Αφιερώνεται στον αείμνηστο δικαστή, Κλείτο Χατζηπίττα.
Προκαταρκτικά/εισαγωγικά
Σύγκρουση Πλάτωνα Αριστοτέλη για τον «νόμο».
Κατά τον Πλάτωνα ο δικαστής θα πρέπει « ουχί υπέρ τους νόμους, ή εκτός των νόμων ή περί των νόμων αλλά κατά τους νόμους να δικάζει».
Όμως ο μαθητής του ο Αριστοτέλης βγήκε καλύτερος από τον δάσκαλο αφού
– με τόλμη προχωρώντας πιό μπροστά από τον δάσκαλο και
– με βαθειά γνώση πέραν από τα στενά όρια του γράμματος των νόμων
διατύπωσε την υπέρτατη νομικοφιλοσοφική άποψη ότι:
«η δικαιοσύνη εξαρτάται από τον τρόπο που ασκείται και απονέμεται και όχι από την γνώση του νόμου.»
Αυτή ήταν η δεύτερη στην ιστορία της φιλοσοφίας σύγκρουση μετά την πρώτη στην ιστορία της ανθρωπότητας τιτάνια σύγκρουση πνευμάτων η οποία έγινε μεταξύ των γιγάντων Σωκράτη και Πλάτωνα για το… «ον».
Και η δεύτερη αυτή στην ιστορία της φιλοσοφίας πνευματική διαφωνία ήταν μεν εξωτερικά συγκρουσιακός αγώνας των ιδεαλιστικών κόσμων ενός εκάστου εξ αυτών – Πλάτωνα Αριστοτέλη – όμως το εσωτερικό υπόβαθρο της σύγκρουσης εκείνης δεν ήταν τίποτε άλλο από φιλοσοφική σύγκλιση και αλληλοσυμπλήρωση των φιλοσόφων Πλάτωνα και Αριστοτέλη η οποία κατέληξε γλυκούς καρπούς να δώσει στην ιδέα της δικαιοσύνης.
Ναι όντως, η διαφωνία αυτή για 3.380 χρόνια εξακολουθεί να παράγει και εμείς να κερδίζουμε πολλά από αυτό το αδαμάντινο δώρο το οποίο δεν είναι κτήμα απλά ημών των νεοελλήνων αλλά ύψιστο δώρο προς την ανθρωπότητα. Ένα δώρο με απόλυτη αξία, και ουσιωδέστατη σημασία ως ο απόλυτος πνευματικός καρπός και η γνησιότατη πνευματική μαγιά για το «ζύμωμα» της νομικής σκέψης της ανθρωπότητας, ώστε μέσα «από τον τρόπο που ασκείται και απονέμεται» ναι, να παράγεται καλύτερη δικαιοσύνη.
Παρ΄όλα αυτά η κατά τον Πλάτωνα οδηγία «κατά τους νόμους δίκη» δεν ατόνησε ούτε υποβιβάστηκε από το μεγαλείο σκέψης του Αριστοτέλη αλλά ούτε και έπαψε νοηματικά να είναι οδηγός του δικαστού.
Ο δικαστής.
Συνεπώς,
το έργο του δικαστού διέπεται και ΠΡΕΠΕΙ να διέπεται από τις δύο υπέρτατες φιλοσοφικές επιταγές Πλάτωνα και Αριστοτέλη με σκοπό ο δικαστής:
α) να τιμήσει στην πράξη τις εντολές του Πλάτωνα, δηλαδή δικάζοντας «κατά τους νόμους» αλλά και
β) για να τιμήσει στην πράξη τις εντολές του Αριστοτέλη δηλαδή δικάζοντας με τον (σωστό) «τρόπο».
Για να το πετύχει όμως αυτό ο δικαστής θα πρέπει να έχει πολλά ψυχικά και πνευματικά εφόδια:
να είναι εξαιρετικά νομομαθής, εξαιρετικά ευφυής, έντιμος, ακέραιος, ευθύς, αταλάντευτος, αποφασιστικός, ανυποχώρητος, υπομονετικός, ατρόμητος, απρόσβλητος, γενναίος, διορατικός, να βλέπει μεν τα πράγματα αλλά συνάμα να «βλέπει» μέσα και πίσω από αυτά, να έχει ικανότητες ψυχολογικής και ηθικής αξιολόγησης των ανθρώπων και συνάμα να είναι επιστημονικά, ακαδημαϊκά, φιλοσοφικά, φιλολογικά, κοινωνικά, ιστορικοπολιτικά αλλά βεβαίως και εγκυκλοπαιδικά – βλέπε γενικές γνώσεις – υψηλά καταρτισμένος.
Συνάμα
αφού ο δικαστής κρίνει ανθρώπους άρα πρέπει να φέρει ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ πρόσωπο από καθέδρας ήτοι κατ’ αρχήν-
να λέει καλημέρα χαμογελαστός (προσωπικά «φοβάμαι» τους ανθρώπους που δεν χαμογελούν) σ΄αυτούς που τιμώντας τον σηκώνονται όταν μπαίνει το πρωί στην αίθουσα(παλιότερα οι δικαστές μόλις έμπαιναν στην αίθουσα υποκλίνονταν μάλιστα στον κόσμο), να είναι ευγενικός, να μην είναι ποτέ μα ποτέ κατηφής και σκοτεινός όσα προβλήματα και να κουβαλά στην πλάτη του από το σπίτι, να είναι εν γένει ευπροσήγορος, ούτε και με ανέκφραστο και «ξύλινο» ή μουτρωμένο πρόσωπο, ανώφελη θυσία στον βωμό της λάθος ερμηνευόμενης σοβαρότητας, να είναι καλοδιάθετος και να σέβεται ακόμη και τον τελευταίο «χωριάτη» και τον τελευταίο απλό και «αγράμματο» άνθρωπο και να τους συγχωρά τις κατά την μαρτυρία τους τυχόν λεκτικές ή άλλες ασυνταξίες ή μή ηθελημένες ανακρίβιες και γιατί όχι, ναι να έχει χιούμορ, «διότι μόνο οι σοβαροί άνθρωποι έχουν χιούμορ», το οποίο χιούμορ ασφαλώς και να εκφράζει πάντοτε στο μέτρο βέβαια του επιτρεπτού και του κόσμιου – άρα αφού έχει χιούμορ είναι και έξυπνος – και ασφαλέστατα η κορωνίδα της αποστολής και του καθήκοντος του,
να είναι δίκαιος.
Και να έχει πάντα στην σκέψη του ο δικαστής ότι μπορεί μεν
να είναι ο μόνος μέσα στην δικαστική αίθουσα που τους βλέπει όλους αλλά συνάμα
είναι και ο μόνος στην αίθουσα που τον βλέπουν όλοι.
Με αυτές τις σκέψεις και αυτό τον τρόπο θα κατορθώσει να κτίσει την ωραία, ευγενική και σωστή εικόνα του άριστου δικαστού και θα πείσει έτσι και τον πιό απλό άνθρωπο του χωριού, ότι «σήμερα με δίκασε ένας πολύ καλός και σοβαρός δικαστής»!
Εν κατακλείδι ο δικαστής για να είναι δικαστής, πρέπει να είναι ένα ζωντανό, δυνατό και εντελώς ανεπηρέαστο κύτταρο της κοινωνίας, φέροντας ορατό τοις πάσι τον υπερήφανο ατσάλινο θώρακα της ηθικής αυτοδυναμίας.
Ο Οράτιος στην προς τον Αύγουστον ωδήν του αναφέρει ότι: « ο δικαστής δεν πρέπει να κάμπτεται πρό των ισχυρών του πλούτου ούτε και να ρίπτει την συνείδησιν του στην λάσπη του φατριασμού και της συναλλαγής, αλλά με αποφασιστικότητα να προτιμά τον θάνατον παρά να υποχώρηση στην πίεση».
Αν με απλή εμβάθυνση κοιτάξουμε πέρα και πάνω από την επιφανειακή θεώρηση των πραγμάτων καταλήγουμε ότι ο δικαστής – όπως εξ άλλου και κάθε άνθρωπος – στην ουσία δεν κρίνει αλλά κρίνεται. Κάθε λεπτό ελέγχεται από την κοινωνία η οποία μέσα από τα αλάνθαστα της φίλτρα με προσοχή διϋλίζει την προσφορά του και πολύ αυστηρά αξιολογεί το επίπεδο και ποιότητα του έργου του.
Κοινωνική καταξίωση.
Για να καταξιωθεί στα μάτια και στην συνείδηση και για να περάσει με επιτυχία τους ελέγχους της αλάνθαστης κρίσης της κοινωνίας, ο δικαστής ως ταπεινός και σεμνός της Θέμιδας υπηρέτης, θα πρέπει χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τις απόλυτες αρετές της εντιμότητας, ευσυνειδησίας και ακεραιότητας να κτίσει στην ψυχή του έναν αδιαπέραστο από έξωθεν επεμβάσεις και συνάμα ηθικά άτρωτο χαρακτήρα ο οποίος θα κοσμείται από την αυτονόητη μεν προσήλωση στους νόμους αλλά πάνω από όλα την μετ΄ευσεβείας προσήλωση στους ιερούς εντολείς του, την κοινωνία. Ο δικαστής αν και διορισμένος αλλά και εργοδοτούμενος από την κρατική υπηρεσία ώς μέρος της κυβερνητικής λειτουργίας ποτέ δεν πρέπει με κοντόφθαλμη θεώρηση να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως «υπάλληλο» της κυβέρνησης.
Ο δικαστής δεν αποτελεί μέρος της εν πολλοίς τομείς εν συσκοτίσει ευρισκομένης και φαύλης κυβερνητικής μηχανής. Ο δικαστής δεν είναι αυτό που κατά θεωρητικό και τετριμμένο φιλολογικό σχήμα επιπόλαια λέγεται ως κομμάτι – απάρτιο – της δικαστικής εξουσίας. Ο δικαστής ως εντολοδόχος και θεματοφύλακας της τήρησης των νόμων τους οποίους εν τη σοφία της εκδίδει η κοινωνία δεν είναι καθ΄εαυτώ εξουσία αλλά κάτι πολύ ανώτερο:
ασκεί την λαϊκή εξουσία. Ο όρος «άσκηση λαϊκής εξουσίας» έχει κρυστάλλινη όψη η οποία εκπηγάζει από το βάθος της προέλευσης των αλάνθαστων οδηγιών του καθήκοντος.
