Σχόλιο επί της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ποιν. Αίτηση αρ. 23/2019 ημερ. 30.9.2019 (Μονομερής Αίτηση υποβληθείσα από τον Δήμο Αγλαντζίας)
Πρόσφατα εκδόθηκε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό μονομελή σύνθεση αντικείμενο της οποίας ήταν αμφισβητούμενη πρωτόδικη απόφαση που εκδόθηκε από το Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπό την ποινική του δικαιοδοσία, με την οποία το τελευταίο αρνήθηκε να επιτρέψει την κατάθεση μίας σειράς ποινικών υποθέσεων (κατηγορητηρίων) από μέρους του Δήμου Αγλαντζιάς που αφορούσαν τροχαίες παραβάσεις των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου και Κανονισμών.
Επρόκειτο για αδικήματα με προβλεπόμενες ανώτερες ποινές την φυλάκιση μέχρι τους 12 μήνες ή χρηματικό πρόστιμο που να μην υπερβαίνει τα €1.708 (ή και την επιβολή και των δύο ποινών μαζί). Το Επαρχιακό Δικαστήριο αρνήθηκε την κατάθεση των κατηγορητηρίων στηριζόμενο στη νέα ρύθμιση περί παραγραφής του άρθρου 88 του Κεφ. 155 που εισήχθηκε με τον τροποποιητικό Ν.129 (Ι)/2018 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 26.10.2018. Στη βάση αυτής της νέας ρύθμισης προβλέπεται πλέον δωδεκάμηνη προθεσμία παραγραφής για τα αδικήματα της συγκεκριμένης κατηγορίας, δεν προβλέφθηκε όμως καμία ειδική ρύθμιση σε σχέση με την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του.
Ο Δήμος φαίνεται από το κείμενο της απόφασης να προώθησε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιχειρηματολογία που εστίαζε στο εσφαλμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον υπολογισμό της προθεσμίας παραγραφής (παρά το γεγονός ότι είχαν όντως παρέλθει 12 μήνες από την ημερομηνία τέλεσης των αδικημάτων, εντούτοις δεν είχαν παρέλθει 12 μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης του τροποποιητικού νόμου). Συγκεκριμένα, η θέση του Δήμου ήταν ότι εσφαλμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ότι η ρύθμιση του άρθρου 88 ήταν δικονομικού χαρακτήρα και κατά συνέπεια μπορούσε να εφαρμοστεί ως εκ της φύσης της αναδρομικά ώστε να καλύπτει όλες τις ενώπιον των δικαστηρίων εκκρεμείς υποθέσεις, χωρίς να απαιτείται να έχει προβλεφθεί ρητή προς τούτο ρύθμιση από το νομοθέτη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απασχόλησε αποκλειστικά κατά πόσον ο ερμηνευτικός προσδιορισμός της επίμαχης ρύθμισης της παραγραφής ως δικονομικού χαρακτήρα ήταν ορθός και κατ’ επέκταση κατά πόσον ήταν ορθή η από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου υιοθέτηση της νομολογιακής αρχής στη βάση της οποίας οι δικονομικές διατάξεις, σε αντίθεση με αυτές του ουσιαστικού δικαίου, κατά κανόνα, θεωρούνται ότι έχουν αναδρομική ισχύ και τυγχάνουν εφαρμογής σε σχέση με όλες τις εκκρεμείς κατά τον χρόνο εισαγωγής του νέου δικονομικού κανόνα υποθέσεις που δυνατό να επηρεάζονται, εκτός αν ο δικονομικός νομοθέτης προβλέψει τη μη αναδρομή ρητά.
Το Ανώτατο Δικαστήριο διαφώνησε με την θέση που υιοθετήθηκε πρωτόδικα. Έκρινε συγκεκριμένα ότι η επίμαχη πρόνοια δεν συνιστούσε δικονομικό αλλά ουσιαστικό κανόνα δικαίου επειδή “νομοθετική πρόνοια που καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ληφθεί δικαστικό μέτρο μετά την παρέλευση της οποίας εμποδίζεται η διεκδίκηση δικαιώματος, είναι ουσιαστικής φύσης“.
Καταλήγοντας στην απόφαση του επεσήμανε ότι προκειμένου να αποφασιστεί κατά πόσο πρέπει να αποδίδεται αναδρομική ισχύ σε έναν νομοθετικό κανόνα υφίσταται, γενικά, ανάγκη προς συνεκτίμηση και στάθμιση πρόσθετων κριτηρίων, πέραν της διάκρισης μεταξύ δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου. Το Δικαστήριο θα πρέπει, επισημαίνεται στην απόφαση, μεταξύ άλλων να αξιολογεί τις συνέπειες που μπορεί να ενέχει για τη δυνατότητα του θιγόμενου μέρους να διεκδικήσει δικαστικά ένα δικαίωμα του και γενικά την πιθανότητα πρόκλησης αδικίας στο μέρος που πιθανόν να επηρεάζεται αρνητικά από την αποδοχή της αναδρομής. Σε σχέση με τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης, το Δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερο βάρος και στο ταμειακό (περιουσιακό) συμφέρον του Δήμου.
