Με αφορμή την πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην υπόθεση προαγωγής πρέσβεων (Υποθέσεις Αρ. 626/2016, 686/2016, 749/2016, 830/2016) θα προσπαθήσω να εκθέσω την άποψη μου ως προς το ποια είναι η σημασία της αρχαιότητας και της συνακόλουθης πείρας που προκύπτει από αυτήν, πότε η αρχαιότητα δεν μπορεί να παρακαμφθεί, με μια προσωπική συνέντευξη διάρκειας λίγων λεπτών, και πότε μπορεί να παρακαμφθεί.
Η αρχαιότητα αναφέρεται βασικά στην ημερομηνία που ο υπάλληλος έχει διοριστεί ή προαχθεί στην αμέσως κατώτερη θέση από αυτήν που θα πληρωθεί. Σε περίπτωση που η αρχαιότητα δύο υποψηφίων είναι η ίδια, για να βρεθεί ο αρχαιότερος κατεβαίνουμε στην προηγούμενη θέση και σε περίπτωση ίδιας αρχαιότητας σε όλες τις προηγούμενες θέσεις φτάνουμε μέχρι την ημερομηνία γέννησης. Μεγαλύτερη αξία ασφαλώς έχει η αρχαιότητα στην ΑΜΕΣΩΣ ΚΑΤΩΤΕΡΗ ΘΕΣΗ από την διεκδικούμενη.
Η αρχαιότητα είναι επίσης ένα από τα τρία κριτήρια που προνοεί ο Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος (1/90), συνεπώς θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά τις προαγωγές υπαλλήλων του δημοσίου. Τα άλλα δύο κριτήρια είναι η αξία (πρόκειται για την αξιολόγηση που προκύπτει από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις αξιολόγησης, διότι αξία είναι το σύνολο των τριών κριτηρίων και άλλων βοηθητικών στοιχείων) και τα προσόντα (πρόκειται συνήθως για τα πρόσθετα προσόντα, δηλαδή αυτά που δεν προβλέπονται ως απαραίτητα από το σχέδιο υπηρεσίας της υπό πλήρωσης θέσης.
Παρόλο που ο νόμος δεν προσδίδει οποιαδήποτε υπεροχή σε οποιοδήποτε από τα τρία πιο πάνω αναφερόμενα κριτήρια (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), εντούτοις επικράτησε και επικρατεί η άποψη ότι η αρχαιότητα είναι υποδεέστερο στοιχείο από τα άλλα δύο. Σε αυτή τη λανθασμένη εντύπωση συνέτειναν και κάποιες αντιφατικές αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο στη μια περίπτωση αποδίδει την πραγματική σημασία που πρέπει να δίνεται στην αρχαιότητα και στην άλλη την υποβαθμίζει, τη μια τονίζει ότι η συνέντευξη δεν αποτελεί χωριστό και πρόσθετο κριτήριο επιλογής, αλλά συμπληρωματικό στοιχείο στο οποίο δεν πρέπει να δίνεται υπέρμετρη σημασία (Φίλιππου Μιχαηλίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ.382/96, 445/96, 535/96 και 545/96, 7 Σεπτεμβρίου 1999) και την άλλη ότι αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης (Παπασάββα ν. Κούλουμου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 235, 249) το οποίο έχει μεγάλη βαρύτητα.
Είναι φανερό πως με βάση το νόμο τα τρία κριτήρια έχουν την ίδια σημασία και θα πρέπει να συσταθμίζονται κατά τη λήψη των αποφάσεων. Συστάθμιση σημαίνει να μπουν στη ζυγαριά τα δεδομένα του κάθε υποψηφίου στα τρία πιο πάνω κριτήρια σε σύγκριση με τους άλλους υποψήφιους, ώστε να βρεθεί ο καλύτερος ή οι καλύτεροι. Χοντρικά, μπορούμε να πούμε ότι στις περιπτώσεις που δύο από τα κριτήρια είναι ίσα θα επικρατήσει το τρίτο κριτήριο.