Σε συντομία κάποια λανθασμένα περί την δικαιοσύνη (εντελώς συνδεόμενα) θέματα και τα οποία θα πρέπει επί επιτέλους να διορθώσουμε:
α) Αυτή η τεράστια ανοησία η οποία δυστυχώς ρέει στον αβαθή προφορικό λόγο και η οποία ανοησία τα μάλα προσβάλλει τον δικαστή: ο δικαστής πρέπει λέει «να αμοίβεται καλά για να μην δωροδοκείται». Οταν ήμουν μαθητής στο Ελληνικό γυμνάσιο Λαπήθου είχα εντονότατη συζήτηση στο μάθημα αγωγή του πολίτου με τον καθηγητή – και είπα την ταπεινή μου άποψη: δηλαδή όταν δώσουμε λεφτά σε κάποιον που ασκεί δημόσιο καθήκον δεν θα δωροδοκηθεί ενώ αν δεν του δώσουμε ώστε να έχει… όντως πολλά λεφτά τότε ο άνθρωπος αυτός θα δωροδοκηθεί; Και το αναμένουμε ως φυσιολογική εξέλιξη να δωροδοκηθεί εν τη απουσία πληθώρας χρημάτων; Πόσο μεγάλη ανοησία και αθλιότητα! Πόσο μεγάλη προσβλητική έλλειψη πίστης στον ιερότερο της κοινωνίας θεσμό! Και τί να τον κάνουμε τέτοιο άνθρωπο όταν η πολιτεία … προληπτικά – με τον διορισμό και πριν ακόμη τον ανεβάσει στην έδρα – ήδη πρώτη αυτή τον «εξαγόρασε» για να μη δωροδοκηθεί (λέει) από άλλους (τρίτους). Αρα λοιπόν η πολιτεία και οι σοφοί νομοθέτες εκ των προτέρων δεν τον εμπιστεύονται;
Εμείς όμως οι απλοί και ταπεινοί, οι οποίοι πιστεύουμε στην Θεά Θέμιδα θέλουμε και απαιτούμε να κάθεται στην δικαστική έδρα άνθρωπος απόλυτα έντιμος, ο οποίος ακόμη και αν δεν έχει χρήματα ούτε καν για να επιβιώσει ναι, θα είναι βράχος τιμιότητας και γίγαντας ηθικής αξιοπρέπειας και αμεροληψίας. Ναι αυτός είναι ο αληθινός δικαστής και η κάθε ανόητη και παράλογη προληπτική οικονομική παρεμβολή σε καμία περίπτωση ασφαλέστατα δεν θα πρέπει να υπάρχει αφού καταλήγει όχι ως πλάγιος αλλά ως ευθύς και καθαρός υβριστικός λόγος. Απλά ο τίμιος άνθρωπος ότι και να συμβεί θα είναι πάντα τίμιος, ενώ ο ανέντιμος άνθρωπος όσα «ριάλια» και να του δώσει η κοινωνία να κρατά και πάλι θα δωροδοκηθεί. Εξ άλλου ποτέ να μήν ξεχνάμε το ρητό ότι χρήμα και η εξουσία δεν φθείρει, αλλά αποκαλύπτει. Δηλαδή αν δεν μας τα λέει καλά κάποιος άνθρωπος μας, αυτό δεν το έπαθε ούτε από την τωρινή κακή επίδραση του χρήματος ούτε και από την τωρινή κακή επίδραση της εξουσίας αλλά, πολύ απλά τώρα αποκαλύφθηκε ο πραγματικός του χαρακτήρας.
β) Η αστυνομία δεν δίνει, στοιχεία ειδικά για τα τροχαία ατυχήματα, ενώ θα ήταν αναγκαιότατο να δίνονται τουλάχιστον τα εκ πρώτης όψεως αδιαμφισβήτητα στοιχεία (στο μέτρο του νόμου και ασφαλώς της πορείας της αστυνομικής ανακριτικής έρευνας αφού η αστυνομία καθήκον έχει εκτός από το να τρέχει κατασταλτικά πίσω από γεγονότα, να προλαμβάνει όσο γίνεται τα γεγονότα) μέσα από την λογική να προβληματίζεται ο κόσμος μας, ώστε όσο το δυνατόν να αποφεύγονται και να μην επαναλαμβάνονται αυτά τα λάθη,
Και αυτή η μή δημοσίευση αναγκαίων στοιχείων, στηρίζεται στο επιχείρημα ότι η δημοσιότητα που θα δοθεί λέει, θα επηρεάσει αρνητικά λέει, και θα προ-ενοχοποιήσει άμεσα/έμμεσα το/α συνδεόμενο/α πρόσωπο/α, θα θίξει τα δικαιώματα του/ς και θα «ππέσει» η υπόθεση στο δικαστήριο.
Και γιατί να ππέσει η υπόθεση;
Η τραγική απάντηση: διότι λέει όταν το θέμα αυτό ακολούθως θα απασχολήσει την δικαιοσύνη, ήδη θα είναι επηρεασμένοι οι δικαστές. Αυτή η επαρχιώτικη και νομικά αφελής (και ανωφελής) θέση ειδικά μάλιστα όταν προέρχεται από νομικούς με κάνει να διερωτώμαι αν στραβός ειν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε και αν φοίτησα στην νομική του πανεπιστημίου Αθηνών και μήπως οι σοφοί νομοδιδάσκαλοι καθηγητές του πανεπιστημίου Αθηνών μας δίδαξαν άκυρα και «επηρεασμένα» νομικά; Μα τί σημαίνει «θα επηρεάσουν τους δικαστές»! Πώς είναι δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο; Πώς δηλαδή επηρεάζεται ένας δικαστής επειδή ένας σωστός αστυνομικός έκανε μια σωστή και επωφελή για την κοινωνία σημαντική ανακοίνωση; Τί προσβολή! Και πώς είναι δυνατόν ένας δικαστής σωστός, ακέραιος, ανεπηρέαστος, πνευματικά και ηθικά ισχυρός, διαβασμένος, κοινωνικός, και προπάντων ευφυής ήτοι απλά ένας κανονικός δικαστής να επηρεαστεί είτε από καλόπιστες αστυνομικές ενημερωτικές ανακοινώσεις, είτε από συνδεόμενη ενημερωτική αναφορά ρεπορτάζ της τηλεόρασης – έστω ακόμη και από όντως υπερβολική ενημέρωση ή τύπου «διαφημιστικού σπότ»; Μα αν αυτό συμβεί, δηλαδή αν δικαστής τις, επηρεαστεί από την ανακοίνωση της αστυνομίας για π.χ. τα εκ πρώτης όψεως ορατά αίτια ενός ατυχήματος, ή από καλόπιστη ενημέρωση π.χ. για εγκλήματα προερχόμενη από την τηλεόραση, τότε σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος απλά, απλούστατα «εν κάμνει για δικαστής». Μα αν ενυπάρξει τόσο μεγάλη επιρροή εκ της τηλεοράσεως και εκ των ανακοινώσεων της αστυνομίας προς την πνευματική υπόσταση του δικαστού σε τέτοιο επιδραστικό βαθμό, ώστε να καθορίσει την δικαστική του σκέψη και να καθοδηγήσει καταληκτικά την πέννα του ως προς τον τύπο λήψεως των αποφάσεων του, τότε υπάρχει πιθανότητα το πρωί από καθ’ έδρας αυτός ο δικαστής να σχολιάσει με τους δικηγόρους και το ακροατήριο και τυχόν έργα που είδε το προηγούμενο βράδυ, πράγμα παράλογο.
Αντιθέτως εκεί θα κριθεί και εκεί θα αποδείξει στην κοινωνία την πνευματική του δύναμη ο δικαστής, εκεί που δεν θα επηρεαστεί ούτε από καλόπιστη και προπάντων ούτε και από κακόπιστη δημοσιότητα. Αρα λοιπόν τέτοιο θέμα δεν υπάρχει και ας μήν κοροϊδεύουν(για δικούς τους λόγους) τον κόσμο τινές νομικοί και παρα-νομικοί, αλλά και αστυνομικοί κύκλοι, διότι πολύ απλά ο σωστός δικαστής στην έδρα ποτέ ΔΕΝ δικάζει αλλά και ποτέ δεν καταγράφει σε αποφάσεις του καταληκτικό δικανικό συλλογισμό με βάση όσα είδε και άκουσε στην τηλεόραση ή στον καφενέ, αλλά αποφασίζει με βάση ΜΟΝΟ όσα ακούει στην επ΄ακροατηριώ ΜΑΡΤΥΡΙΑ και με βάση τα όσα ΤΕΚΜΗΡΙΑ είχε ευκαιρία, με τις βιολογικές και πνευματικές του αισθήσεις να εξετάσει και αξιολογήσει. Και για όσους μή νομικούς (δηλαδή λόγω του ότι δεν είναι το θέμα τους) εξακολουθούν να επιμένουν στην προληπτική (όμως άκυρη) προστασία της γνώμης των δικαστών, με νομική τόλμη τους λέμε να μήν φοβούνται, να μήν ανησυχούν και να έχουν εμπιστοσύνη στην δικαιοσύνη, διότι υπάρχει η νομική ασφαλιστική δικλείδα η οποία συγκροτεί τον απλό όμως ουσιωδέστατο νομικό ασφαλιστικό νομικό/δικονομικό κανόνα/ αρχή δικαίου της «δικαστικής γνώσης» και των αυστηρότατων ορίων αναφορικά με την προσωπική γνώση γεγονότων ήτοι: ο δικαστής όταν δικάζει ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ με βάση το δίκαιο της απόδειξης, να εντάσσει στην δικαστική του(συμπερασματική) σκέψη τα όσα ατομικά και εξ ιδίας γνώσεως και εξ ιδίας εμπειρίας γνωρίζει ως άνθρωπος αλλά επιβάλλεται όπως χρησιμοποιεί με εξαιρετικά φειδωλό τρόπο τα όσα ο ίδιος προσωπικά και ως άτομο γνωρίζει, αποδεχόμενος με βάση την νομική αρχή/κανόνα της «δικαστικής γνώσης» ΜΟΝΟ τα αποδεδειγμένα αναμφισβήτητα και πασίδηλα γεγονότα π.χ. ημερομηνίες εορτών, κατάσταση καιρού/καιρικές συνθήκες, όρια επαρχιών.
