Το Διοικητικό Δικαστήριο εξέδωσε την Παρασκευή 10 Ιουλίου απόφαση στην υπόθεση 622/2017.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο αιτητής μετά το θάνατο της συζύγου του υπέβαλε αίτηση για χορήγηση σύνταξης χηρείας η οποία απορρίφθηκε από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (2) του άρθρου 41 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, Ν. 59(Ι)/2010 («Νόμος»), ως ίσχυε τότε, χήρος δικαιούτο σε σύνταξη χηρείας μόνο εάν κατά το χρόνο του θανάτου της συζύγου του ήταν μόνιμα ανίκανος προς αυτοσυντήρηση και συντηρούνταν αποκλειστικά, ή κατά κύριο λόγο από την αποβιώσασα.
Ο Αιτητής καταχώρισε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο προβάλλοντας ως λόγους ακύρωσης, μεταξύ άλλων, την παραβίαση του δικαιώματος του στην ισότητα και την απαγόρευση των διακρίσεων βάσει του φύλου, το οποίο κατοχυρώνεται και προστατεύεται, μεταξύ άλλων, από το Άρθρο 28 του Συντάγματος, το Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και/ή το Άρθρο 8 καθώς και το Άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Περαιτέρω, αποτέλεσε εισήγησή του Αιτητή ότι το άρθρο 41 του Νόμου, ως ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης είναι αντισυνταγματικό και αντίκειται στα Άρθρα 9, 15, 23, 28 και 179 του Συντάγματος.
Το Διοικητικό Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διοίκηση λαμβάνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση ενήργησε σύμφωνα με το Νόμο. Το ζήτημα συνεπώς ήταν το κατά πόσο το άρθρο 41(2) παραβιάζει το Σύνταγμα.
Στην υπό κρίση υπόθεση, έκρινε το Δικαστήριο, δεν προκύπτει ανυπαρξία νομοθετικής πρόνοιας. Αντιθέτως υφίσταται πρόνοια – το άρθρο 41 του Νόμου – το οποίο καθορίζει πότε χήρα ή χήρος δικαιούνται σε σύνταξη χηρείας. Περαιτέρω, συνεχίζει το Δικαστήριο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συνταγματικότητα ή μη της διακριτικής μεταχείρισης στο Νόμο σε σχέση με άντρες και γυναίκες συναρτάται άμεσα με το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης.
Συνεπώς, το Δικαστήριο προχώρησε με έλεγχο της συνταγματικότητας του άρθρου 41(2) του Νόμου και αποφάνθηκε ότι η διάκριση στη βάση του φύλου δεν αφήνει αμφιβολία ότι αποτελεί παραβίαση της αρχής της ισότητας ως κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος και αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Συνεπακόλουθα, κήρυξε το άρθρο 41(2) του Νόμου ως αντισυνταγματικό καθότι με την εφαρμογή διαφορετικών κριτηρίων απ’ ότι το άρθρο 41(1) εισάγει διάκριση στη βάση του φύλου.
Διαβάστε την απόφαση