Αν και πολύ δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η τουρκική στρατιωτική επέμβαση στη βόρεια Συρία συνιστά παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου, εν τούτοις μια αποτίμηση του νομικού καθεστώτος που διέπει τη χρήση βίας είναι χρήσιμη προκειμένου να υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα.
Το καθεστώς της απαγόρευσης χρήσης βίας και η τουρκική επιχειρηματολογία
Η απαγόρευση χρήσης βίας ως μέσον άσκησης εξωτερικής πολιτικής αποτελεί εθιμικό κανόνα του Διεθνούς Δικαίου. Η πρώτη συμβατική ρύθμιση έλαβε χώρα με την υπογραφή του Συμφώνου του Παρισιού, γνωστού και ως Συμφώνου Bryand-Kellog, το 1928. Η μεγάλη τομή όμως στα πλαίσια της κωδικοποίησης του εθιμικού δικαίου έγινε με τη σύναψη του Καταστατικού Χάρτη (ΚΧ) του ΟΗΕ το 1945. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 2(4): «Όλα τα Μέλη στις διεθνείς τους σχέσεις θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας, που εκδηλώνεται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους είτε με οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ασυμβίβαστη προς τους Σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών». Ο ΚΧ λοιπόν επικεντρώνεται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες διακυβεύεται η εδαφική ακεραιότητα και η πολιτική ανεξαρτησία ενός κράτους. Αναγνωρίζονται δύο μόνον εξαιρέσεις στον γενικό αυτό κανόνα, ο οποίος μάλιστα θεωρείται κανόνας επιτακτικού/αναγκαστικού δικαίου (jus cogens): η νόμιμη άμυνα (ατομική ή συλλογική) κατά το άρθρο 51 και η περίπτωση λήψης αναγκαστικών μέτρων από το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ υπό το κεφάλαιο 7 του ΚΧ.
Φυσικά η έλευση του ΚΧ δεν έχει επιλύσει το πρόβλημα της βίας στη διεθνή σκηνή.κράτη τα οποία καταφεύγουν σε χρήση ένοπλης βίας προκειμένου να πετύχουν πολιτικούς στόχους επιχειρούν συνήθως να επενδύσουν τις ενέργειές τους με ένα μανδύα νομιμότητας ή νομιμοφάνειας, επικαλούμενα μία εκ των δύο εξαιρέσεων και, συνηθέστερα, τη νόμιμη άμυνα. Στην περίπτωση της Τουρκικής επέμβασης στη Βόρεια Συρία αξίζει να δούμε το λεκτικό που περιλαμβάνεται σε σχετική δήλωση του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, συγκεκριμένα του Εκπροσώπου Τύπου Χαμί Ακσόι, ημερομηνίας 7 Οκτωβρίου 2019, η οποία είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα του Υπουργείου. Η πρώτη πρόταση της εν λόγω δήλωσης είναι η εξής: «Αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμά μας βάσει του Διεθνούς Δικαίου η λήψη μέτρων που επιβάλλονται από την εθνική μας ασφάλεια εναντίον κάθε τρομοκρατικής απειλής που προέρχεται από τη Συρία». Στη συνέχεια, αναφέρεται στην προσπάθεια δημιουργίας ζώνης ασφαλείας στη βόρεια Συρία, σε συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ συνεχίζει λέγοντας ότι οι αμερικανικές δεσμεύσεις επ’ αυτού «δεν έχουν υλοποιηθεί» και ότι η εμπλοκή των Αμερικανών συμμάχων με τις «τρομοκρατικές οργανώσεις PYD/YPG» συνεχίζεται και εντείνεται. Υποστηρίζει, ακολούθως, ότι η Τουρκία, «ως υπεύθυνο μέλος της διεθνούς κοινότητας» είναι αποφασισμένη να καταπολεμήσει κάθε μορφή τρομοκρατίας, ενώ χαρακτηρίζει το PYD/YPG (και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για λόγους που θα δούμε πιο κάτω) ως «αδελφή ψυχή» του ISIS (χρησιμοποιείται το ακρώνυμο DEASH, ευφημισμός που υιοθετήθηκε από τον Πρόεδρο Ερντογάν προκειμένου να αφαιρεθεί η λέξη «Ισλαμικό» από την αραβική ονομασία DAESH). Το χαρακτηρίζει επίσης ως «αντανάκλαση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν εναντίον του συριακού λαού καθώς και της χώρας μας και του λαού μας». Η ανακοίνωση ολοκληρώνεται επαναβεβαιώνοντας την ετοιμότητα της Τουρκίας να δημιουργήσει τη ζώνη ασφαλείας και να προωθήσει την «ειρήνη, ασφάλεια και σταθερότητα» στη Συρία, υποστηρίζοντας ότι μια «σοβαρή απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας (υπονοεί προφανώς την πιθανή δημιουργία κουρδικής κρατικής οντότητας) θα εξουδετερωθεί και θα οικοδομηθεί μια ισχυρή βάση για την αποτροπή της ανάκαμψης του DEASH ή παρόμοιων οντοτήτων στο μέλλον».