Κατά συνέπεια το παραμύθι του…επηρεασμού δικαστών έχει θέση μόνο στα σκουπίδια της νομικής, διότι αν αυτό συνέβαινε τί θα τον κάναμε έναν δικαστή που θα αποφάσιζε μετά από αυτά που είδε και άκουσε το προηγούμενο βράδυ στην τηλεόραση και …επηρεάστηκε; Μήπως θα θεσμοθετήσουμε τώρα και δίκες από τηλεοράσεως;
Χαρακτηρισμός (λανθασμένος) των δικαστηρίων:
Τα δικαστήρια αποτελούν την μία εκ των τριών συνιστουσών εξουσιών;;; του πολιτεύματος, κακώς όμως καθ΄ημάς αποκαλείται από την επιστήμη της νομικής και πολιτειολογίας η δικαστική λειτουργία ως εξουσία. Διότι πώς μπορεί να είναι τα δικαστήρια εξουσία την στιγμή που οι λειτουργοί τους είναι ήδη υπηρέτες της Θέμιδας και μόνο αυτή κατέχει το προστακτικό σπαθί της εξουσίας; Αρα πώς μπορεί οι δικαστικοί λειτουργοί της να είναι εξουσιαστές αφού όχι μόνο εξουσιαστές δεν είναι, αλλά αντιθέτως διπλά υποταγμένοι «υπηρέτες»: στην Θέμιδα και τον εντολοδότη λαό;
Κατ΄επέκταση οι αποφάσεις και τα έστω επιτακτικού χαρακτήρα, προστακτικά διατάγματα των δικαστηρίων, δεν είναι διαταγές προσωπικού χαρακτήρα και ιδίας εξουσιαστικής μορφής αυτών τούτων των δικαστών, αλλά απλή υλοποίηση «ύπερθεν» διαταγών της Θεάς της ιδέας της δικαιοσύνης.
Αναγκαία παρένθεση:
συνεπώς ας το καταλάβουν επιτέλους ότι έχουν λάθος όσοι εκ των δικαστικών λειτουργών εκφέρουν από καθ’ έδρας δικαστικό λόγο στον α΄ ενικό: π.χ. «αποφασίζω», «δέχομαι», «απορρίπτω», «εγκρίνω», «θεωρώ» κ.λ.π. Διότι εκτός από νομικό λάθος αποτελεί και ματαιόδοξη προσεγγιστική. Η σωστή διατύπωση είναι
ή στο τρίτο ενικό π.χ. «αποφασίζεται», «εγκρίνεται», «απορρίπτεται»,
ή σε περιφραστικό λόγο δηλαδή π.χ. το «δικαστήριο αποφασίζει», «το δικαστήριο απορρίπτει», «το δικαστήριο απορρίπτει», «γίνεται αποδεκτό»,
ή ακόμη και στο εντελώς ταπεινό (άρα μεγαλειώδες) στο α’ πληθυντικό «αποδεχόμαστε», «εγκρίνουμε», «δεν εγκρίνουμε» κ.λ.π. έστω και αν το συγκεκριμένο δικαστήριο είναι μονομελούς σύνθεσης. Ας αναλογιστούμε για μια στιγμή πόσο ακουστικά ωραία, αλλά και επιστημονικά άριστα ακούγεται το πολυμελές δικαστήριο όπως π.χ. πολυμελής σύνθεση ανωτάτου(δευτεροβάθμιου) ή του κακουργιοδικείου όταν έστω και αναγκαστικά λόγω της αριθμητικής συγκρότησης εκ τριών και άνω δικαστών ναι, απευθύνεται στο α’ πληθυντικό – με τις λέξεις π.χ. «κρίνουμε», «θεωρούμε», «δεν αποδεχόμαστε», «δεν εγκρίνουμε», «καταλήγουμε», «αποφασίζουμε»!
Και η κορυφή του λάθος θέματος: το «ενώπιον μου». Η ολογεμάτη σεβασμό λέξη «ενώπιον» δεν μπορεί να αυτοεκφωνείται από τον προς όν απευθύνεται ήτοι από τον ίδιο τον δικαστή, αλλά εκφωνείται/προσφωνείταιαπό αυτόν ο οποίος απευθύνεται προς τον δικαστή ή προς άλλο άτομο εκτελών δημόσιο και εντελώς σεβαστό λειτούργημα. Η αυτοαπόκληση …ενώπιον μου, οδηγεί σε ηθική αυταναίρεση, αφού δεν συνάδει με την ταπεινότητα. Στο χωριό μου μια γυναίκα αυτοσυστήνετο «είμαι η κυρία Μαρούλλα» και αυτό δεν ήταν και πολύ ταπεινό για την τοπική κοινωνία, η οποία κοινωνία είχε άποψη σχολιάζοντας το θέμα. Κατ’ ακρίβειαν η λέξη αυτή έχει την πραγματική της θέση μόνο μέσα στην φράση «ενώπιον του Κυρίου» άρα είναι του Θεού. Όμως κατ΄οικονομίαν μπορεί να λεχθεί και προς ανθρώπους,
αλλά να χρησιμοποιείται με πολλή προσοχή και με πολλή φειδώ.
Το δικάζειν
Το «δικάζειν» ποτέ δεν ήταν εύκολο έργο, αφού ακόμη και οι επί Τουρκοκρατίας «Καδήες» (οι οποίοι κατά τα βιβλία της ιστορία είχαν αναγάγει την δωροληψία σε επιστήμη) είχαν δύσκολο να επιτελέσουν έργο, άρα οι δικαστές επιφορτίζονται βαρύ καθήκον. Όμως τα πράγματα διευκολύνονται δραστικά όταν στην σκέψη τους – πέραν βεβαίως της αυτονόητης νομομάθειας- ως αλάνθαστους καθοδηγητές έχουν ως οδηγούς και ενισχυτές του έργου τους, τους τρείς βασικούς δικαστικούς κανόνες οι οποίοι προέκυψαν μέσα από εμπειρίας διδάγματα και τους οποίους μεταφέρουν στους φοιτητές νομικής ως ακτινοβολούσες αρχές σοφοί νομοδιδάσκαλοι:
α) Τον ανώτατο δικαϊκό κανόνα ο οποίος ρυθμίζει τα πάντα : Δίκαιο είναι αυτό που ο Θεός ορίζει διότι ο μόνος δίκαιος είναι ο Θεός.
Συνεπώς: Καταληκτική θεωρία του Φυσικού δικαίου και της «ξεχασμένης» υψηλής ισχύος της.
β) Το καθήκον του δικαστού να εξαντλείται όχι στην εξυπηρέτηση της εμπάθειας και του μεταξύ των διαδίκων μίσους, αλλά θριαμβευτικά να καταλήγει στο συμφέρον της δικαιοσύνης και μόνον.
Συνεπώς : Θεωρία του έντιμου, δίκαιου, σωστού και ανεπηρέαστου δικαστού.
γ) Ο δικαστής δεν κατέρχεται στην αρένα της δίκης, αλλά «ακούει» μόνον (αφορά στο Αγγοσαξωνικό σύστημα) και τα συμπεράσματα του ανήκουν.
Συνεπώς: Θεωρία της διεξαγωγή της δίκης σε μορφή αντιπαραθετικού χαρακτήρα.
Σχόλιο του γράφοντος για το (γ):
Επειδή ο γράφων σπούδασε το Ηπειρωτικό δίκαιο και συνάμα δουλεύει το Αγγλοσαξωνικό, έχει συνεπώς την ευκαιρία να συγκρίνει τα δύο νομικά συστήματα και εντοπίζει τον νομικό παραλογισμό (νομική ανεπάρκεια ως εγγενής αδυναμία) ότι στο Αγγλοσαξωνικό νομικοδικαστικό σύστημα κατά την δίκη ο δικαστής δεν εξετάζει και δεν ρωτά ούτε και μια λέξη – πλην διευκρινιστικών θεμάτων – Και γιατί αυτό; Γιατί να μην ρωτά ο δικαστής οτιδήποτε τον φωτίσει ο Θεός και το οποίο κρίνει ότι ναι, είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης; Ερωτάμε κάτι απλό το οποίο ζήσαμε άπειρες φορές από την ταπεινή δικαστηριακή μας πείρα: και αν π.χ. τυχόν ξέχασε ή δεν σκέφτηκε ο δικηγόρος ή ο μάρτυρας κάτι έκδηλα σχετικό και σημαντικό, ή αν ο δικαστής έξυπνος ών και διορατικός, έχει κάποια χρήσιμη για την ανίχνευση της αλήθειας σκέψη/άποψη/ιδέα/συλλογισμό, δεν θα ήταν λοιπόν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης ο δικαστής να επέμβει και να ρωτήσει; Διότι ποιός είναι επιτέλους ο ρόλος, ο δραστικός του δικαστού; Απλά να ακούει; Εμείς λέμε όχι διότι αυτό είναι λάθος. Ο δικαστής εφ’ όσον δικάζει θα πρέπει να είναι όντως ενεργό την πράξη μέρος της ομάδας που πασχίζει να βρεί την αλήθεια.
Συνεπώς ούτε και ένας απλός πολίτης που θα ρωτηθεί αν ο ρόλος του δικαστού είναι η απλή και ασπόνδυλη ακουστικής μορφής «διαιτησία», θα απαντήσει ναι, και συνάμα θεωρούμε ότι ναι θα απαντήσει στην ερώτηση αν ο ρόλος του δικαστού είναι η δραστική του συμβολή (και γιατί όχι όπου χρειάζεται παρεμβατική) στην απόδοση της δικαιοσύνης.
Τρανή κατά την ταπεινή νομική μας άποψη στην πράξη απόδειξη του παραλογισμού αυτού η εσωτερική ανακολουθίας σύγκρουση και ορατή αυτοαναίρεση του συστήματος από τον περί πολιτικής δικονομίας νόμο Κεφ. 6 μέρος ΙΧ, άρθρο 88. Επέκεινα παράλληλα συνδεόμενη αδυναμία του «κκόμον λο» η διαδικασία των αιτήσεων όπου καταθρυματίζεται κυριολεκτικά ο σημαντικότερος συστατικός/υποστηρικτικός πυλώνας του οικοδομικού συστήματος του κοινοδικαίου, αφού επιτρέπεται η εξ ακοής μαρτυρία με την όχι πειστική αιτιολογία της συνοπτικότητας της συγκεκριμένη διαδικασίας. Και δεν είναι πειστική διότι δεν μπορεί ένα ολόκληρο σύστημα δικαιοσύνης για χάριν δήθεν της συνοπτικότητας να διολισθαίνει και υποχωρεί ουσιωδέστατων και εκ των ουκ άνευ θεμελιωδών αρχών δικαίου για μικροϋποθέσεις (και υπάρχουν αιτήσεις που δεν είναι καθόλου μικροϋποθέσεις αντιθέτως) συνοπτικής έστω μορφής. Και αυτό διότι απλά όλες οι υποθέσεις έχουν την ίδια αξία, είναι όλες οι ίδιες υπό την κρίση της δικαιοσύνης ανεξαρτήτως ύλης δικαιοδοσίας ή οικονομικής κλίμακας/ χρηματικού ύψους και δεν μπορεί να εξαναγκάζεται η Θέμιδα να αλλάζει προς το …ελαφρότερο το πέπλο της αδιαφορώντας για την παραβίαση της ομοιόμορφης άσκησης του δικαίου.
Δεν μπορεί οι βασικές νομικές αρχές να εκτρέπονται κατά 180 μοίρες ηλιοστροφικά από την Ανατολή στην Δύση.