Συνήθως, στις ψηλές θέσεις στην ιεραρχία, για να καταλήξει στην απόφαση του το διοικητικό όργανο διεξάγει προσωπικές συνεντεύξεις με τους υποψηφίους, σύμφωνα με τη νομοθεσία.
Τι είναι η προσωπική συνέντευξη και ποια η σημασία της
Η προσωπική συνέντευξη είναι μια συνομιλία με τους υποψήφιους η οποία διεξάγεται αν την προβλέπει ο νόμος και αφορά κυρίως ψηλές θέσεις στην ιεραρχία. Στην προσωπική συνέντευξη μέσω ερωτήσεων και συζήτησης διερευνώνται διάφορα ζητήματα ως ακολούθως:
- η προσωπικότητα του υποψηφίου, η οποία περιλαμβάνει την πειστικότητα, τη σαφήνεια, την ικανότητα επικοινωνίας και του τρόπου σκέψης του
- αν οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα της θέσης που διεκδικούν
- η γνώση του υποψήφιου πάνω σε θέματα αναγκαία για την υπηρεσία
- η καταλληλότητά του υποψήφιου για να ανταποκριθεί στα καθήκοντα τις ευθύνες και τις απαιτήσεις της θέσης.
Ως προς το 2, 3 και 4 πιο πάνω, το αρμόδιο διοικητικό όργανο καλεί συνήθως τον επικεφαλής της υπηρεσίας των υπό πλήρωση θέσεων, ο οποίος κατά τεκμήριο διαθέτει τις κατά περίπτωση εξειδικευμένες γνώσεις, ώστε να υποβάλει τις αναγκαίες ερωτήσεις και οι όποιες διαπιστώσεις να καταγράφονται στα πρακτικά και να εξηγούνται με τρόπο ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 385/01, ημερ. 28.3.03).
Η σημασία της προσωπικής συνέντευξης
Η σημασία που πρέπει να αποδίδει ένα διοικητικό όργανο στην προσωπική συνέντευξη δεν πρέπει να είναι μεγάλη και εν πάσει περιπτώσει δεν πρέπει μέσω αυτής να εξουδετερώνονται τα τρία, πιο πάνω αναφερθέντα, θεσμοθετημένα κριτήρια.
Ως προς το ζήτημα αυτό πολύ βοηθητική είναι τα λεχθέντα στην απόφαση Φίλιππου Μιχαηλίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ.382/96, 445/96, 535/96 και 545/96, 7 Σεπτεμβρίου 1999, στην οποία ανάμεσα σε άλλα αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:
« Η προσωπική συνέντευξη δεν συνιστά ενιαία και πανομοιότυπη εξέταση με τη γνωσιολογική έννοια, ούτε έλεγχο της αξίας των υποψηφίων όπως αυτή έχει ήδη καθορισθεί μέσα από τα στοιχεία τα οποία συνιστούν την αξιολόγησή τους στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και τα οποία, ως εκ τούτου, δεν επιδιώκει ούτε μπορεί, και μάλιστα με τα περιορισμένα χρονικά και άλλα δεδομένα της και την έλλειψη ειδικής γνώσης των μελών της ΕΔΥ, να επιβεβαιώσει, μετριάσει ή ανατρέψει. Συνιστά μάλλον, όπως είναι και ο ίδιος ο όρος που αναφέρεται στον νόμο, γενική εντύπωση της ΕΔΥ, με αναφορά στην όλη προσωπικότητα και αντίκρυση του υποψηφίου σε συσχετισμό με την καταλληλότητά του για τα καθήκοντα και τις ευθύνες της εν λόγω θέσης. Ως τέτοια, δεν αποτελεί χωριστό και πρόσθετο κριτήριο επιλογής, αλλά μια άποψη των πραγμάτων που θα συνεκτιμηθεί με τα κριτήρια επιλογής. Ως εκ τούτου, η νομολογία αναγνωρίζει μεν τη θέση της στη συνολική στάθμιση στην οποία προβαίνει η ΕΔΥ» (Duncan v. Republic (1977) 3 CLR 153), τονίζει όμως την ανάγκη να μην δίδεται σε αυτή υπέρμετρη σημασία. ΄Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Triantafyllides v. Republic (1970) 3 CLR 235, στη σελ.245 «πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι σωστό και δίκαιο να θεωρείται η απόδοση στην προσωπική συνέντευξη ξεχωριστά από την αξία, τα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων. Η προφορική εξέταση είναι απλώς ένας τρόπος για να σχηματισθεί μια άποψη για το αν οι υποψήφιοι κατέχουν τα πιο πάνω και μάλιστα δεν είναι ο πιο ασφαλής τρόπος, αφού η διάρκεια της εξέτασης είναι μικρή».
