Αναμφίβολα η εξέλιξη των θετικών επιστημών και ειδικότερα της γενετικής έχει άμεσο αντίκτυπο στο τρόπο στοιχειοθέτησης ποινικών ερευνών και απόδειξης ποινικών υποθέσεων. Πράγματι η σχέση μεταξύ γενετικού υλικού και ποινικής δίκης, είναι πολυεπίπεδη και η εμπέδωση της εξαρτάται, πέραν από την καλή γνώση των βασικών αρχών της ποινικής δίκης και από την κατανόηση τόσο των ιδιοτήτων που παρουσιάζει το γενετικό υλικό, την δυνατότητα άμεσης και έμμεσης μεταφοράς του, των τρόπων και μεθόδων συλλογής, εξαγωγής και εντοπισμού του από τεκμήρια, τον παράγοντα επιμόλυνσης, των μεθόδων αποφυγής επιμόλυνσης, των μεθόδων ταυτοποίησης αλλά και της αξιολόγησης των εργαστηριακών αποτελεσμάτων.
Αναπόφευκτα λοιπόν, σε όλες τις ποινικές υποθέσεις στις οποίες εγείρονται ζητήματα αξιολόγησης της αποδεικτικής αξίας γενετικού υλικού, ο Δικανικός Γενετιστής καθίσταται αναγκαίος εμπειρογνώμονας για να παραθέσει τα επιστημονικά θεμέλια και αλλά σχετικά εφόδια στην διάθεση του Δικαστηρίου. Στην Κύπρο η εμπειρογνωμοσύνη αυτή, ως μέρος της υπόθεσης της Κατηγορούσας αρχής προέρχεται τις τελευταίες δεκαετίες, αδιάλειπτα, από το Εργαστήριο Δικανικής Γενετικής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής. Ως θέμα ρουτίνας οποιοδήποτε αστυνομικό τεκμήριο λαμβάνεται, αυτό παραπέμπεται για εξέταση γενετικού υλικού στο εν λόγω εργαστήριο και αφού ολοκληρωθούν οι σχετικές εξετάσεις το αστυνομικό τεκμήριο επιστρέφεται πίσω για φύλαξη στην Αστυνομία.
Στη περίπτωση που αστυνομικό τεκμήριο για το οποίο διενεργήθηκε έλεγχος από το Εργαστήριο Δικανικής Γενετικής, θα κατατεθεί στα πλαίσια απόδειξης ποινικής υπόθεσης ο εξουσιοδοτημένος από το Εργαστήριο γενετιστής προσέρχεται για να παραθέσει την σχετική με το γενετικό υλικό εμπειρογνωμοσύνη του αλλά επίσης για να εξηγήσει τις ενέργειες στις οποίες το Εργαστήριο προέβη στα πλαίσια εξέτασης του αστυνομικού τεκμηρίου. Επομένως, ο εν λόγω λειτουργός καθίσταται μάρτυρας τόσο ως εμπειρογνώμονας σε σχέση με την επιστημονική επεξήγηση, όσο και επί των γεγονότων αναφορικά με τις δικές του ενέργειες στα πλαίσια εξέτασης του αστυνομικού τεκμηρίου, μια λεπτή γραμμή που δεν θα πρέπει να διαλανθάνει της προσοχής του Δικαστηρίου.
Πράγματι, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει την συνεισφορά του Εργαστηρίου Δικανικής Γενετικής στην απονομή της δικαιοσύνης στα Κυπριακά Δικαστήρια. Από την άλλη η σημαντική αυτή συνεισφορά δεν μπορεί ούτε να περιορίζει την υποχρέωση ορθής αξιολόγησης του έργου του Εργαστηρίου σε κάθε μια εκ των υποθέσεων τις οποίες χειρίζεται. Σε αυτά τα πλαίσια και κατά την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων παρατηρείται προβολή θέσεων από τους Δικανικούς Γενετιστές του Εργαστηρίου Δικανικής Γενετικής που ως θα εξηγηθεί χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης από τις αρμόδιες αρχές. Η αναγκαιότητα τέτοιας αντιμετώπισης πηγάζει από το αδιαπραγμάτευτο καθήκον της διοίκησης και της δικαιοσύνης να ενεργεί έτσι ώστε από την μία να μην «χάνονται» ποινικές υποθέσεις λόγω διαδικαστικών παρατυπιών κατά το ανακριτικό και εργαστηριακό έργο και από την άλλη να μην προσβάλλεται το τεκμήριο της αθωότητας λόγω τέτοιων ενδεχόμενων παρατυπιών στο ανακριτικό έργο.
Για να γίνει καλύτερα κατανοητό το ζήτημα που εγείρεται θα πρέπει κάποιος να έχει κατά νου την συνάρτηση της αποκλειστικής θέσης στην οποία κατέληξε να βρίσκεται το Εργαστήριο Δικανικής Γενετικής του Ινστιτούτου Γενετικής και Νευρολογίας, ως το μόνο εργαστήριο εξέτασης αστυνομικών τεκμηρίων στη Κύπρο και της απουσίας εποπτικού οργανισμού ως προς τις δραστηριότητες του Εργαστηρίου. Από την εν λόγω συνάρτηση προκύπτει ότι η διαφάνεια, ο ποιοτικός έλεγχος, η επιλογή και εφαρμογή των καλύτερων δυνατών πρακτικών αφήνονται να αποτελούν θέμα αυτοκαθορισμού και αυτοελέγχου από τους ίδιους τους ανθρώπους που διενεργούν τους εργαστηριακούς ελέγχους επί των αστυνομικών τεκμηρίων.