Ας επανέλθουμε στα (πιό) δύσκολα:
Αδιαμφισβήτητο είναι ότι τα δικαστήρια και οι λειτουργοί τους ως ιδεατή έννοια δρούν εντός αυστηρών ορίων και μάλιστα οι υπηρέτες της δικαιοσύνης τελούν υπό ακόμη πιό σκληρά όρια σε σχέση με τους απλούς ανθρώπους.
Μήπως όμως
γνωρίζει κάποιος τον αλάνθαστο υπέρ-άνθρωπο; Μα πώς να τον γνωρίζει αφού τέτοιο ανθρώπινο είδος δεν υπάρχει μα και η πολυπράγμονη επιστήμη της γενετικής/βιολογίας ούτε υβριδικά μα ούτε και κλωνοποιητικά κατάφερε να φτιάξει; Αρα όλοι εμείς οι άνθρωποι ατελείς όντες τελούμε υπό κρίση μή εξαιρουμένων και των δικαστών. Συνεπώς κρίνει ο πολίτης τον δικαστή και το παιδί του δικαστού δηλαδή την δικαστική απόφαση (αφού προηγουμένως όμως την διαβάσει, μήν το ξεχνάμε αυτό ποτέ διότι κάποιοι θέλουν να το ξεχνούν και είναι πολύ άδικο να κρίνουν χωρίς πρώτα να διαβάσουν) αξιολογώντας την σφαιρικά τόσο στην ηθική και ηθικοπλαστική της διάσταση όσο και στην νομική της στατικότητα. Ετσι θα καταλήξει σε αξιολόγηση του δημιουργού της δηλαδή του δικαστού που την υπογράφει. Ιδού συνεπώς το σημαντικό κοινωνικό έργο /καθήκον των πολιτών: ο καλόπιστος και έντιμος έλεγχος, ο της δικαιοσύνης κοινωνικός ακτινοβολών ποιοτικός έλεγχος, ο οποίος δρα ως το ασφαλές εξισορροπητικό μέτρο προς την δυναμική της κάθε δικαστικής απόφασης. Πολύτιμο εργαλείο η κριτική και απολυτρωτικό εγγυητήριο συνάμα σφραγισμένο με τις ιερές βούλλες της κοινωνίας ότι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης ναι, είναι κατορθωτή.
Όμως το θέμα με το οποίο καταπιαστήκαμε δεν τελειώνει ούτε γρήγορα ούτε και εύκολα. Το θέμα είναι ευρύτατο και υπάρχουν πολλά σημεία προς σχολιασμό:
Ας μπούμε με θάρρος στα βαθειά και ας καταγράψουμε μια σκληρή ενάντια στο κύρος της δικαιοσύνης παράμετρο, την οποία είναι αλήθεια, δεν συναντάμε και κάθε μέρα όμως υπάρχει:
Οι έκδηλα άδικες αποφάσεις και οι έκδηλες κακοδικίες.
Αναφέραμε ανωτέρω για τους ατελείς ανθρώπους μέσα στους οποίους ατελείς βεβαίως δεν μπορεί να μην ενυπάρχουν και οι δικαστές.
Ητοι:
οι έκδηλα άδικες αποφάσεις είναι δημιούργημα ατελούς/ανεπαρκούς και άδικου δικαστού.
οι κακοδικίες είναι δημιούργημα «κακοδίκη» δικαστού. Και δυστυχώς υπάρχουν τέτοιου είδους άνθρωποι. Ενας καλός συνάδελφος χιουμορίστας ών, πριν χρόνια, όταν το έβρισκα στις σκάλες του δικαστηρίου μου έλεγε λαχανιασμένος: βιάζομαι έχω κακοδικείο.
Και τί θα γίνει με τις περιπτώσεις αυτές; Θα πρέπει η κοινωνία βλακωδώς και παθητικά να τις ανεκτεί, ή να τις σεβαστεί υποτάσσοντας και ποδοπατώντας μέσα της το περί δικαίου αίσθημα της και την ανθρώπινη της αξιοπρέπεια για χάριν της εκ του πονηρού «κλισέ» φράσης τινών πολιτικών (διότι μή καθαροί όντες φοβούνται μην τους ανοίξουν και αυτούς καμία παλιο-υπόθεση) «σεβόμαστε τις δικαστικές αποφάσεις»; Βεβαίως και σεβόμαστε τις δικαστικές αποφάσεις όμως- άλλη έννοια είναι το «σεβόμαστε τις δικαστικές αποφάσεις» και άλλο η μή κριτική και προπάντων η ανοχή και η αποδοχή αποφάσεων όταν εντός αυτών έκδηλα βοά και η αδικία ή το λάθος ή και τα δύο μαζί.
Σε τέτοιες περιπτώσεις η ανοχή ισοδυναμεί με νέα επιπρόσθετη αδικία κατ΄επέκταση παρανομία.
Η κοινωνία μας και ο υπέροχος και τίμιος λαός μας(πλην τινών πολιτικών και πολιτειακών ηγετών άρα να μην συγχύζουμε τα πράγματα) δεν είναι καθόλου άδικος. Και μπορεί να αποκαλούν ακόμη και τα λαϊκά τραγούδια την κοινωνία «άδικη» και μπορεί μάλιστα να υπάρχουν ακόμη και οικονομικοταξικές αδικίες όμως η κοινωνία μας ως συγκροτημένη κοινωνία ανθρώπων, σε συνολικό επίπεδο κρίσης ναι είναι καθ’ ημάς δίκαιη.
Συνεπώς: οι άνθρωποι θα ήταν κατώτεροι του είδους τους αν ισοπεδωτικά σέβονταν τις εκτός ορίων αποφάσεις και δή τις έκδηλα άδικες και αντινομικές αποφάσεις, όταν βοούν από την θλιβερή νόσο της νομικής ανεπάρκειας ή την ακόμη χειρότερη νόσο της εκδικητικότητας και της εμπάθειας, ή του ορατού λάθους ή όταν είναι μολυσμένες με την μικρότητα της ηθικής κατωτερότητας, της μεροληψίας αλλά και της ανήθικης κάθε μορφής σκοπιμότητας, της ταύτισης/σχέσης συμφέροντος και διαπλοκής π.χ. οικονομική, συμφεροντολογική, νεποτισμού και κυρίως την πολιτική.
Θα ήταν απόκρυψη της αλήθειας αν καταγράψουμε ότι δεν έχουμε συναντήσει στα χρόνια της υπηρεσίας μας στο δικηγορικό επάγγελμα τέτοια θλιβερά φαινόμενα.
Τις περιπτώσεις αυτές, κάθε έντιμος πολίτης είτε έχοντας άμεσο «έννομο συμφέρον» αλλά είτε και έχοντας έμμεσο ήτοι κοινωνικό συμφέρον άρα εξίσου ισχυρό ηθικονομικά, οφείλει να τις καταπολεμεί με κάθε νόμιμο μέσο.
Καταγράψαμε διάφορες σκέψεις μέχρι το σημείο αυτό. Προβληματιζόμαστε και καταλήγουμε στο καίριο ερώτημα:
Μα ποιός είναι λοιπόν επιτέλους ο σωστός δικαστής;
Είναι αυτός ο δικαστής ο οποίος ταπεινά και ακούραστα ασκεί το καθήκον του με απόλυτη ηθική, δικαϊκή και νομική επιμέλεια. Αυτός θα είναι ο άξιος υπηρέτης της Θέμιδας και συνάμα αυτός θα ανταμειφθεί από την κοινωνία αφού με την σειρά του θα λάβει στην ζωή, άϋλα πλην ως κοινωνική πληρωμή υπέρτατα αγαθά: την κοινωνική εκτίμηση και την υψηλή κοινωνική αναγνώριση ως ανταποδοτικό μέρος σε ότι καλό από καθ΄έδρας έδωσε στην κοινωνία.
«Στην ζωή όταν παίρνουμε γεμίζουμε τα χέρια μας,
όταν όμως δίνουμε γεμίζουμε την καρδιά μας».
Τί ακριβώς παίρνουμε εμείς οι άνθρωποι από την ζωή; Και αυτό πολύ απλό όπως όλα τα «μεγάλα» τα οποία είναι πολύ απλά: παίρνουμε μόνο από ότι δίνουμε.
α) Τί δίνει στην κοινωνία ο δικαστής;
β) Και τί περιμένει να λάβει πίσω από αυτά που έδωσε;
Πολύ απλό:
Απάντηση στο (α) :δίνει τις από καθ’ έδρας σωστές και δίκαιες αποφάσεις.
Απάντηση στο (β) : θα λάβει την ηθική αναγνώριση των (σωστών και δικαίων) αποφάσεων του από την κοινωνία.
«Υποκριτές»
Οι αποφάσεις είναι τα παιδιά των δικαστών: οι αποφάσεις είναι οι δικαστές!
Τα μέλη του θεάτρου στην αρχαία Ελλάδα ονομάζοντο ηθο – ποιοί (μέχρι και σήμερα) δηλαδή ετυμολογικά ποιούσαν ήθος.
Και ήταν τόσο υψηλό, σοβαρό και βαρύ το φορτίο του κοινωνικού, διδακτικού και ηθικοπλαστικού έργου που επιτελούσαν τα μέλη του θεάτρου που συνάμα ονομάζοντο και «υποκριτές»-
δηλαδή τελούσαν υπό-κρίση(της κοινωνίας των ανθρώπων θεατών) αν δηλαδή παρουσίασαν και έφεραν εις πέρας σωστά αυτό εφ΄ω ετάχθησαν.
Κατ΄αναλογία οι δικαστές είναι επίσης «υποκριτές» δηλαδή τελούν υπό την ασταμάτητη κρίση από πλευράς κοινωνίας αν έφεραν και παρουσίασαν σωστά το βαρύ έργο εφ΄ω ετάχθησαν. (Σημείωση: ανεξαρτήτως της αρνητικής-λανθασμένα- έννοιας που έχει λάβει σήμερα η λέξη αυτή. Για να μήν υπάρξει οποιαδήποτε παρεξήγηση).
Συνεπώς ας προσέξουμε αυτό:
ένας μέσος λογικός και ηθικά νοήμων άνθρωπος ποτέ δεν θα πειστεί από αποφάσεις των δικαστηρίων που τυχόν θα αχθούν πέραν των ορίων της ηθικής και νομικής ορθότητας. Και ας μήν νομίζουν οι απλοί πολίτες ως μή νομικοί όντες, ότι δεν μπορούν να κρίνουν του νομικούς – δικαστές και δικηγόρους. Αυτό είναι μέγα λάθος. Διότι ο έξυπνος αλλά και ηθικά νοήμων άνθρωπος έχει ισχυρή λογική, έχει κριτική σκέψη αλλά και λογικής ένστικτο, στοιχεία τα οποία του επιτρέπουν να κρίνει όλους έστω και αν δεν κατέχει την ειδικότητα ενός εκάστου εξ αυτών: π.χ. κρίνει ασφαλιστές και ας μήν είναι ασφαλιστής, κρίνει μηχανικούς και ας μήν είναι μηχανικός, κρίνει γιατρούς και ας μήν είναι γιατρός, και βεβαίως κρίνει δικαστές και ας μήν πέρασε ποτέ στην ζωή του έξω από νομική σχολή.
