Εισαγωγή:
Τον περασμένο Απρίλη (4.4.2019), στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου και το «Εργαστήρι Δικαίου και Λογοτεχνίας» της Σχολής παρουσίασε υπό τη μορφή θεατρικού αναλογίου το έργο «Η εξαίρεση και ο κανόνας» (Die Ausnahmen die Regel, 1929/30) του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Τους ρόλους υποδύθηκαν οι φοιτητές/-τριες της Νομικής: Αντώνης Γεωργάκης – Κωνσταντίνος Ζάπρος – Μυρτώ Κουρούνη – Παναγιώτης Μαρίνος – Γιώργος Παντελόπουλος – Χαράλαμπος Παρλακίδης-Κοτανίδης – Μαριάννα Ράφτη – Βάσια Τεκερλέκη – Ντίνα Τσούκαλη. Προηγήθηκε χαιρετισμός από τον Κοσμήτορα της Νομικής Σχολής, Καθηγητή Αχιλλέα Κ. Αιμιλιανίδη, ο οποίος έδωσε το στίγμα του κλάδου μελετών που ονομάζεται «Δίκαιο και Λογοτεχνία» και μίλησε για τον προσανατολισμό εργασιών της Σχολής σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Μετά το έργο ακολούθησαν ομιλίες, παρεμβάσεις, σχόλια και ζωηρή συζήτηση.
Διαβάζοντας Μπρεχτ επί σκηνής, στη Νομική: Σκέψεις για την «Εξαίρεση και τον κανόνα»
Ομιλία του Λέκτορα Νομικής Στέργιου Μήτα
1. Ο Μπρεχτ (Bertolt Brecht, 1898-1956) είναι, στ’ αλήθεια, σήμερα ένας «πασίγνωστος-άγνωστος» συγγραφέας. Από το έργο του φαίνεται να έχουμε κρατήσει, στις μέρες μας, περισσότερο τα εργαλεία και τη σκαλωσιά (βλ. μια σειρά από τεχνικές που ονομάζονται μπρεχτικές: αποστασιοποίηση, σοκκ.ά.) και να έχουμε αφήσει παράμερα το ίδιο το έργο· το οποίο, με τη σειρά του, προσλαμβάνεται αμετάκλητα ως ένα έργο επικαιρικό, κι άρα ανεπίκαιρο – κάτι σαν μουσικό fade-out από το γερμανικό μεσοπόλεμο. Η σπουδή του έργου του, όμως, πιστεύουμε (κι ελπίζουμε αυτό να φανεί) ότι παραμένει πολύ γόνιμη.
Η ακόλουθη πλοκή είναι γνώριμος σκελετός, για αρκετά έργα του Μπρεχτ: Μια αλληλουχία γεγονότων ακολουθείται από μια δίκη – επί της οποίας, μάλιστα, οι θεατές καλούνται να σχηματίσουν τη δική τους, αυτόνομη κρίση. Από τις πρώτες αράδες της Εξαίρεσης και του κανόνα το κοινό επίμονα προτρέπεται να παρατηρεί, να αξιολογήσει, να διενεργήσει εντέλει τη δική του, παράλληλη δίκη για τη δίκη-μέσα-στο-έργο: με μια ετυμηγορία μάλιστα που να απλώνει το πόρισμά τηςκαι πέραν της αυλαίας.
Το θέμα της δίκης είναι βέβαια κάτι που συνηθίζεται στη λογοτεχνία· αλλά στο θέατρο –ειδικά– προβάλλει με μια εύγλωττη φυσικότητα, χάριν των κοινών τελεστικών στοιχείων (: δημοσιότητα, προφορικότητα, αυστηρό τυπικό, σκηνικός διάκοσμος κ.ά.). Τώρα – η τεχνική θεατρικού αναλογίου, στην οποία καταφύγαμε, ίσως και να ταιριάζει για να ζωντανέψουν κάποιες από τις ουσιώδεις μπρεχτικές θέσεις για το θέατρο και την υποκριτική τέχνη. Θυμίζουμε την περίφημη αποστασιοποίηση του Μπρεχτ – σύμφωνα με την οποία ο ηθοποιός πρέπει περισσότερο να σχολιάζει, παρά να υποδύεται το ρόλο. Προτείνεται ο συνδυασμός δύο ισότιμων απαιτήσεων: ο θεατής να μη συμπαρασύρεται από την πλοκή, να μην ταυτίζεται με τους ήρωες, να μην αναλώνεται συναισθηματικά· ενώ ο ηθοποιός είναι υπεύθυνος όχι μόνο να αναδείξει πώς φέρεται ο χαρακτήρας, αλλά και να συμπράξει με το κοινό ώστε να επερωτηθεί κριτικά η σχετική συμπεριφορά. Με το θέατρό του, ο Μπρεχτ στοχεύει σε μια λειτουργία διπλού καθρέφτη: αναπαριστά στη σκηνή την εικόνα που έχουν οι θεατές για τον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα και την κριτική της.