Σε αυτά τα πλαίσια, εγείρεται μείζον ζήτημα όταν οι ιθύνοντες του Εργαστηρίου Δικανικής Γενετικής δηλώνουν σε ποινικές υποθέσεις και προς υποστήριξη της αξιοπιστίας των ευρημάτων τους ότι λόγω ακριβώς των διαδικασιών που ακολουθούνται, αποκλείεται να υπάρξει επιμόλυνση αστυνομικών τεκμηρίων στο Εργαστήριο Δικανικής Γενετικής, όταν για τα αντίστοιχα υπόλοιπα Εργαστήρια ανά το παγκόσμιο υπάρχουν μελέτες και στατιστικές από ανεξάρτητους οργανισμούς που διενέργησαν έλεγχο στις εργασίες τους – που δίνουν συγκεκριμένα ποσοστά επιμολύνσεων επί δειγμάτων και αστυνομικών τεκμηρίων ως αναπόφευκτο γεγονός. Όντως, ενώ η επιστημονική θέση που εντοπίζει κάποιος στις δημοσιεύσεις σε καθιερωμένα επιστημονικά περιοδικά, είναι ότι οι επιμολύνσεις αν και σπάνιες, είναι εντούτοις πιθανές, ως ένας αναπόφευκτος παράγοντας, τον οποίο όσο και να προετοιμαστείς δεν μπορείς να αποκλείσεις, στην Κύπρο η θέση που παρουσιάζεται ενώπιον των Δικαστηρίων από τους Δικανικούς Γενετιστές του Εργαστηρίου Δικανικής Γενετικής – προς καθοδήγηση του Δικαστηρίου – είναι ότι οι διαδικασίες που εφαρμόζονται αποκλείουν την πιθανότητα επιμόλυνσης. (βλ. “Error rates in Forensic DNA analysis: Definition, numbers, impact and communication” – Ate Kloosterman, Marjan Sjerps, Astrid Quak, Forensic Science International: Genetics 12(2014) 77-55)
Η βιβλιογραφία βέβαια προχωρεί ένα βήμα παραπέρα εξηγώντας ότι ένας από τους λόγους που τα ανά το παγκόσμιο ποσοστά επιμολύνσεων δεν δημοσιεύονται είναι και η ανησυχία για ζημιά στη φήμη των κατά τόπων Ινστιτούτων. Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα τότε βρισκόμαστε ενώπιον συνθηκών λανθασμένης καθοδήγησης του Δικαστηρίου από τους Δικανικούς Γενετιστές του Εργαστηρίου Δικανικής Γενετικής και συνεπώς βρισκόμαστε ενώπιον συνθηκών επί των οποίων ευδοκιμεί η κακοδικία. Επιτρέπουμε ουσιαστικά να ελλοχεύει ο κίνδυνος μια λανθασμένη ταυτοποίηση η οποία μπορεί να παραπλανήσει ένα Δικαστήριο να οδηγήσει κάποιον αθώο στην καταδίκη και συνάμα έναν ένοχο να τον αφήσει στο απυρόβλητο. Είναι για αυτό το λόγο που κρίνεται αναγκαίο οι θεσμοί να επέμβουν και να δώσουν λύσεις στο πρόβλημα.
Στα πλαίσια της μικρής έκτασης του παρόντος δεν είναι δυνατόν να εξεταστούν όλες οι πιθανές λύσεις του προβλήματος ή ο τρόπος εφαρμογής των λύσεων. Παρά ταύτα προβάλλει με ιδιαίτερα ελκυστικό τρόπο, η ενδεχόμενη πολιτειακή ενθάρρυνση εμπλοκής και άλλων οργανισμών/εργαστηρίων τα οποία θα μπορούν να προβαίνουν σε πρωτογενή εξέταση αστυνομικών τεκμηρίων. Τούτο θα βοηθούσε ποικιλοτρόπως: Αφενός θα περιορίσει φαινόμενα εξάρτησης της Αστυνομίας από τον ένα ή τον δεύτερο πάροχο αλλά και αντιστρόφως, θα περιορίσει τυχόν εξάρτηση του παρόχου από την Αστυνομία… Μια άλλη λύση είναι η ανάθεση σε ανεξάρτητη αρχή του ρόλου εποπτείας των εργασιών των οποιονδήποτε Εργαστηρίων Δικανικής Γενετικής που θα αδειοδοτηθεί να λειτουργεί στην Δημοκρατία, με αρμοδιότητα διενέργειας ελέγχων και μετρήσεων τα οποία θα μπορούν να αξιολογηθούν από τον επόπτη και να λάβει επίσης διορθωτικά μέτρα.