Δικαστική παθογένεια.
- Η θέση θα πρέπει να ζητά τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος την θέση.
- Δεν αναζητούμε και δεν περιμένουμε τιμή από την θέση, αντίθετα τιμούμε την θέση.
- Το χρήμα και η εξουσία δεν φθείρουν, αποκαλύπτουν.
Κανένα ανθρωπογενές σύστημα είναι τέλειο. Ούτε ασφαλώς και το δικαστικό ως θεωρητική αλλά και πρακτική έννοια σύστημα, είναι μνημείο τελειότητας διότι πολύ απλά αυτοί που το συγκροτούν δηλαδή οι δικαστές είναι ατελείς άνθρωποι όπως όλοι μας, άρα έχουν τρωτά σημεία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πάψουν ποτέ οι άνθρωποι νομικοί και μή νομικοί να αγωνίζονται για να διορθώσουν το σύστημα και να προσπαθούν να επιλύουν τις εκ κληρονομίας «σύμφυτες» δικαστικές νόσους.
Α δούμε τινά εγγενή προβλήματα:
– Ορατά δικαστικά ατοπήματα όπως π.χ. όταν συγκρούονται μεταξύ τους στο νόημα και σκοπό τους αποφάσεις οι οποίες παράγουν δευτερογενές δίκαιο δηλαδή δευτεροβάθμιες(νομολογία ανωτάτου) ή όταν υπάρχουν μέσα σε πρωτοβάθμιες ή δευτεροβάθμιες αποφάσεις νομικές και πραγματικές ανοησίες ή λάθη λεκτικά, συντακτικά ή ακόμη και ορθογραφικά λάθη ενίοτε επιπέδου του δημοτικού,
ή το χειρότερο όταν μέσα από αποφάσεις βοά το συμπέρασμα ότι …δεν εκατάλαβεν ο δικαστής, όπως λέμε «έν εκατάλαβεν ο γιατρός»,
και κάτι ντροπιαστικό: λεκτική διατύπωση απόφασης η οποία φανερώνει φτωχή μέχρι και δυστυχώς κακή γνώση της Ελληνικής γλώσσας π.χ. της έναρξης ισχύ νόμου – και όχι της έναρξης ισχύος νόμου, ή π.χ. υλικές βλάβες- και όχι σωματικές βλάβες, ή π.χ. σωματικές ζημίες – και όχι υλικές ζημίες , ή π.χ. του ερευνών λειτουργού και όχι του ερευνώντος λειτουργού, ή π.χ. οι κατηγορούμενοι παρών και όχι οι κατηγορούμενοι παρόντες, ή π.χ. όταν ελλείπουν σημεία στίξεως/ή τίθενται λανθασμένα και τα οποία είναι σημαντικότατα για το νόημα του κειμένου, ή π.χ. όταν το αρνητικό μόριο «δεν» καταγράφεται ως «δε» χωρίς δηλαδή τον τελικό «ν», άρα λοιπόν πλέον αφορά τον συμπλεκτικό σύνδεσμο/ συνδετικό μόριο «δε» και συνεπώς η άρνηση που όντως επιθυμεί να δώσει αυτός που γράφει κάτι απλά δεν είναι άρνηση, αλλά κατάφαση και η οποία μάλιστα αποτελεί ως συμπλεκτικός σύνδεσμος που είναι και σύνδεση νοήματος(από πάνω). Σημ. αυτό το τρομερό λάθος του (δήθεν) αρνητικού «δε» συναντάται δυστυχώς και στους νόμους και πολλές φορές ο γράφων διερωτάται αν ο νομοθέτης τώρα με αυτό το μόριο απαγορεύει κάτι ή αντίθετα υπερθεματίζει επί το θετικότερον. Ο απόλυτος πλούτος και απόλυτη ακρίβεια της Ελληνικής γλώσσα δεν έχει καμία λέξη «δε» η οποία να εκφράζει άρνηση.
– Ορατή αρνητική (εν γένει), λανθασμένη και τυρρανική συμπεριφορά δικαστού.
Πόσο πίσω θα ήταν η κοινωνία μας αν δεν αντιδρούσε με νόμιμα μέσα στο όχι σπάνιο φαινόμενο, όταν δηλαδή δικαστής τις, εν τη ενασκήσει του λειτουργήματος του εκών και ετσιθελικά υπερβαίνει και καταπατεί τα έσχατα όρια ασφαλείας της καλοδικίας και μή προκατάληψης άρα είναι κακοδίκης/προκατειλημμένος ή τα όρια της ευπρέπειας άρα είναι αγενής προς τον κόσμο που υπηρετεί; Δηλαδή στις περιπτώσεις όπου ο δικαστής λόγω πραγμάτων που κάνει, όπως π.χ. αψυχολόγητων ενεργειών, άτσαλων κινήσεων, μορφασμών(που ορατά αποκαλύπτουν την προ-διάθεση και ροπή της σκέψης του) και ειρωνικών ενίοτε μειδιαμάτων ή λόγων του στην επ’ ακροατηρίω συζήτηση με αχρείαστα και άκυρα σχόλια αναγάγει καταληκτικά εαυτόν ως φερόμενον τελούντα υπό το πολύ σοβαρό ποινικό αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας!
– Ορατή έλλειψη υπομονής δικαστού από καθ΄έδρας.
Παλαιότερα δικαστές τινές, εν ώρα δικαστικής συνεδριάσεως «επέτασσαν» ωσάν σκουπίδια τους δικαστικούς φακέλλους και με άναρθρες κραυγές εφέροντο όχι κόσμια ή έλεγαν στους κατηγορούμενους που δεν παραδέχονταν «παραδέχτου γιατί ασσέβρω ένοχον έννα σε κανονίσω»(οποία προκατάληψη!). Μα πού ήταν και πού πήγε άραγε η υψηλή αρετή της υπομονής και της ευγένειας (ευγένεια ετυμολογικά αναλύεται από τις λέξεις ό ευ και γένος) για την δεδομένη ύπαρξη της οποίας ασφαλέστατα διαβεβαίωσαν το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο στο «ίντερβιου» πρό του διορισμού τους ότι υπήρχε στον εσωτερικό τους κόσμο, ως εκ των ουκ άνευ απαραίτητο και αναγκαίο ηθικό προσόν για την πρόσληψη τους; Η ευγένεια, η υπομονή, η αντοχή, η καρτερικότητα, η ηθική ανωτερότητα, ύψιστες αρετές και αδαμάντινα εσωτερικά γνωρίσματα του δικαστού-κριτού πού πήγαν τώρα; Και επειδή ένα ρητό λέει ότι «ο πλούτος και εξουσία δεν φθείρει αλλά αποκαλύπτει», άρα η έλλειψη υπομονής και ευγένειας προϋπήρχε, συνεπώς ο δείνα υποψήφιος δικαστής απλά κορόϊδεψε την επιτροπή του «ίντερβιου» για την ανύπαρκτη…ύπαρξη τους.
– Η θα μπορούσε ακόμη η κοινωνία μας να μήν σχολιάσει τα – κατά τα άλλα έστω μή σκόπιμα – όμως υπάρχοντα λεκτικά και γλωσσικά, νομικά αλλά και λογικής λάθη και ατοπήματα όπως και ορατές αστοχίες κατά την ροή της δικαστικής συνεδριάσεως; Και ας μήν προβληθεί ως …υπεράσπιση η ανόητη και εντελώς ευκαταφρόνητη απάντηση ότι τόσα ήξερε, διότι το «τόσα ξέρω» μπορεί να ισχύει ή να γίνεται έστω ανεκτό σε άλλα επαγγέλματα, όμως στο επάγγελμα του δικαστή ασφαλέστατα δεν μπορεί να ισχύσει ούτε για μια στιγμή, ούτε και για ένα χιλιοστό. Διότι ο δικαστής πρώτος από όλους δεσμεύεται από την μαγική λέξη «οφείλει» να γνωρίζει. Εξ άλλου το εκ του κλασσικού Ελληνικού(νομικού) πολιτισμού προερχόμενο Ρωμαϊκό αντιδάνειο Jura novit curie, δηλαδή ο δικαστής γνωρίζει τον νόμο, το ξέρουν και οι πρωτοετείς νομικής από το μάθημα του Ελληνορωμαϊκού δικαίου.
- Δικαστική πλάνη.
Και να μήν παραλείψουμε να καταγράψουμε αυτήν την μαγική (αρνητικά «μαγική») λέξη την οποία κατά κόρον ακούσαμε από τις παραδόσεις των νομοδιδασκάλων μας στο αμφιθέατρο «Σαριπόλων» της νομικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών, αν και για να ακριβολογούμε παιδιά όντες τότε, δεν το εμπεδώσαμε επαρκώς διότι το θεωρούσαμε ως κάτι που συμβαίνει μόνο στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση ως ιδιοτροπία του συγγραφέα. Και αυτό διότι έπρεπε να λάβουμε την γνώση και την εμπειρία της επαγγελματικής ζωής για να αντιληφθούμε την λέξη αυτή η οποία δυστυχώς αποτελεί την ανά την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού αθεράπευτη αρρώστια της δικαιοσύνης: την δικαστική πλάνη.
Δικαστικές αποφάσεις. Εγκυρότητα.
Οσον δε αφορά τις δικαστικές αποφάσεις ο ταπεινός όμως μεγαλειώδης απλός άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να δεχτεί ως δεσμευτική προς την κοινωνία μια απόφαση τινός δικαστηρίου η οποία έκδηλα τελεί αυτοαπογυμνωμένη αίσθησης δικαίου, ως μή φέρουσα τα λαμπρά ενδύματα της εμπέδωσης της ασφάλειας του δικαίου και εστερημένη της ύψιστης αρετής της ορθής του νόμου εφαρμογής. Αν ο απλός άνθρωπος από-δεχτεί τις πιο πάνω δικαστικές αποφάσεις θα ήταν κατώτερος της ηθικής αξιοπρέπειας που πρέπει να διακρίνει το ανθρώπινο γένος, θα ήταν δε, πολύ χειρότερο αν τις σεβαστεί και από πάνω.
Ερώτημα: Είναι σεβαστές οι «άκυρες» και ηθικά «χαμένες» αποφάσεις;
Εμείς απαντούμε χωρίς κανένα δισταγμό όχι.
