Το Δικαστήριο της ΕΕ με σημερινή του απόφαση υπενθυμίζει στα κράτη μέλη ότι η διπλή είσπραξη φόρων στο αλκοόλ, ακόμα και σε περιπτώσεις αντικανονικής εξαγωγής, αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης.
Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ κρίνοντας επί υποθέσεως που του Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) και η οποία αφορούσε ιταλική εταιρεία εξαγωγών στην οποία οι ελληνικές φορολογικές και τελωνειακές αρχές αποπειράθηκαν να επιβάλουν διπλή φορολόγηση (καθώς τέλη και φόροι είχαν ήδη καταβληθεί στην Ιταλία), απεφάνθη ότι “όταν προϊόν το οποίο υπόκειται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, όπως η αιθυλική αλκοόλη, εξάγεται αντικανονικά στο εσωτερικό της Ένωσης, οι αποφάσεις των αρχών των οικείων κρατών μελών δεν επιτρέπεται να έχουν ως αποτέλεσμα τη διπλή είσπραξη των αντίστοιχων φόρων”.
Το ΔΕΕ ξεκαθαρίζει ότι “το κράτος μέλος εξαγωγής, εφόσον έχει ήδη προχωρήσει στην είσπραξη των ειδικών φόρων κατανάλωσης στηριζόμενο στην αντικανονική έξοδο του προϊόντος από το καθεστώς αναστολής της επιβολής φόρων, μπορεί να απορρίψει την αίτηση είσπραξης την οποία υποβάλλει το κράτος μέλος εισαγωγής”.
Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ αποφαίνεται ότι “στο πλαίσιο μέσου έννομης προστασίας προς αμφισβήτηση των μέτρων εκτελέσεως που έχουν ληφθεί στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση συνδρομής, το αρμόδιο όργανο του συγκεκριμένου κράτους μέλους μπορεί να απορρίψει αίτηση είσπραξης ειδικών φόρων κατανάλωσης υποβληθείσα από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους, όσον αφορά προϊόντα που εξήλθαν αντικανονικώς από καθεστώς αναστολής, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση συνδρομής στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά που αφορούν τις ίδιες πράξεις εξαγωγής για τις οποίες έχει ήδη κινηθεί διαδικασία είσπραξης των ειδικών φόρων κατανάλωσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση συνδρομής”.
Όσον αφορά τους κανόνες που διέπουν την αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη απαιτήσεων από ειδικούς φόρους κατανάλωσης, το ΔΕΕ υπογραμμίζει καταρχάς ότι “υπάρχει κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ, αφενός, των αρχών του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής, οι οποίες εφαρμόζουν το εθνικό τους δίκαιο ως προς την απαίτηση και τον τίτλο που επιτρέπει την είσπραξή της, και, αφετέρου, των αρχών του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρχή που λαμβάνει την αίτηση, οι οποίες εφαρμόζουν το εθνικό τους δίκαιο ως προς τα μέτρα εκτελέσεως”.
“Λόγω της κατανομής αυτής, η οποία αποτελεί επίσης έκφραση της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ο τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεση της είσπραξης αναγνωρίζεται αμέσως και αντιμετωπίζεται αυτομάτως ως τίτλος που επιτρέπει την εκτέλεση απαίτησης του κράτους μέλους όπου έχει την έδρα της η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση συνδρομής”, τονίζει το ΔΕΕ.
“Επομένως, οι αρχές του τελευταίου αυτού κράτους μέλους δεν μπορούν να αμφισβητήσουν την εκτίμηση των αρχών του αιτούντος κράτους μέλους σχετικά με τον τόπο στον οποίο διαπράχθηκε η παράβαση ή η παρατυπία, δεδομένου ότι πρόκειται για εκτίμηση που άπτεται της αποκλειστικής αρμοδιότητας του αιτούντος κράτους μέλους”, αναφέρει.
Εν συνεχεία, το ΔΕΕ διαπιστώνει ότι ο τίτλος που επιτρέπει την είσπραξη δεν είναι δυνατόν να εκτελεστεί στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση συνδρομής, αν η εκτέλεση αυτή συνεπάγεται διπλή είσπραξη των ειδικών φόρων κατανάλωσης που βαρύνουν τις ίδιες πράξεις σε σχέση με τα ίδια προϊόντα.
Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να επιτρέπεται στην αρμόδια αρχή του ίδιου κράτους μέλους να απορρίψει την εκτέλεση τέτοιου τίτλου προκειμένου να αποφευχθεί η συνύπαρξη δύο απρόσβλητων αποφάσεων σχετικών με τη φορολόγηση των ίδιων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, μίας στηριζόμενης στην αντικανονική έξοδό τους από το καθεστώς αναστολής και μίας άλλης στηριζόμενης στη μεταγενέστερη θέση τους σε ανάλωση.
Τέλος, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ως άνω ερμηνεία δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τη νομολογία του σύμφωνα με την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης δεν ανήγαγε την αποφυγή της διπλής φορολογίας σε απόλυτη αρχή, δεδομένου ότι η κρίση του εκείνη εντάσσεται σε ιδιαίτερο πραγματικό πλαίσιο που αφορούσε περίπτωση παράνομης εξόδου από το καθεστώς αναστολής, λόγω κλοπής προϊόντων επί των οποίων είχαν τεθεί, στο «κράτος μέλος προέλευσης», φορολογικά επισήματα που είχαν εγγενή αξία, η οποία τα διέκρινε από μια απλή απόδειξη προς βεβαίωση της καταβολής χρηματικού ποσού στις φορολογικές αρχές του κράτους μέλους που τα είχε χορηγήσει.
Πηγή : ΚΥΠΕ