Η σχέση ιδιοκτήτη – ενοικιαστή τυγχάνει μιας ιδιαίτερης Νομοθετικής προσέγγισης στην Κύπρο, όπου αναλόγως ορισμένων νομοθετικών κριτηρίων περιορίζονται αυτόματα τα δικαιώματα ιδιοκτητών ακινήτων, ανεξαρτήτως ανυπαρξίας συμφωνίας μεταξύ των δυο μερών ως προς την ενοικίαση του ακινήτου. Το ευεργέτημα του να καταστεί κάποιος Θέσμιος Ενοικιαστής δεν απολαμβάνεται από όλους του ενοικιαστές στην Κύπρο, αλλά εξετάζεται υπό το πρίσμα ορισμένων προϋποθέσεων ως αυτές καταγράφονται στον περί Ενοικιοστασίου Νόμος του 1983 (23/1983) με τις προστιθέμενες σ’ αυτόν τροποποιήσεις.
Με γνώμονα την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Έφεση 30/2019, ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΗ ν. K&C SNOOKER & POOL ENTERTAINMENT εκδοθείσα την 01/06/2020, το Εφετείο ξεκαθάρισε έναν απολύτως σημαντικό παράγοντα, ο οποίος θα πρέπει πλέον να λαμβάνεται αυστηρά υπόψη από ιδιοκτήτες και ενοικιαστές αλλά και από τα ίδια τα Δικαστήρια, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσο κάποιος ενοικιαστής δύναται να τύχει προστασίας από τον σχετικό Νόμο ούτως ώστε να καταστεί Θέσμιος. Συναφώς, ο ιδιοκτήτης ο οποίος επιθυμεί να ανακτήσει την κατοχή του ακινήτου του θα πρέπει να λάβει σωστή νομική συμβουλή για να γνωρίζει κατά πόσο θα αποταθεί σε αστικό Δικαστήριο ή σε Δικαστήριο ελέγχου ενοικιάσεων το οποίο επιλαμβάνεται εξώσεων Θέσμιων Ενοικιαστών.
Επί της ουσίας, για να καταστεί κάποιος ενοικιαστής Θέσμιος, θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα:
- Το ακίνητο να είναι σε ελεγχόμενη περιοχή (οι περιοχές καθορίζονται σύμφωνα με διάταγματα του Υπουργικού Συμβουλίου και το ισχύον διάταγμα περιλαμβάνει όλες τις πόλεις και την μεγαλύτερη επικράτεια της Κύπρου, εξαιρουμένων ορισμένων περιοχών όπως προσδιορίζονται σ’ αυτό)
- Το ακίνητο να έχει οικοδομηθεί μέχρι τις 31/12/1999.
- Το ακίνητο να εξακολουθεί να κατέχεται από τον ενοικιαστή με βάση γραπτή ή προφορική συμφωνία ενοικίασης
- Να έχει λήξει η πρώτη ενοικίαση και ο ενοικιαστής να εξακολουθεί να κατέχει το ακίνητο.
Με την πρόσφατη απόφαση του το Ανώτατο συγκεκριμενοποιεί και οριοθετεί ακόμα περισσότερο πλέον το ποιοι ενοικιαστές δύνανται να κάνουν επίκληση της Θέσμιας ενοικίασης, καθορίζοντας ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Ενοικιοστασίου (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμος του 2001, για να καταστεί κάποιος ενοικιαστής Θέσμιος θα πρέπει κατά την 31.12.1999 το υποστατικό να ήταν είτε υπό ενοικίαση, είτε προς ενοικίαση για κατοικία ή κατάστημα.
Σε περίπτωση που ένας ενοικιαστής πληροί όλα τα πιο πάνω κριτήρια, κάτι το οποίο πλέον φαντάζει ως σπάνιο φαινόμενο, τότε τυγχάνει προστασίας και απολαμβάνει την αδιαφιλονίκητη κατοχή της ενοικιαζόμενης κατοικίας ή καταστήματος νοουμένου ότι πληρώνει ανελλιπώς το ενοίκιο του. Νοείται ότι η αύξηση ενοικίου σε Θέσμια Ενοικίαση καθορίζεται αυστηρώς επίσης με διάταγμα ανά διετία και όχι από την πρόθεση είτε του ιδιοκτήτη είτε του Ενοικιαστή.
Ουσιαστικώς, σκοπός του περί Ενοικιοστασίου Νόμου ήτο και είναι ο περιορισμός τόσο των αυθαίρετων αυξήσεων των ενοικίων όσο και των εξώσεων των θέσμιων ενοικιαστών, υπό ορισμένες περιπτώσεις, περιπτώσεις οι οποίες πλέον με την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου περιορίζονται ακόμα περισσότερο εφόσον ο ενοικιαστής θα πρέπει να αποδείξει εξαντλητικά, πέραν των γνωστών μέχρι σήμερα προϋποθέσεων, ότι το ακίνητο κατά την 31/12/1999 ενοικιάζετο ή τίθετο προς ενοικίαση. Νομικοί κύκλοι αναφέρουν ότι η εν λόγω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποτελεί μήνυμα προς την νομοθετική εξουσία για αναδιαμόρφωση του Νομοθετικού πλαισίου όσον αφορά τις σχέσεις ιδιοκτητών- ενοικιαστών ακινήτων, καθότι παρόλο που παρέχεται τεράστια προστασία σε μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας, εντούτοις αρκετοί ενοικιαστές εξακολουθούν να εκμεταλλεύονται την αδυναμία του Νόμου στο να παρέχει εύλογη προστασία στους ιδιοκτήτες των ακινήτων