Αν πάρουμε τα βασικά σημεία της εν λόγω ανακοίνωσης ένα προς ένα, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η τουρκική νομική επιχειρηματολογία σχετικά με τις επιθέσεις κατά των Κούρδων της Συρίας επιδιώκει να αντλήσει στοιχεία νομιμοποίησης και από τις δύο προαναφερθείσες εξαιρέσεις στην κανόνα της απαγόρευσης χρήσης βίας. Συγκεκριμένα:
-Η αναφορά σε θεμελιώδες δικαίωμα λήψης μέτρων «εναντίον κάθε τρομοκρατικής απειλής που προέρχεται από τη Συρία» υπονοεί την ύπαρξη έξωθεν απειλής, η οποία θα πρέπει να αποκρουστεί ή, κατά προτίμηση, να ξεριζωθεί. Συνεπώς, θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει αυτή την αναφορά ως επίκληση του δικαιώματος νόμιμης άμυνας.
-Η τοποθέτηση του PYD/YPG στην ίδια συνομοταξία με το ISIS (αναφορά σε «αδελφή ψυχή»), επιχειρεί να αντλήσει νομιμοποίηση από σχετικά ψηφίσματα του ΣΑ, κυρίως το ψήφισμα 2249 της 20ης Νοεμβρίου 2015, το οποίο καλεί κράτη μέλη του ΟΗΕ «που έχουν τη δυνατότητα να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα» εντός των περιοχών που ελέγχονται από το ISIS και να διαλύσουν το ασφαλές περιβάλλουν που αυτό έχει δημιουργήσει σε περιοχές του Ιράκ και της Συρίας.
Αξιολόγηση της τουρκικής νομικής επιχειρηματολογίας
Η ένταξη της τουρκικής στρατιωτικής επέμβασης στη βόρεια Συρία, η οποία σύμφωνα με αρκετούς διεθνείς αναλυτές έχει ως στόχο την καταστολή των κουρδικών δυνάμεων και ενδεχομένως και την εκκαθάριση της περιοχής από τον γηγενή κουρδικό πληθυσμό, πολύ δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως νόμιμη ή αιτιολογημένη με βάση τις εξαιρέσεις στον κανόνα της απαγόρευσης χρήσης βίας. Και αυτό γιατί:
-Στην περίπτωση της νόμιμης άμυνας, πολύ δύσκολα μπορεί μια επιθετική ενέργεια να αιτιολογηθεί ως δραστηριότητα στα πλαίσια του εν λόγω δικαιώματος. Η συζήτηση αυτή αναζοπυρώνεται από καιρού εις καιρόν, κυρίως όμως έλαβε χώρα με αφορμή το δόγμα του «προληπτικού πολέμου» του πρώην Αμερικανού Προέδρου Τζωρτζ Μπους (υιού), αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Βέβαια σε εκείνη την περίπτωση το βασικό ερώτημα ήταν κατά πόσον θα μπορούσε να θεωρηθεί νόμιμη μια επίθεση που επιχειρεί να προλάβει τον αντίπαλο από του να επιτεθεί πρώτος. Στην περίπτωση που μας απασχολεί αυτό το ζήτημα περιπλέκεται εξ’ αιτίας του γεγονότος ότι η Τουρκία δεν έχει θέσει στο στόχαστρό της ένα κράτος, αλλά μια στρατιωτική και πολιτική ομάδα με συγκεκριμένα εθνοτικά χαρακτηριστικά. Συνεπώς, πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να εκπληρωθούν οι βασικές προϋποθέσεις της επικείμενης επίθεσης. Εξ ου και η Τουρκία δεν επικαλείται τον κίνδυνο επικείμενης επίθεσης, αλλά τον πιο κίνδυνο της τρομοκρατίας, ο οποίος είναι λιγότερο επαληθεύσιμος και πιο διαχειρίσιμος επικοινωνιακά.