Έχει επίσης νομολογηθεί στις ψηλές θέσεις στην ιεραρχία θα πρέπει να αποδίδεται μεγαλύτερη σημασία από ότι πρέπει να δίνεται στις χαμηλότερες θέσεις, δεδομένου ότι στις ψηλές θέσεις η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. (Χρ Χριστοφίδης v. Δημοκρατίας, 1601/2000, ημερ.3.4.2002 και Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316, Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 7/2011, 21.12.2016).
Όπως τονίστηκε στην ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση αρ. 1461/2014, 4/12/2018, «το κριτήριο των συνεντεύξεων αποτελεί ένα υποκειμενικό και συμπληρωματικό μόνο κριτήριο της αξίας των υποψηφίων και δεν μπορεί να καθίσταται υπερκριτήριο».
Από την πιο πάνω ανασκόπηση της νομολογίας προκύπτουν τα ακόλουθα
- Η συνέντευξη δεν αποτελεί χωριστό και πρόσθετο κριτήριο επιλογής, αλλά συμπληρωματικό στοιχείο, πρέπει όμως να συσταθμίζεται μαζί με τα κριτήρια της αξίας των προσόντων και της αρχαιότητας και δεν πρέπει να τις δίδεται σε αυτή υπέρμετρη σημασία
- Πιο μεγάλη σημασία θα πρέπει να δίνεται στη συνέντευξη για ψηλές θέσεις στην ιεραρχία, όπου και η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψηφίου είναι σημαντικές για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν πρέπει να καθίσταται ως υπερκριτήριο. Δεν επιτρέπεται δηλαδήοι προσωπικές συνεντεύξεις να καθίστανται ο καθοριστικός παράγοντας επιλογής ενός υποψηφίου, με τρόπο που να παραμερίζεται ολόκληρη η σταδιοδρομία και πολύχρονη εξαίρετη υπηρεσιακή εικόνα ενός υποψηφίου.
- Η συνέντευξη καταγράφει μια γενική εντύπωση με αναφορά στην όλη προσωπικότητα και αντίκρυση του υποψηφίου σε συσχετισμό με την καταλληλότητά του για τα καθήκοντα και τις ευθύνες της εν λόγω θέσης, και δεν μπορεί μετριάσει ή ανατρέψει την αξιολόγηση του υπαλλήλου η οποία φαίνεται μέσα από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις.
Η σημασία της αρχαιότητας και της πείρας που φέρει μαζί της
Παρόλο που η αρχαιότητα είναι ένα «ταλαιπωρημένο» κριτήριο στη νομολογία με πολλές αντιφατικές αποφάσεις εντούτοις μπορούμε να την αξιολογήσουμε τόσο με το νόμο, όσο και με βάση τη νομολογία και τη λογική.
