Από μια κλωστή κοινοβουλευτικής ισορροπίας κρέμεται, πλέον, ο κρατικός προϋπολογισμός του 2021, λόγω της απόφασης του ΔΗ.ΚΟ να καταψηφίσει τον προϋπολογισμό αν δεν δοθούν τα αιτούμενα έγγραφα από τον Γενικό Ελεγκτή, τα οποία δεν έχουν σχέση, φυσικά, με την ουσία του προϋπολογισμού, αλλά αποτελούν αλλότριο θέμα για το οποίο ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας έχει γνωματεύσει ως προς την μη απόδοσή τους στον Γενικό Ελεγκτή λόγω της εξέτασής τους από Ερευνητική Επιτροπή για το επενδυτικό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η καταψήφιση του προϋπολογισμού δεν συνεπάγεται καμίας άλλης πολιτικής ή συνταγματικά ρητά καθορισμένης πράξης παρά της παράλυσης του κράτους για σκοπούς αλλότριους με την λειτουργία της δημοκρατίας. Χωρίς την ψήφιση του προϋπολογισμού δεν μπορεί να λειτουργήσει το κράτος, το οποίο εν τοιαύτη περιπτώσει λειτουργεί υπό διαφορετικό καθεστώς το οποίο δεν επιτρέπει αναπτυξιακές δαπάνες παρά μόνο την συντήρηση του.
Η σύνεση και η συναίνεση με την οποία πορεύθηκε η Κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια τίθενται πλέον στην κόψη του ξυραφιού. Η διάκριση των εξουσιών εμβάλλεται από την απόφαση της πλειοψηφίας της Βουλής να ψηφίσει ή να καταψηφίσει τον προϋπολογισμό για λόγους που δεν εμπίπτουν στις δημοσιονομικές διατάξεις που προβλέπονται εκ του Συντάγματος και δεν συνάδουν με τον έλεγχο των δαπανών του κράτους αλλά, προφανώς, στην άσκηση πίεσης προς την εκτελεστική εξουσία να πράξει διαφορετικά σε σχέση με γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα και για σκοπό ξένο προς το καθεαυτόν ζήτημα της οικονομικής / δημοσιονομικής της πολιτικής.
Ουδέποτε στα χρονικά της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έχει καταψηφιστεί ο κρατικός προϋπολογισμός παρά μόνο το 1963 όταν καταχρηστικά οι 15 Τουρκοκύπριοι βουλευτές αποχώρησαν από το νομοθετικό σώμα και κατ’ επέκταση της διακυβέρνησης του κράτους με στόχο τους, ως αποδείχθηκε εκ των γεγονότων που ακολούθησαν, την προσπάθεια διάλυσης του κράτους. Τότε, η Κυβέρνηση λειτούργησε με το πλαίσιο των δωδεκατημορίων και κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης που αποτελεί, έκτοτε, βασικό χαρακτηριστικό της κυπριακής συνταγματικής τάξης, λόγω της επακολουθήσασας τουρκικής εισβολής του 1974 και της προηγηθείσας αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων εκπροσώπων από την διακυβέρνηση του κράτους ως προβλέπεται στο Σύνταγμα του 1960. Το 2003 υπήρξε μια τεχνική καθυστέρηση, όπου το κράτος λειτούργησε για μικρό χρονικό διάστημα στη βάση των δωδεκατημορίων.
Ο προϋπολογισμός αποτελεί νόμο για τους έκδοσής του βάσει του Άρθρου 52 του Συντάγματος και για την κρίση της συνταγματικότητας του βάσει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, με την σχετική νομολογία να οριοθετείται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην αναφορά Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (Αναφορές Αρ. 1/93/, 2/93, 3/93, 4/93, 5/93, 1/94 και Προσφυγή Αρ. 43/94), (1994) 3 ΑΑΔ 93. Υπενθυμίζεται ότι ο προϋπολογισμός ψηφίζεται από τη Βουλή η οποία μέσα στην άσκηση αυτής της αρμοδιότητας έχει το δικαίωμα να μειώσει οποιοδήποτε κονδύλι, με τον μόνο περιορισμό που απορρέει ρητά από το Συντάγμα τον προβλεπόμενο από το Άρθρο 80 του Συντάγματος περιορισμό που προνοεί πως καμία πρόταση νόμου που συνεπάγεται αύξηση των εξόδων δεν δύναται να υποβληθεί από βουλευτή.
Επί του νομικού ερωτήματος για το ποια θα είναι η νομική θέση εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων αρνηθεί να ψηφίσει τον Προϋπολογισμό, υπάρχει σημείωμα του τότε Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Κρίτωνα Τορναρίτη της 30ης Ιανουαρίου 1982, η οποία αποτελεί την πρώτη απόπειρα απάντησης του ερωτήματος, ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο υπήρξαν ελάχιστες συζητήσεις επί του θέματος. Στο σημείωμα του 1982 αναφέρεται λήμμα από σχετική απόφαση του αείμνηστου συνταγματολόγου Σαριπόλου του 1923 σε σχέση με τον προϋπολογισμό της Ελληνικής Κυβερνήσεως, το πολιτειακό σύστημα της οποίας, όμως, διαφέρει από το κυπριακό. Ο τότε Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφέρει ότι: «Η εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων ενέργεια της μη ψήφισης του προϋπολογισμού για να ασκήσει πίεση επί της εκτελεστικής εξουσίας δεν φαίνεται να συνάδει με την καλή τη πίστει άσκηση της συνταγματικής εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων για ψήφιση του προϋπολογισμού που είναι η άσκηση ελέγχου επί των δαπανών της Δημοκρατίας και όχι άσκηση πίεσης πάνω στην εκτελεστική εξουσία δι’ άλλους σκοπούς.» Γίνεται, παράλληλα, αναφορά στην δυνατότητα επίκλησης του δικαίου της ανάγκης, ως αυτή αναγνωρίζεται στο συνταγματικό δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της υπόθεσης Μουσταφά Ιμπραχήμ.