Υποστήριξη της ως άνω αρνητικής μας απάντησης μέσα από επιχειρηματολογία πρακτικής προσέγγισης:
Ας δούμε λοιπόν κάποια βοώντα ΜΗ αποδεκτά και ΜΗ σεβαστά ιστορικονομικοδικαστικά παραδείγματα.
– Δεν μπορεί κανένας να σεβαστεί και αποδεκτεί την έκδηλα άδικη εκ δευτέρου βαθμού απόφαση των 285 δικαστών οι οποίοι το 399π.Χ. καταδίκασαν σε θάνατο τον Σωκράτη με την κατηγορία ότι «εισήγαγε καινά δαιμόνια».
– Δεν μπορεί κανένας να σεβαστεί και αποδεκτεί την έκδηλα άδικη απόφαση του Ρωμαϊκού δικαστηρίου που διέταξε την θανατική καταδίκη του «ασεβούς», «βασιλιά Ιουδαίων» Ιησού Χριστού από την Ναζαρέτ με τις κατηγορίες (α) ότι ισχυρίστηκε ότι θα γκρεμίσει τον ναό του Σολομώντα και θα τον ξανακτίσει σε τρείς μέρες και με την εξαιρετικά βαρύτατη κατηγορία (β) ότι αυτοαπεκλήθη υιός του Θεού.
– Δεν μπορεί κανένας να σεβαστεί και αποδεκτεί την έκδηλα δικαστικά νοσηρή τόσο στα νομικά όσο και στα αποδεικτικά επιχειρήματα άδικη και εμπαθή απόφαση του στρατοδικείου Παρισίων, το οποίο τον Δεκέμβριο του 1894 με βάση μια χαλκευμένου γραφικού χαρακτήρα επιστολή, καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη τον λοχαγό Ντρέϋφους (γνωστή «υπόθεση Ντρέϋφους») για παροχή στρατιωτικών πληροφοριών στην Γερμανία. Εστω και αν μετά ο λοχαγός Ντρέϋφους αθωώθηκε/αποκαταστάθηκε.
– Δεν μπορεί κανένας να σεβαστεί και αποδεκτεί την έκδηλα άδικη απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου Αθηνών ημερομηνίας 15/11/1922. Η εις θάνατο καταδικαστική αυτή απόφαση και για τους «εξι» κατηγορηθέντες ως αίτιοι τη Μικρασιατικής καταστροφής με βάση 15 εντελώς ανυπόστατες κατηγορητηρίες ήταν μια εκδικητικότατη πολιτική (και όχι δικαστική) απόφαση κατά της «άλλης» πλευράς, αυτής του πρωθυπουργού Γούναρη. Το τραγικό είναι ότι η ιστορία δεν γνωρίζει ποιός συνέταξε το άθλιο εκείνο κατηγορητήριο (άρα απεκρύβη επιμελέστατα ο συντάξας συνεπώς υπάρχει δόλος) το οποίο όταν διαβάσει ένας νομικός και ένας στρατιωτικός θα αηδιάσουν. Μάλιστα το εξωφρενικότερο σκέλος(στρατιωτικά/ιστορικά) του κατηγορητηρίου ήταν η 15η κατηγορία η οποία απέδιδε συγκεκριμένη κατηγορία ότι «με τις ενέργειες των κατηγορουμένων απωλέσθη», λέει, «η Ανατολική Θράκη». Ουδέν ψευδέστερο και ουδέν εγκληματικότερο αφού τότε( δηλαδή ημ. απόφασης ) ήταν Νιόβρης του 1922 και η Ανατολική Θράκη τελούσε υπό την κατοχή του Ελληνικού στρατού. Δηλαδή η κατηγορία αυτή, ήταν ένα αηδιαστικό άλλοθι για να παραδώσει κατ΄εντολήν των Δυτικών την Ανατολική Θράκη μετά από 11 ολόκληρους μήνες, δηλαδή τον Σεπτέμβριο 1923 με βάση την επάρατη, παράνομη και νομικά εντελώς ανυπόστατη συνθήκη της Λωζάνης (πάντοτε οι ηγέτες των Ελλήνων όταν θα κάνουν «κάτι» πηγαίνουν και το υπογράφουν σε ξένη χώρα) ο Βενιζέλος, παρά τις εντονότατες ενστάσεις του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου διοικητού τότε της στρατιάς Εβρου η οποία ήταν ταγμένη εντός της Ανατολικής Θράκης και μόνο 40 χιλιόμετρα έξω από την Πόλη με συνολικό αριθμό 80.000 εμπειροπόλεμους και ξεκούραστους στρατιώτες έτοιμους για αντεπίθεση και ναι, ανάκτηση της Μικράς Ασίας. Για να μήν μας περιπαίζουν τινές παρα-ιστορικοί του συστήματος.
Και η επιβεβαιωτική αποκατάσταση της ιστορίας και η απόλυτη νίκη της αλήθειας: ναι, οι «έξι» αποκατεστάθησαν μετά θάνατον κατόπιν προσφυγών των απογόνων τους με τελεσίδικες απροκατάληπτες δικαστικές αποφάσεις τίμιων Ελληνικών δικαστηρίων πριν από λίγα χρόνια.
– Δεν μπορεί κανένας να σεβαστεί και αποδεκτεί την έκδηλα πνιγμένη(εντελώς) στην πολιτική σκοπιμότητα και στην θλίψη των πολιτικών παθών, απόφαση του Ελληνικού στρατοδικείου το οποίο το 1952 καταδίκασε σε θάνατο τον Νίκο Μπελογιάννη για κατοχή ασυρμάτου με σκοπό την ραδιεπικοινωνία με χώρες του κομμουνιστικού συστήματος.
– Δεν μπορεί κανένας να σεβαστεί και αποδεκτεί την παράνομη, φλεγματική και ρεβανσιστικά εκδικητικότατη προς τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. «απόφαση» στην ψευδοποινική υπόθεση υπ΄αριθμό 666/57 του Εγγλεζοαποικιοκρατικού (τότε) παράνομου και συνεπώς νομικά ανύπαρκτου επαρχιακού δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία εξέδοθη από ΜΗ φυσικό δικαστή, παρανόμως ενεργούντος χωρίς την εντολή του λαού της Κύπρου, ήτοι κατ΄αντιποίηση των εκ του φυσικού δικαίου αρυόμενων δικαστικών εξουσιών και με την οποία ψευτο-απόφαση καταδικάστηκε σε θάνατο ο δεκαοκτάχρονος Ευαγόρας Παλληκαρίδης για μεταφορά σε μή λειτουργική κατάσταση οπλοπολυβόλου Μπρεν 0,303’’ χιλιοστών. Και για τους τυχόν έχοντες άλλη γνώμη πλην εν πλάνη ευρισκόμενους και θλιβερούς νοσταλγούς της αποικιοκρατίας: μα αν το τότε Εγγλέζικο αυτοονομαζόμενο δικαστήριο Λευκωσίας ήταν νόμιμο και η απόφαση του έστω κατά 0,0001% νόμιμη, τότε τί ήταν ο νομιμότατος και τιτάνιος επί τετραετία επαναστατικός νικητήριος αγώνας του λαού μας και της ΕΟΚΑ, και η εξευτελιστική εκδίωξη των αποικιοκρατών από το νησί μας, με επίπτωση την νομική κατεδάφιση του τότε ψευδοδικαστηρίου Λευκωσίας και η συνακόλουθη νομική και ιστορική ανατροπή της…ποινικής υπόθεσης 666/57; Και τί είναι το μετά την αποτίναξη της αποικιοκρατίας σημερινό μας κράτος; Ασφαλέστατα όχι ανύπαρκτο; Αρα;
– Δεν μπορεί κανένας νοήμων άνθρωπος να σεβαστεί και αποδεκτεί τα κατ΄αντιποίηση της (δικαστικής) εξουσίας του δικού μας νομιμότατου κράτους αναγνωρισμένου ανά την υφήλιο από τις 190 χώρες του ΟΗΕ, «συσταθέντα» στην κατεχόμενη μας γή ψευτο-δικαστήρια, ούτε βεβαίως και τις εξ αυτών συνακόλουθες ψευτο-αποφάσεις τους.
Σημερινή κατάσταση.
Επανερχόμενοι στο σήμερα σκοπός μας δεν είναι μηδενίσουμε πράγματα. Αντιθέτως θεωρούμε ότι το επίπεδο της δικαιοσύνης μας, παρά την πολύ μικρή από την ανεξαρτησία της Κύπρου ηλικία του, γενικά ναι είναι υψηλό, αντάξιο και συμβαδίζον με τον επίπεδο του έντιμου και υπεράξιου λαού μας. Οι δικαστές μας στην συντριπτική πλειοψηφία τους επάξια φέρουν το βάρος του τίτλου και τιμούν θέση του δικαστού.
Συνεπώς η προσπάθεια μας ταπεινό λιθαράκι στης Θέμιδας το Μέλαθρο προσηκόντως επικεντρώνεται και καταλήγει στην εναπομείνασα μειοψηφία, που δυστυχώς υπάρχει και πιθανότατα πάντοτε θα υπάρχει, αλλά βεβαίως και στο σύστημα δικαιοσύνης και στην ασταμάτητη προσπάθεια για περαιτέρω εξανθρώπιση του.
Η καλυτέρευση:
Αν ο άνθρωπος δεν ανα-ζητούσε το καλύτερο θα ήταν ευχαριστημένος με ότι είχε και συνεπώς θα ήταν καλά βολεμένος ακόμη στις σπηλιές και αμέριμνος με τις …συναδέλφους μαϊμούδες στα κλαδιά των δένδρων, καλά στεριωμένος στην προ-παλαιολιθική εποχή. Ευτυχώς η φύση, η εξ ενστίκτου καλή φύση των ανθρώπων τείνει πάντα να αναζητά το καλύτερο. Συνεπώς σκοπός μας είναι να θέσουμε το ταπεινό μας πνευματικό λιθαράκι στο όραμα μιας ακόμη καλύτερης δικαιοσύνης.
Κατά συνέπεια Θεωρούμε καθήκον μας προς την ιστορία της νομικής και της δικαιοσύνης να παραθέσουμε με σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη καλά παραδείγματα που μας κάνουν υπερήφανους, αλλά συνάμα και προς μίμηση και ενθάρρυνση των δικαστών και νομικών μας.
Η κοινωνία των ανθρώπων και η ιστορία κρίνει τους δικαστές.
Η ιστορία της δικαιοσύνης μας καθοδηγεί επιτακτικά να θέσουμε σε πρώτη γραπτή κατάταξη τους δικαστές του Κολοκοτρώνη τον Τερτσέτη και τον Πολυζωϊδη.