2.Το έργο «Η εξαίρεση και ο κανόνας»γράφτηκε στα 1929-1930 και ανήκει στα σύντομα –λεγόμενα– «διδακτικά έργα» του Μπρεχτ (Lehrstücke). Ο ίδιος δεν το ανέβασε ποτέ. Παγκόσμια πρεμιέρα έκανε το έτος 1938, μεταφρασμένο στην εβραϊκή γλώσσα, σ’ ένα κιμπούτζ στην Παλαιστίνη – κι ενώ είχαν προηγηθεί ζωηρές διαφωνίες για το αν εκείνη την περίοδο θα ήταν σωστό να επιλεγεί ένα γερμανικό έργο…
Στο πρώτο μέρος, παρουσιάζεται η αλληλουχία γεγονότων που έχουν οδηγήσει στο φόνο ενός βαστάζου από τον έμπορο που τον είχε προσλάβει. Στο ακόλουθο μέρος, η χήρα του βαστάζου ενάγει/μηνύει (αυτά τα δύο συγχωνεύονται στο έργο) τον έμπορο. Σε αντικείμενο της δίκης μοιάζει αμέσως να τρέπεται, ωστόσο, όχι η διαλεύκανση των γεγονότων προς εφαρμογή του νόμου, αλλά μάλλον η δικαιολόγηση της συμπεριφοράς του κατηγορούμενου επιχειρηματία: έτσι ώστε να παραδοθεί, καθώς λέγεται στο τέλος, με άσπιλο το όνομά του στην κοινωνία.
Είναι σημαίνον ότι ο έμπορος είναι ο μοναδικός χαρακτήρας που φέρει όνομα: είναι ο Κάρολος Λάνγκμαν, κι όχι απλώς βαστάζος, οδηγός ή σύζυγος. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η εξατομίκευση του προσώπου είναι που δίνει για το δίκαιο τη δυνατότητα να έχει κανείς δικαιώματα κι υποχρεώσεις. Εάν το δικαίωμα στο όνομα είναι το «δικαίωμα στα δικαιώματα», τότε τα άλλα πρόσωπα του έργου, πλην του Λάνγκμαν, δεν βαραίνουν ως φορείς προσωπικότητας και δικαιωμάτων. Παρατηρούμε για παράδειγμα τη σύζυγο του νεκρού να απολογείται, περίπου, ενόσω διατυπώνει το αίτημά της για αποζημίωση. Είναι ενδιαφέρον εξάλλου ότι από τους δικονομικούς ρόλους στο β΄μέρος απουσιάζουν ο εισαγγελέας – κατήγορος και οι δικηγόροι. Κάτι που συγχωρείται βεβαίως από λόγους θεατρικής σύμβασης, αλλά ίσως κομίζει και κάποιες νοηματικές αποχρώσεις: Αφενός, το να ενοποιούνται οι θεσμικές φιγούρες της απονομής δικαιοσύνης σε μία (με άλλα λόγια, βλέπουμε δικαστές που είναι συνάμα –και εναλλάξ– οι κατήγοροι, εισαγγελείς και συνήγοροι) τονίζει την εξουσιαστική και, εν δυνάμει, αυθαίρετη διάσταση του θεσμού. Αφετέρου, η ίδια η παρουσία δικηγόρου αναδεικνύεται εντέλει μάταιη στην περίπτωση της χήρας – και περιττή για την περίπτωση του εμπόρου.