Η ρύθμιση του νέου άρθρου 88 του Κεφ. 155 προσδιορίζει ρητά ως ημερομηνία εκκίνησης του υπολογισμού της προθεσμίας παραγραφής την ημερομηνία τέλεσης των αδικημάτων (tempus regit actum). Στη νομική θεωρία υπάρχει γενικότερα διχογνωμία ως προς το κατά πόσον οι κανόνες περί παραγραφής θα πρέπει να θεωρούνται κανόνες ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου. Στον τομέα, όμως του ποινικού δικαίου, ο προσδιορισμός ενός κανόνα ως ουσιαστικού ή δικονομικού φέρνει στο προσκήνιο ιδιαίτερα ζητήματα που άπτονται της υπαγωγής της ρύθμισης στο προστατευτικό πλαίσιο του άρθρου 12 του Συντάγματος και του αντίστοιχου άρθρου 7 της ΕΣΔΑ (nullum crimen, nulla poena sine lege). Επομένως, απαιτείται σε πρώτο βαθμό να γίνεται διάκριση μεταξύ της έννοιας της παραγραφής σε ότι αφορά στο αστικό/αστικό δικονομικό δίκαιο και το ποινικό/ποινικό δικονομικό δίκαιο.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι κανόνες περί παραγραφής συνιστούν δικονομικούς και όχι ουσιαστικούς ποινικούς κανόνες εφόσον αυτοί δεν καθορίζουν αδικήματα ή ποινές και μπορούν να ερμηνευθούν ως ρυθμίσεις που θέτουν κάποιες απλές προϋποθέσεις που άπτονται της εξέτασης της υπόθεσης. Κατά συνέπεια, ως τέτοιοι, δεν διέπονται και δεν εξετάζονται ως προς τη συμβατότητα τους με το άρθρο 7 της Σύμβασης (βλ. σχετικά υπ.αρ.1845/08, Previti ν. Ιταλίας, ημερ. 12.2.2013, § 80-85, υπ.αρ. 55959/14, Borcea ν. Ρουμανίας ημερ. 22.9.2015, §64, βλ. επίσης και υπ.αρ.32492/96 κ.α. Coëme κ.α. ν. Mάλτας, ημερ. 22.06.2000 § 147-149).
Η νομολογία, όμως, του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη τεκμηρίου αναδρομικότητας των δικονομικών κανόνων είναι σαφής (βλ. την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (πλειοψηφίας) Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου κ.α.(1996) 3 Α.Α.Δ. 323).
Αλλά ακόμα και στη βάση της προσέγγισης που υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο κάναμε δεκτό ότι βρισκόμασταν ενώπιον ενός κανόνα ουσιαστικού δικαίου, τότε θα έπρεπε να οδηγηθούμε στη λύση υπέρ της εφαρμογής της νέας ρύθμισης του άρθρου 88, κατ’ επίκληση της αρχής που επιβάλλει την ακόμα και αναδρομική εφαρμογή της νεότερης, ευνοϊκότερης για τον κατηγορούμενο ρύθμισης (βλ. μεταξύ άλλων ΕΔΔΑ, υπ.αρ. 10249/03, Scoppola v. Iταλίας (Νο.2) ημερ. 17.9.2009, §108-09) η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 15 (1) του Διεθνούς Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε από το Νόμο 14/1969 και έχει αυξημένη τυπική ισχύ ( βλ. μεταξύ άλλων Attorney-General v. Georghiou (1984) 2 CLR 251, Malachtou v. Armefti (1987) 1 CLR 207, Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414, και Χριστοδούλου κ.α. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 443).
Το Δικαστήριο κάνοντας λόγο για την ύπαρξη ανάγκης συνεκτίμησης και στάθμισης πρόσθετων κριτηρίων ώστε να αποκρυσταλλωθεί κατά πόσον ένας κανόνας θα πρέπει να ερμηνεύεται ότι εξοπλίζεται με αναδρομικότητα, δέχθηκε ότι προέκυπτε ζήτημα παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του Δήμου. Χωρίς να αποκλείεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες ένας δημόσιος οργανισμός, που λειτουργεί αυτόνομα από το κεντρικό κράτος, να θεωρείται παράλληλα και φορέας κάποιων συνταγματικών δικαιωμάτων, στο υπό συζήτηση πλαίσιο ο Δήμος λειτουργεί εξ’ ολοκλήρου ως φορέας δημόσιας εξουσίας με ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση προς έγερση ποινικών υποθέσεων υπό την ιδιότητα κατηγορούσας αρχής. Επομένως, φορέας συνταγματικών δικαιωμάτων εντός του εξεταζόμενου εδώ πλαισίου είναι ο εν δυνάμει κατηγορούμενος και όχι ο Δήμος.
Εν προκειμένω, ούτε επίκληση ενώπιον του Δικαστηρίου ή στάθμιση κριτηρίων που άπτονται της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος θα ήταν πρόσφορη καθότι, ο νομοθέτης, έχοντας προχωρήσει σε συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή που δεν είναι άλλη από τον περιορισμό, από χρονικής άποψης, του δικαιώματος έγερσης ποινικών υποθέσεων για τα αδικήματα της συγκεκριμένης κατηγορίας, έχει ήδη προβεί στην εν λόγω στάθμιση κατά το νομοπαρασκευαστικό στάδιο. Στην Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται ρητά ότι τα αδικήματα αυτά θεωρούνται ήσσονος σημασίας και θα ήταν αντίθετο προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας να θεωρήσουμε ότι κατά το νομοθέτη ήσσονος σημασίας είναι μόνο τα αδικήματα που διαπράχθηκαν μετά από την ημερομηνία που η προθεσμία παραγραφής τέθηκε σε ισχύ, ενώ αυτά που διαπράχθηκαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία θα πρέπει για λόγους δημοσίου συμφέροντος να μην υπόκεινται σε παραγραφή.