Α) Ελλάδα, Ελληνικό Βασίλειο επί βασιλείας Οθωνος 1833. Δίκη Κολοκοτρώνη.
Δικαστές Τερτσέτης και δικαστής Πολυζωίδης .
Οι δικαστές Αναστάσιος Πολυζωίδης και Γεώργιος Τερτσέτης ήταν υπεράξιοι εντολοδόχοι της κοινωνίας. Είναι δύο λαμπρά ονόματα που ως εκθαμβωτικοί αδάμαντες μεγαλόπρεπα κοσμούν το στέμμα της θεάς της δικαιοσύνης όντες οι αταλάντευτοι γίγαντες της δικαιοσύνης, οι γρανίτες ηθικής ακεραιότητας, οι ανυποχώρητοι φρουροί του δικαίου δικαστές, μέλη του εκτάκτου στρατοδικείου Ναυπλίου οι οποίοι το 1834 αρνήθηκαν να υπογράψουν την εκ του πολιτειακού συστήματος υποβολιμαία θανατική καταδίκη των ηρώων της Ελληνικής επανάστασης Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα μέλη του δικαστηρίου.
Το κατηγορητήριο το οποίο απήγγειλε κάποιος Εγγλέζος εισαγγελέας ονόματι Μασόν ήταν το εξής:
«Κατ΄Αύγουστον και Σεπτέμβριον του 1833 προς παράλυσιν της βασιλικής εξουσίας και προπαρασκευήν εμφυλίου πολέμου, παρεκίνησαν εις ληστείας διάφορους αρχιληστάς και διότι διά των εν διαφόροις επαρχίες γνωστών φίλων αυτών, επροσπάθησαν να καταφέρουν εις εμφύλιον πόλεμον υπηκόους της Α.Μ. και προδίδοντες την εθνικήν ανεξαρτησίαν υπέγραψαν και παρεκίνησαν άλλους να υπογράψουν παράκλησιν προς ξένην δύναμιν επί σκοπώ καταργήσεως της Υψηλής αντιβασιλείας ήγουν επί σκοπώ καταργήσεως του καθεστώτος πολιτεύματος».
Απάντηση Κολοκοτρώνη στις κατηγορίες: «Εγώ κρατώ στο σολντάτο 49 χρόνια και πολεμώ για την πατρίδα».
Δικαστήριο: ομόφωνη εις θάνατον καταδίκη των οπλαρχηγών Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα,
ΠΛΗΝ των αρνητικών αθωωτικών ψήφων του προέδρου του δικαστηρίου Αναστάσιου Πολυζωίδη και του δικαστού Γεώργιου Τερτσέτη. Η καταδικαστική απόφαση ήταν ουσιαστικά μια ξεδιάντροπη πολιτική απόφαση προϊόν των εκδικητικών κελευσμάτων και υποχθόνιων εντολών των Βαυαρών αντιβασιλέων και του Ελληνα υπουργού δικαιοσύνης Σχινά προς το δικαστήριο, ενώ τα αίτια του μίσους προς αυτόν ξεκάθαρα – ο Κολοκοτρώνης ήταν φανερά με το Ρωσσικό κόμμα, εξ άλλου το κατηγορητήριο μίλησε ξεκάθαρα για «ξένην δύναμιν.»
Ο υπουργός δικαιοσύνης Σχινάς διέταξε τους στρατιώτες του να λογχίσουν τους μειοψηφήσαντες δικαστές όμως οι δύο αυτοί γίγαντες δεν ενέδωσαν, αλλά με τόλμη και περηφάνια, σε αντίθεση με τους υποταγμένους υπόλοιπους δικαστές που αποτελούσαν το δικαστήριο, δεν έκαμψαν ούτε τον νομικό, ούτε τον της συνείδησης τους, αλλά ούτε και τον βιολογικό τους οσφύ – στάθηκαν ολόρθοι, είπαν όχι στο άδικο, είπαν όχι στην κρατική παρανομία. Η ιστορία πλέον μιλά με θαυμασμό γι΄αυτούς.
Ο Τερτσέτης και ο Πολυζωίδης μειοψήφησαν σε απόλυτους αριθμούς όμως χάρισαν την νίκη στην δικαιοσύνη.
Η καταδικαστική απόφαση των δύο ηρώων της Ελληνικής επανάστασης είχε ληφθεί με συντριπτική πλειοψηφία συνεπώς ήταν νομικά ισχυρή. Παρ΄όλα αυτά η θέση αυτή των δύο δικαστών αν και μειοψηφούσα επέφερε τα ποθητά για την δικαιοσύνη αποτελέσματα: η δύναμη των Τερτσέτη και Πολυζωίδη αφού κατεξευτέλισε πρώτα από όλα την ηθική διάσταση της καταδικαστικής απόφασης του έκτακτου στρατοδικείου Ναυπλίου αμφισβήτησε και κλόνισε συνάμα και το νομικό της κύρος καθιστώντας την στην πράξη ανενεργή και μή εκτελεστή αφού τόσο μεγάλη ήταν η αναστάτωση της Ελληνικής κοινωνίας και τόσο μεγάλος προβληματισμός και διστακτικότητα κατακυρίευσε τους αντιβασιλείς του βασιλείου της Ελλάδος ώστε διέταξαν την αναστολή της εκτέλεσης της καταδικαστικής απόφασης.
Έντεκα μήνες μετά την εις θάνατο καταδίκη των οπλαρχηγών, ο Οθωνας ενηλικιώθηκε. Τότε για δεύτερη φορά η πράξη των ηρώων δικαστών τιμήθηκε και καταξιώθηκε στα μάτια της Ελληνικής κοινωνίας η οποία ασφαλώς δεν ζητούσε να καταδικαστεί ο Κολοκοτρώνης αλλά να τιμηθεί: ο Οθωνας ως ο νόμιμος πλέον βασιλιάς της Ελλάδος όχι μόνο απένειμε χάρη στον μεγάλο ήρωα της Ελληνικής επανάστασης Κολοκοτρώνη αλλά και του αναγνώρισε επίσημα τον βαθμό του στρατηγού και τον διόρισε μάλιστα σύμβουλο της επικρατείας.
Το καθήκον το οποίο επιτέλεσε ο Τερτσέτης και ο Πολυζωίδης είναι δημόσιο ενδιαφέρει την κοινωνία, αφορά την πατρίδα και δικαιωματικά το έργο τους ανήκει πλέον στην ιστορία.
0 Τερτσέτης και ο Πολυζωίδης χάρισαν μια μεγάλη νίκη στην δικαιοσύνη.
Σημερινές αναλογίες.
Η κοινωνία των ανθρώπων και η ιστορία κρίνει τους δικαστές.
178 χρόνια μετά τον Τερτσέτη και Πολυζωϊδη.
Κύπρος 30/9/2011.
Β) Δικηγόρος Πόλυς Πολυβίου. Πρόεδρος εξεταστικής επιτροπής για την έκρηξη στην ναυτική βάση του πολεμικού ναυτικού Κύπρου.
Αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρο.
Στις 11 Ιουλίου 2011 στην βάση του πολεμικού ναυτικού Κύπρου εξερράγησαν τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών παραγωγής πυρομαχικών τηλεβόλων. Αυτές οι εκρηκτικές ύλες ήταν ξένες αμαρτίες προοριζόμενες για την Συρία, όμως η κυβέρνηση της δημοκρατίας της Κύπρου είχε την ιδέα να τις κατεβάσει από πλοίο το οποίο βρισκόταν εντός των χωρικών μας υδάτων και να τις μεταφέρει στην Ναυτική βάση στο Μαρί Λάρνακας.
Οι ύλες αυτές ήταν συγκεντρωμένες σε εμπορευματοκιβώτια μέσα στην ναυτική βάση σε μαζικά απίστευτα τεράστια συνολική ποσότητα, αφού σε τέτοιο βαθμό ποτέ δεν ξανασυγκεντρώθηκε τόσο μεγάλος όγκος εκρηκτικών πρώτων υλών παραγωγής πυρομαχικών σε ενιαίο χώρο.
Τραγική πρωτιά: Αποτέλεσμα ήταν να προκαλέσουν την μεγαλύτερη συμβατική έκρηξη που έγινε ποτέ στον πλανήτη.
Νομίμως συσταθείσα εξεταστική επιτροπή διερευνά τα αίτια, συνθήκες και ευθύνες για τον άδικο χαμό πολλών ανθρώπων από την έκρηξη αυτή.
Της εξεταστικής επιτροπής προεδρεύει με διορισμό από τον πρόεδρο της δημοκρατίας της Κύπρου ο εκ Λευκωσίας δικηγόρος Πόλυς Πολυβίου.
Η εξεταστική αυτή επιτροπή, δεν είναι αυστηράς, ούτε απολύτου εννοίας δικαστικό σώμα. Υπό τις περιστάσεις όμως και τις συνθήκες σύστασης της και κυρίως ένεκα του σκοπού σύστασης της, στα μάτια της κοινωνίας θεωρείται ως όργανο ασκών δικαστικό καθήκον και/ή οιονεί δικαστικό ρόλο/δικαστική λειτουργία.
Η διαδικασία ήταν επίπονη και εντατική.
Φάση κρίσης (α).
Στην επ’ ακροατηρίω συζήτηση της επιτροπής ο γιός του αδικοχαμένου διοικητού του πολεμικού ναυτικού κατά την έκρηξη, παρών στην συνεδρίαση εξυβρίζει τον πρόεδρο της δημοκρατίας ο οποίος προσήλθε για κατάθεση στην επιτροπή.
Ο πρόεδρος διατάζει την σύλληψη του νεαρού.
Όμως ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής Πόλυς Πολυβίου, επεμβαίνει άμεσα και ακυρώνει την διαταγή του προέδρου τονίζοντας του ότι νομικά στον συγκεκριμένο χώρο αυτός διατάζει.
Η Θέμιδα είναι υπερήφανη για τους υπηρέτες της.
Ο Πόλυς Πολυβίου αποδεικνύεται αντάξιος της θέσης και του καθήκοντος που εκτελούσε. Δεν δείλιασε, δεν υποχώρησε και δεν έσκυψε το κεφάλι στον αρχηγό του κράτους, ούτε και «ψάρωσε» απέναντι στην ισχύ του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα. Με τόλμη του ανέφερε ότι εκείνος ασκούσε θεσμική εξουσία διεύθυνσης/ ελέγχου στον συγκεκριμένο χώρο μή επιτρέποντας του να εισέρχεται στις αρμοδιότητες του. Ο Πολυβίου είχε δίκαιο, και χωρίς να σκέφτεται με ποιόν έχει να κάνει και χωρίς να ζυγίζει το εξουσιαστικό βάρος του αντιπάλου την συγκεκριμένη στιγμή, εξωτερίκευσε θαρραλέα την περί δικαίου ιδέα του, ανατρέποντας την εντολή του προέδρου της δημοκρατίας.