Στο έργο αυτό, όπως και σε άλλα του συγγραφέα, παρακολουθούμε μια επίμονη χρήση συλλογισμών. Οι χαρακτήρες εκφέρουν όλη την ώρα επιχειρήματα, ανεξάρτητα από την όποια τεκμηρίωση ή λογική συνοχή τους. Ο θεατής, την ίδια στιγμή, καλείται να βάλει σε ένα συγκείμενο τους συλλογισμούς και να τους τεστάρει. Οπωσδήποτε, το αποκορύφωμα είναι ο ίδιος ο συλλογισμός του δικαστηρίου – ο οποίος μοιάζει να φέρει ταυτόχρονα κατάρρευση της λογικής και της δικαιοσύνης. «Ο κατηγορούμενος ενήργησε σε νόμιμη άμυνα» και «δεν έχει καμιά σημασία αν απειλήθηκε πραγματικά ή όχι».
Καθώς λέει –σε άλλο μπρεχτικό έργο– ο λαϊκός δικαστής Αζντάκ (: ήρωας του Κύκλου με την κιμωλία), «το δίκαιο πρέπει να απονέμεται με απόλυτη σοβαρότητα». Όχι γιατί είναι κάτι το απόλυτα σοβαρό, αλλά αντίθετα «γιατί είναι κάτι το α-νόητο». Πίσω από την έντεχνα προκλητική διατύπωση του συγγραφέα, μπορούμε πολύ απλά να διαβάσουμε το εξής: ότι συχνά η τήρηση του αυστηρού τυπικού μοιάζει να βαίνει προς συγκάλυψη του ουσιαστικού ανορθολογισμού της κρίσης.
3.Ποιο είναι το πρόβλημα, όμως, εντέλει; Και τι αποτελεί, κατά τον τίτλο άλλωστε του έργου, τον κανόνα και τι την εξαίρεση; Κατά τη συνηθισμένη ερμηνεία, εξαιρετική και μη αναμενόμενη ήταν η μοιραία πράξη αλληλεγγύης του βαστάζου. «Δεν είναι δυνατόν να πιστέψουμε», λέει ο δικαστής, «πως ο αχθοφόρος θα επιχειρούσε να του προσφέρει νερό και όχι να τον σκοτώσει». Πράγματι, όπως γράφει κάπου και ο φιλόσοφος G. A. Cohen, η συνήθης συσχέτιση των ανθρώπων –σε συνθήκες καπιταλιστικής οργάνωσης του κοινωνικού βίου– είναι ο ένας να αντιμετωπίζει τον άλλο είτε ως πηγή πλουτισμού, είτε ως απειλή. Όμως, ο λόγος για τον οποίο πήγε να προσφέρει νερό – τείνοντάς του το παγούρι– καταμεσής της ερήμου ο βαστάζος, εάν προσεχθεί καλύτερα το κείμενο, δεν είναι κάποιος εξαιρετικός αλτρουισμός (: μια καθ’ εαυτήν ηθική πράξη, ως λέμε στη γλώσσα της φιλοσοφίας), μα ένας απολύτως εύλογος φρονησιακός συλλογισμός: «αν με βρούνε εμένα ζωντανό, και αυτόν πεθαμένο, θα με περάσουν από δίκη», μονολογεί ο βαστάζος. Τα εσωτερικά κίνητρα της πράξης εξάλλου δεν αλλάζουν το απλούστατο γεγονός ότι ο βαστάζος δεν απείλησε τον εργοδότη του. Πήγε να του προσφέρει νερό, κι εκείνος –αισθανόμενος απειλή– τον πυροβόλησε. Τι μπορεί να εννοεί, άρα λοιπόν, ο βασικός γνώμονας του σκεπτικού των δικαστών, ότι «το δικαστήριο δικάζει με βάση τον κανόνα, κι όχι με την εξαίρεση»;
Η θέση των δικαστών πράγματι είναι ότι ο καθένας πρέπει ή αναμένεται να δρα σε συμφωνία με τον κανόνα, κι όχι με κάποιον εξαιρετικό τρόπο. Ο βαστάζος, εδώ, δεν απείλησε τον έμπορο – όμως τούτο συνιστά την εξαίρεση. Τον κανόνα δίνει η πεποίθηση φόβου που πηγάζει από την ταξική αντίθεση: όσοι αποτελούν θύμα εκμετάλλευσης ανά πάσα στιγμή αποτελούν απειλή για τον εκμεταλλευτή τους. Δεν έχει σημασία αν όντως ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε απειλή· αρκεί το ότι εκ της θέσης του είναι εύλογο ότι μπορούσε να βρίσκεται. Ούτε ότι δεν στοιχειοθετείται επ’ ουδενί αυτό που ο σημερινός νομικός γνωρίζει ως νομιζόμενη άμυνα. Το δικαστήριο αναγνωρίζει «δικαιολογημένη»άμυνα, όχι επί τη βάσει ισχύοντος νομικού κανόνα άμυνας ή αποδεδειγμένου γεγονότος απειλής, αλλά σε βάση –επιβεβλημένης από την κοινωνική τους θέση (!)– προληπτικής αναχαίτισης εκ μέρους των ισχυρών τής εν δυνάμει απειλής των ασθενέστερων.
