“Οι διαδοχικές τροποποιήσεις του πολωνικού νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την κατάργηση του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων του εν λόγω Συμβουλίου με τις οποίες προτείνεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο διορισμός υποψηφίων σε θέσεις δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενδέχεται να συνιστούν παράβαση του δικαίου της Ένωσης”, έκρινε σήμερα το Δικαστήριο της ΕΕ σε σχέση με την Πολωνία.
Το ΔΕΕ κρίνει ότι “σε περίπτωση που αποδειχθεί η παράβαση, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές”.
Αναλυτικά, το ΔΕΕ κρίνει ότι “τόσο το σύστημα συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, που καθιερώνεται με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, όσο και η αρχή καλόπιστης συνεργασίας, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, αντιτίθενται σε νομοθετικές τροποποιήσεις όπως οι προμνημονευθείσες, οι οποίες συντελέσθηκαν στην Πολωνία το 2019, σε περίπτωση κατά την οποία προκύπτει ότι αυτές έχουν ειδικώς ως αποτέλεσμα να εμποδίζουν το Δικαστήριο να αποφαίνεται επί προδικαστικών ερωτημάτων όπως είναι τα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο και να αποκλείουν για το μέλλον κάθε δυνατότητα εκ νέου υποβολής ανάλογων προς αυτά ερωτημάτων από εθνικό δικαστήριο”.
Κατά το ΔΕΕ “τέτοιες νομοθετικές τροποποιήσεις ενδέχεται επίσης να προσκρούουν στην υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος των ιδιωτών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.”
Το ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι “οι εγγυήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας τις οποίες επιτάσσει το δίκαιο της Ένωσης συνεπάγονται την ύπαρξη κανόνων που διέπουν τον διορισμό των δικαστών”.
Επιπλέον, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι “το ενδεχόμενο να μην υφίσταται δυνατότητα ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος στο πλαίσιο διαδικασίας διορισμού σε θέσεις δικαστών εθνικού ανωτάτου δικαστηρίου μπορεί να αποδεικνύεται προβληματικό σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων του γενικότερου πλαισίου τα οποία χαρακτηρίζουν μια τέτοια διαδικασία εντός του οικείου κράτους μέλους δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες αμφιβολίες συστημικής φύσεως ως προς την ανεξαρτησία και το ανεπηρέαστο των δικαστών που διορίζονται κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής”.
Το ΔΕΕ κρίνει ακόμη ότι “σε περίπτωση κατά την οποία το αιτούν δικαστήριο αποφανθεί ότι οι νομοθετικές τροποποιήσεις του έτους 2019 θεσπίσθηκαν κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, η αρχή της υπεροχής του δικαίου αυτού επιβάλλει στο αιτούν δικαστήριο να μην εφαρμόσει τις επίμαχες τροποποιήσεις, ανεξαρτήτως του αν είναι νομοθετικής ή συνταγματικής φύσεως, και να συνεχίσει να ασκεί την αρμοδιότητά του να εκδικάζει τις διαφορές των οποίων είχε επιληφθεί πριν θεσπισθούν οι συγκεκριμένες τροποποιήσεις”.
Τέλος το ΔΕΕ κρίνει ότι “το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αντιτίθεται σε νομοθετικές τροποποιήσεις όπως οι προμνημονευθείσες, οι οποίες συντελέσθηκαν στην Πολωνία το 2018, σε περίπτωση κατά την οποία προκύπτει ότι αυτές δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των δικαστών, οι οποίοι διορίζονται κατά τα προεκτεθέντα, έναντι εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων και, ως εκ τούτου, οι εν λόγω τροποποιήσεις δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα να μη δίδουν οι εν λόγω δικαστές εντύπωση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου”.
Πηγή : ΚΥΠΕ