Σημείωση: Ο γράφων προβαίνει σε ιστορικονομική αναφορά ακαδημαϊκής μορφής καταθέτοντας τα γεγονότα για τα οποία έχει πλέον λόγο η ιστορία χωρίς να υποστηρίζει εξύβριση του θεσμού του αρχηγού του κράτους.
Φάση κρίσης (β).
Η απόφαση/πόρισμα του Πόλυ Πολυβίου εδόθη στην κοινωνία μας στις 30/9/2011:
οξεία και καταπελτική κατά του αρχηγού του κράτους καταδικάζει τον Δημήτρη Χριστόφια, ως προσωπικά και θεσμικά υπεύθυνο για την έκρηξη. Κατά την νομική μας άποψη η απόφαση αυτή έφερε ισχυρά χαρακτηριστικά: αληθής, σκληρή, καυστική, και συνάμα δίκαιη, ακλόνητη, ηθικονομικά ορθή και νομικά τεκμηριωμένη. Ο πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας εκ Δικώμου Κερύνειας κατατροπώθηκε από την επιτροπή. Οι ευθύνες του για την τρομακτική έκρηξη στην ναυτική βάση καταγράφονται χωρίς περιστροφές. Είναι ξεκάθαρες και χωρίς Πυθιακές ταλαντεύσεις που σκαρφίζονται επιτήδειοι νομικοί.
Στην απόφαση της η επιτροπή ξεκάθαρα αποδίδει προσωπικές και θεσμικές ευθύνες στον πρόεδρο της δημοκρατίας, με καταληκτικό δικανικό συλλογισμό: «η κύρια ευθύνη για την τραγωδία και τα συνεπακόλουθα της βαρύνει τον πρόεδρο της δημοκρατίας».
Ο πρόεδρος της δημοκρατίας δυστυχώς δεν αποδέκτηκε το πόρισμα ως όφειλε, ένας λόγος περισσότερο που ο ίδιος διόρισε επί τούτω τον Πόλυ Πολυβίου. Τα πράγματα στην πορεία εκτραχύνθηκαν σε βαθμό που ο Πολυβίου δήλωσε για τον πρόεδρο ότι: «με την πολιτική και τις ενέργειες του ανατίναξε την ναυτική βάση Κύπρου».
Το Ελληνικό κέντρο ελέγχου όπλων αμφισβήτησε έντονα την απόφαση Πόλυ Πολυβίου με αιχμή του δόρατος του την αμφισβήτηση της τεχνοκρατικής μαρτυρίας πυροτεχνουργού που έλαβε υπ΄όψιν της η επιτροπή. Οι επιστημονικές θέσεις του Ελληνικού κέντρου ελέγχου όπλων, το οποίο κατέχει πολύ υψηλή θέση αναγνώρισης διεθνώς, είναι όντως μια ουσιώδης πτυχή του θέματος την οποία δεν παραβλέπουμε. Αν και σεμνυόμαστε να πούμε ότι με βάση τις στρατιωτικές μας γνώσεις και αφού επιθεωρήσαμε το μέρος με επί τόπου αυτοψία και μελέτη, κατόπιν νομίμου αδείας της ανωτάτης ναυτικής διοίκησης, έχουμε σχηματίσει την δική μας ισχυρή άποψη για την τευτονική έκρηξη στην βάση του πολεμικού μας ναυτικού και τα τεχνικά αίτια της, αλλά και για τις εξ αυτής συνδεόμενες στρατιωτικές, νομικές και ηθικές ευθύνες, παρ΄όλα αυτά δεν θα μπούμε στο βάθος της κριτικής αξιολόγησης της απόφασης Πολυβίου σε επίπεδο στρατιωτικοτεχνικών θεμάτων. Και δεν θα το κάνουμε διότι δεν είναι αυτό το θέμα που ερευνούμε. Εμείς θα δούμε την απόφαση αυτή σε σχέση με το θέμα που εξετάζουμε, όχι μέσα από την «επί του εδάφους» στρατιωτική/τεχνική της πτυχή, αλλά από την οπτική που το βλέπουν οι δίδυμες αδελφές: η νομική και η ηθική. Με γνώμονα λοιπόν την νομική πλευρά/νομική απόδοση, της απόφασης και με συνοδηγό τις ηθικές αξίες που προβάλλουν από αυτήν, αβίαστα καταλήγουμε ότι η απόφαση αυτή ναι, βρίσκεται σε ανώτερες διαστάσεις: ένας δικηγόρος, προς τούτο εντεταλμένος δικαστής, είπε στην κοινωνία την αλήθεια ως αρμόζει σε ένα δικαστή, έκανε στο ακέραιο το καθήκον του και με ηθικό θάρρος τα έβαλε με το σύστημα και με την σκοτεινή δύναμη του κατεστημένου, δεν «κάλυψε» κανέναν – αυτήν την πλευρά επαινούμε.
Η ιστορία κατέγραψε στις δέλτους της χωρίς πολλά εγκωμιαστικά λόγια και φράσεις που περιττεύουν, με απλά λόγια: η αξία της «απόφασης Πολυβίου» υψηλή και ο εκδότης της άξιος καθίσταται απόγονος των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωϊδη. Πλήρης επιβεβαίωση ότι στα γονίδια των Ελλήνων της Κύπρου ρέει χωρίς σταματημό η συνείδηση δικαιοσύνης.
Το καθήκον το οποίο επιτέλεσε ο Πολύς Πολυβίου είναι δημόσιο, ενδιαφέρει την κοινωνία, αφορά την πατρίδα και δικαιωματικά το έργο του ανήκει πλέον στην ιστορία.
Το 2011 ο δικηγόρος Πολύς Πολυβίου χάρισε μια μεγάλη νίκη στην δικαιοσύνη.
182 χρόνια μετά τον Τερτσέτη και Πολυζωίδη.
Ελλάδα 2015.
Σημερινές αναλογίες.
Η κοινωνία των ανθρώπων και η ιστορία κρίνει τους δικαστές.
Γ) Δικαστής Νίκος Σαλάτας εξ Αθηνών.
Παραπομπή σε δίκη μελών της Χρυσής Αυγής.
Το 2015 στην Αθήνα το συμβούλιο εφετών με το 215/15 βούλευμα παρέπεμψε σε δίκη ενώπιον του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων, μέλη και στελέχη της Χρυσής Αυγής με όλη την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος αποτελούμενη από 18 βουλευτές για τα αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης και της διακεκριμένης οπλοκατοχής.
Όμως η απόφαση αυτή δεν ήταν ομόφωνη: στο τριμελές συμβούλιο εφετών ο εφέτης δικαστής Νίκος Σαλάτας μειοψήφησε. Μέσα από την 32σέλιδη απόφαση του ο Νίκος Σαλάτας διαφώνησε για την παραπομπή των ως άνω, αναφέροντας καταληκτικά:
α) «Θα πρέπει να εκπέσει η κατηγορία ένταξης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης διότι για να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία σύμφωνα με την συνθήκη του Παλέρμο θα πρέπει να έχει εντοπιστεί οικονομικό όφελος.» (Σημ. η υπογράμμιση είναι του γράφοντος).
β) «Από την στιγμή που δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης οι κατηγορούμενοι δεν πρέπει να διώκονται ούτε και για την πράξη της διακεκριμένης οπλοκατοχής οποία εξαρτάται από το κακούργημα της εγκληματικής οργάνωσης. Αντίθετα το αδίκημα πρέπει να μετατραπεί σε απλή οπλοκατοχή σε βαθμό πλημμελήματος.»
Η συνείδηση δικαιοσύνης δουλεύει απόλυτα στην ψυχή του Νίκου Σαλάτα και βρίσκεται σε άριστη σχέση με την ατομική του συνείδηση. Ακέραιος άνθρωπος, υψηλά καταρτισμένος νομικός, έντιμος και συνειδητός υπηρέτης της Θεάς που λάτρεψαν πριν από τρείς χιλιάδες χρόνια οι Αθηναίοι πρόγονοι του. Η Θέμιδα είναι περιχαρής και υπερήφανη γι΄αυτόν.
Ο εφέτης Νίκος Σαλάτας από την Αθήνα, ενήργησε σαν καλός απόγονος του Τερτσέτη και του Πολυζωϊδη.
Πιστός στο καθήκον δεν άκουσε κανέναν πολιτειακό υποβολέα. Δίδοντας την δική του ξεχωριστή απόφαση έβαλε το δικό του έντιμο λιθάρι συμβάλλοντας να καταστούν ακόμη πιό στέρεα, ακόμη πιό ισχυρά και ακόμη πιό τιμημένα τα θεμέλια του μελάθρου της Θέμιδας. Η μειοψηφική του απόφαση (ένας προς δύο) γίγαντας όμως ηθικού μεγέθους, θρίαμβος της δικαιοσύνης, ένα περίλαμπρο και απαστράπτον κόσμημα δόξας στο στέμμα της δικαιοσύνης. Αυτή η μειοψηφική θέση λειτούργησε ιστορικά αντίστροφα, αποδίδοντας ηθικά τεράστια ισχύ στην θέση/δικαστική απόφαση του δικαστού Νίκου Σαλάτα. Η Ελλάδα είναι υπερήφανη γι΄αυτόν. Ναι υπάρχει η αξία της δικαιοσύνης και ναι, αποδίδεται.
Τιμή και περηφάνια του γράφοντα το γεγονός ότι είναι πολύ καλός φίλος με τον Νίκο Σαλάτα, από τότε που ήταν συμφοιτητές στην νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών.
Το καθήκον το οποίο επιτέλεσε ο Νίκος Σαλάτας είναι δημόσιο, ενδιαφέρει την κοινωνία, αφορά την πατρίδα και δικαιωματικά το έργο του ανήκει πλέον στην ιστορία.
Ο Εφέτης δικαστής Νίκος Σαλάτας χάρισε μια μεγάλη νίκη στην δικαιοσύνη: δεν πλειοψήφησε σε απόλυτους αριθμούς, όμως νίκησε τους αριθμούς, αφού ηθικά «πλειοψήφησε» συντριπτικά στις ψυχές των ανθρώπων.
Πόρισμα του γράφοντος:
- είναι όντως πολύ δύσκολη η δουλειά (καθήκον)του δικαστού.
- δικαστής δεν είναι εξουσία, αλλά ασκεί την λαϊκή εξουσία.
- o δικαστής δεν πρέπει να δικάζει με την εξουσία, αλλά με την ισχύ της νομικής του γνώσης και πνευματικής του δύναμης.
Καταληκτικό φιλοσοφικό πόρισμα:
ο δικαστής δεν κρίνει αλλά κρίνεται.