4.Ποιες νομικές σκέψεις μπορεί να μας ενθαρρύνει το έργο; Εν πρώτοις, να μας θυμίσει ότι το δίκαιο ρυθμίζει, όσο όμως και εκφράζει, τις κοινωνικές σχέσεις – οι οποίες, όμως, είναι ταξικά αντινομικές. Επίσης να μας οπλίσει με πείσμα στο να υποστηρίζουμε κάτι που συχνά διαφεύγει ή αποσιωπάται: ότι σε λεγόμενα κράτη δικαίου οι αποφάσεις όλων των κρατικών οργάνων, συνεπώς και των δικαστηρίων, κρίνονται. Κι ότι αξιώνεται οι δικαστικές κρίσεις να υποβαστάζονται από πειστικά επιχειρήματα, τα οποία ελέγχονται από ορθολογικά κριτήρια ουσίας και μεθόδου, αντλούμενα από τη συνταγματική τάξη. Επί του προκειμένου, ας σκεφτούμε κριτικά και για τη συνήθη δικαστική επίκληση του «κοινού αισθήματος» ή του «μέσου ανθρώπου», ως προς κατά πόσον δύναται πράγματι να αποτελεί κριτήριο του δέοντος προσανατολισμού για τη νομική κρίση.
Το έργο μπορεί, περαιτέρω, να μας φέρει στη μνήμη και ατυχείς αποφάσεις που μοιάζει να ζωντανεύουν σε ένα βαθμό το έργο του Μπρεχτ. Το 1990 στην Ελλάδα, ένα εφετειακό δικαστήριο δέχτηκε, σύμφωνα και με σχετική έκθεση του ιατροδικαστή, ότι ο κατηγορούμενος αστυνομικός είχε πυροβολήσει στο πίσω μέρος του κεφαλιού κι από απόσταση είκοσι μέτρων, έχοντας στοχεύσει με τα χέρια ενωμένα το θύμα – διαδηλωτή. Κι όμως, η απόφαση ήταν αντίθετη από ό,τι λογικά θα ανέμενε κανείς. Αναγνωρίστηκε ανθρωποκτονία σε κατάσταση άμυνας, με ατιμώρητη δε την υπέρβαση εν προκειμένω των ορίων άμυνας, «λόγω φόβου, ταραχής και πανικού» (άρ. 23 του Ποινικού Κώδικα).
Σε έναν κόσμο διάστικτο από αδικία, είναι σαν να μας λέει ο Μπρεχτ, ακόμη κι η επίσημη απονομή της δικαιοσύνης αναμένεται να αναπαράγει την αδικία. Τον φαύλο κύκλο του κανόνα μπορούν ωστόσο να διαταράξουν: α. η ανεξάρτητη κρίση, στην οποία καλείται εξαρχής το συμ-πράττον στο έργο κοινό, β. η αυτόνομη ηθικο-πολιτικά πράξη, την οποία επιδεικνύει ο ουσιαστικός ήρωας του έργου, ο οδηγός, και γ. η κραυγή για –νομική και κοινωνική – δικαιοσύνη, που αντηχεί ανάμεσα στις γραμμές του έργου.