Πλέον, υπάρχουν ιδιάζουσες συνθήκες, λόγω της πανδημίας του νέου κορονοϊού, όπου το κράτος έχει δεσμευτεί με διάφορα σχέδια στήριξης τα οποία προσβλέπουν στην αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, με την αναστολή εργασιών επιχειρήσεων, τα σχέδια στήριξης εργαζομένων, τα κονδύλια για την αγορά εμβολίων, αναβάθμιση των υπηρεσιών υγείας στα νέα δεδομένα που δημιουργεί ο κορονοϊός, κ.ο.κ. Βασική αρχή του δικαίου, στην οποία εδράζεται το δίκαιο της ανάγκης είναι αυτή που διαμηνύεται με την λατινική φράση suprema lex salvuspopulae est. Σε περιόδους όπου η λειτουργία του κράτους παρακωλύεται με τοιούτον τρόπο, υπέρτατο καθήκον όλων αποτελεί η συνέχιση της λειτουργίας του. Μακριά από κομματικές παρωπίδες, οφείλουμε όλοι να στηρίξουμε την εύρυθμη συνταγματικά καθορισμένη και κοινωνικά απαιτούμενη λειτουργία του κράτους μας και να αντιμετωπίσουμε συντονισμένα και συγκροτημένα, και πάντοτε στα πλαίσια των αρχών του κράτους δικαίου, τις τεράστιες προκλήσεις της εποχής που διανύουμε, με κοινωνική ευθύνη προς όφελος όλων.
Προφανώς, οι διαφωνίες του ΔΗΚΟ επί του συγκεκριμένου θέματος σε σχέση με την απόφασή του για καταψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού αναφέρονται όχι στην οικονομική πολιτική του κράτους (αυτή είναι ενδεχομένως η θεμιτή θέση του ΑΚΕΛ) αλλά σε θέματα αλλότρια με αυτά, τα οποία ήδη ερευνώνται από δια νόμου ορισθείσα Ερευνητική Επιτροπή, ενώ ζητήματα που αφορούν στις εξουσίες του Γενικού Ελεγκτή θα μπορούσαν κάλλιστα να αρθούν ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, στα πλαίσια των παρακαταθηκών του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας που προνοεί επί τούτου συγκεκριμένη διαδικασία, χωρίς αυτή να συνδέεται, φυσικά, λογικά και νομικά, με την ψήφιση του προϋπολογισμού που αποτελεί ένα εντελώς διαφορετικό θέμα, άκρως σημαντικού για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους. Η διαφωνία, με άλλα λόγια, δεν αφορά νομοτεχνικές διατυπώσεις σε σχέση με την οικονομική πολιτική της Κυβερνήσεως, αλλά, και επαναλαμβάνω, με αλλότρια θέματα που δεν άπτονται του ζητήματος του προϋπολογισμού, ειδικά λόγω του ότι, στον έσχατο ισχυρισμό επί του προϋπολογισμού, το θέμα που τίθεται από το ΔΗΚΟ δεν αφορά καθόλου τον προϋπολογισμό του 2021 αφού το επενδυτικό πρόγραμμα της Δημοκρατίας δεν αποτελεί πλέον μέρος του.
Αποτελεί νομική άποψη (σίγουρα όχι πανάκεια προς αποφυγή της οιασδήποτε παρεξήγησης) ότι αν και οι εξουσίες της Βουλής των Αντιπροσώπων δεν περιορίζονται ως προς την ψήφιση ή την καταψήφιση κονδυλίων του προϋπολογισμού, αυτές θα πρέπει να ενασκούνται στα πλαίσια του σεβασμού του διαχωρισμού των εξουσιών ως αυτή προβλέπεται στην προεδρική δημοκρατία που ακολουθούμε (και όχι την κοινοβουλευτική με την οποία αντίστοιχες περιπτώσεις καταψήφισης του προϋπολογισμού οδηγούν συνήθως σε πρόωρες εκλογές), η οποία χαρακτηρίζεται από το πεδίο άσκησης της εκτελεστικής λειτουργίας για την εύρυθμη λειτουργία της πολιτείας μας. Επί του προκειμένου ζητήματος, η ληφθείσα απόφαση για καταψήφιση του προϋπολογισμού δεν αφορά μέρος του και ειδικά τα μέρη εκείνα που διαχωρίζονται από τις σχετικές επιφυλάξεις και οι οποίες θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστο το υπόλοιπο μέρος του προϋπολογισμού (βλ. περί Προϋπολογισμού Νόμο του 1994).
Η τοξικότητα των δημοσίων συζητήσεων δεν εκτρέφει το περί δικαίου αίσθημα, το οποίο πλήττεται με τρόπο που ενδεχομένως επηρεάσει την συμμετοχή των πολιτών στην έκφραση της λαϊκής τους κυριαρχίας στην οποία, στο τέλος της μέρας, εδράζεται η ύπαρξη και η υπόσταση του ίδιου του κράτους μας. Εν τέλει, θα πρέπει να υπάρξει πλήρης διαφάνεια και υπευθυνότητα σε σχέση με την κοινωνική μας ευθύνη ως πολίτες, πολιτικοί, δημόσια πρόσωπα και λοιπούς ασχολούμενους με την διαχείριση του Κράτους μας. Αυτό το οφείλουμε στους πολίτες, αυτό το οφείλουν αυτοί που ασχολούνται με τα κοινά προς το κοινωνικό σύνολο, αυτό αποτελεί την ευθύνη του καθενός, έκαστος εφ’ ω ετάχθη.