-Στην περίπτωση τώρα της χρήσης βίας κατόπιν εξουσιοδότησης του ΣΑ, η προσπάθεια άντλησης νομιμοποίησης από το ψήφισμα 2249 τοποθετώντας το PYD/YPG στην ίδια συνομοταξία με το ISIS πάσχει εξ αιτίας ενός απλού δεδομένου: το YPG υπήρξε ο βασικός πυλώνας αντίστασης κατά του προελαύνοντος Ισλαμικού κράτους μετά το 2015. Εν πολλοίς, η ήττα του ISIS οφείλεται στους Κούρδους μαχητές της βόρειας Συρίας, συνεπώς δεν είναι δυνατό να υπάρχει έγκυρη κατάταξη του PYD/YPG εντός του πεδίου ισχύος του ψηφίσματος 2249.
Πέραν της αδυναμίας των τουρκικών επιχειρημάτων, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η επέμβαση αυτή, αν και επιχειρείται να παρουσιαστεί ως προστατευτική της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας, στην πραγματικότητα την παραβιάζει, από τη στιγμή που το κυρίως ενδιαφερόμενο μέρος, δηλαδή η κυβέρνηση της Συρίας, δεν την έχει εξουσιοδοτήσει. Σε κάθε περίπτωση, οι κανόνες επιτακτικού δικαίου θεωρούνται υπέρτερης ισχύος και η παραβίασή τους δεν δικαιολογείται υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, όπως άλλωστε ορίζει το άρθρο 53 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών.
Το Διεθνές Δίκαιο μεταξύ «διεθνούς δικαιοσύνης» και «διεθνούς τάξης»
Ένα ζήτημα που εγείρεται από καιρού εις καιρόν στα πλαίσια του δημοσίου διαλόγου-ιδιαίτερα στην Κύπρο η οποία είναι παθούσα-έχει να κάνει με την δυνατότητα του Διεθνούς Δικαίου να προασπίζεται τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια έναντι αναθεωρητικών αξιώσεων των ισχυρών έναντι των αδυνάτων. Εν τοιαύτη περιπτώσει, παρά τις αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας, η Τουρκία χρησιμοποιεί στρατιωτική βία ως μέσον επίτευξης πολιτικών στόχων, κινούμενη πέραν των ορίων του Διεθνούς Δικαίου. Η συζήτηση αυτή λαμβάνει συνήθως μια μοιρολατρική τροπή η οποία όμως δεν λαμβάνει υπόψη το εξής: το Διεθνές Δίκαιο δεν μπορεί να αξιολογείται με όρος «διεθνούς δικαιοσύνης», αλλά με όρους «διεθνούς τάξης». Συνεπώς, είναι πιο δόκιμο ερώτημα είναι το εξής: «υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατόν η διεθνής τάξη να ευνοεί την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου;» Επ’ αυτού θα επανέλθουμε σε μεταγενέστερη αρθρογραφία.