των κρατών μελών, δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται σε ερυθρά αγγελία της Interpol δεν είναι πλέον αναγκαία, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν μπορεί πλέον να διωχθεί ποινικά για τις πράξεις που καλύπτει η αγγελία και, κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν πλέον να συλληφθεί για τις ίδιες πράξεις. Επομένως, το οικείο πρόσωπο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει τη διαγραφή των δεδομένων που το αφορούν. Εάν ωστόσο διατηρηθεί η καταχώριση, πρέπει να συνοδεύεται από την ένδειξη ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν μπορεί πλέον να διωχθεί εντός κράτους μέλους ή συμβαλλόμενου κράτους για τις ίδιες πράξεις, λόγω της αρχής ne bis in idem.
Πηγή : ΚΥΠΕ