Το πιο βασικό που μπορεί να λεχθεί είναι ότι με κανένα τρόπο δεν μπορεί να παραγνωρίζεται, μέσω μιας ολιγόλεπτης συνέντευξης η σημαντική αρχαιότητα των 3, 4, 5 και πλέον ετών. Η αρχαιότητα φέρει μαζί της κατά τεκμήριο και την ανάλογη πείρα λόγω ακριβώς του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου στην αμέσως κατώτερη θέση. Συνακόλουθα η πείρα, που προέρχεται από την αρχαιότητα, προσθέτει στην αξία, κυρίως αν αυτή η πείρα ανάγεται σε θέματα άμεσα σχετικά με τις αρμοδιότητες του τμήματος στο οποίο ανήκει η υπό πλήρωση θέση (Μακκουλή και Αναστασίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 104/11 & 114/11, ημερ. 18.10.2017) και ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2/2014, 13/1/2020).
Όπως τονίστηκε στην (xxx Παναγή v Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639) «ηπείρα ως παράγων δεν αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια προαγωγής, πλην, όμως, η νομολογία έχει με συνέπεια καθορίσει ότι η πείρα εφόσον είναι σχετική και ανάγεται σε καθήκοντά που ο υποψήφιος επιτελούσε στην αμέσως της προηγούμενης της προαγωγής θέσης, πρέπει να μνημονευτεί από το διοικητικό όργανο εφόσον αυτή η πείρα προσθέτει στην αξία του». Επιπρόσθετα, «υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία δικαιούται προβάδισμα ακόμη και σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία» (Παπασάββα ν. Κούλουμου (2005) 3 Α.Α.Δ. 235 και Δημοκρατία ν. Φεσσά (2009) 3 Α.Α.Δ. 141).
Η ΕΔΥ στην πρόσφατη απόφαση της για την πλήρωση θέσεων πρέσβη ανέφερε πολύ λανθασμένα ότι «η αρχαιότητα είναι το τελευταίο κριτήριο που πρέπει να βαραίνει στη λήψη της απόφασης». Το είπε μάλιστα αυτό ενώ είχε ενώπιον της ισάξιους σε αξιολόγηση μέσα από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις υποψήφιους και υποψήφιους με αρχαιότητα μέχρι και 8 ετών. Κάτι παρόμοιο έκανε και με τη θέση του Διευθυντή Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών (Υπόθεση αρ. 370/17), που επίσης ακυρώθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο.
Η νομολογία δεν συμφωνεί με τη θέση αυτή της ΕΔΥ. Σε θέσεις μάλιστα που είναι «ψηλά στην ιεραρχία εύλογα το κριτήριο της αρχαιότητας λαμβάνεται υπόψη όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία» (Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 ΑΑΔ 71). Η αξία της πείρα μάλιστα σε συνδυασμό με την αρχαιότητα είναι τόσο μεγάλη που «μπορεί να παρακάμψει ακόμα και πλεονέκτημα προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, εφόσον οι υποψήφιοι είναι περίπου ισοδύναμοι σε αξία» Ακκελίδου ν. Μιχαήλ (2000) 3 Α.Α.Δ. 278, ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ πιο πάνω και Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας ECLI:CY:AD:2015:C318, Α.Ε. αρ. 61/10 ημερ. 11.5.2015,).
Αν στην προσωπική συνέντευξη οι υποψήφιοι αξιολογηθούν ο ένας ως εξαίρετος και ο άλλος ως πάρα πολύ καλός, η διαφορά αυτή θεωρείται οριακή (Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, 169).
Τέλος η συνέντευξη η οποία είναι εξέταση πάνω σε ουσιαστικά θέματα αναγκαία για την υπηρεσία έχει αυξημένη βαρύτητα έναντι της συνέντευξης που αναφέρεται πιο πάνω που απλώς διερευνά αν οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα της θέσης και την προσωπικότητα του υποψηφίου. Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου Δημοκρατία ν. Αντωνίου & άλλων (1993) 3 ΑΑΔ 325, τονίστηκε ότι «η νομολογιακή αρχή ότι η συνέντευξη έχει περιορισμένη βαρύτητα έναντι άλλων κριτηρίων εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που η συνέντευξη δεν αποτελεί και προφορική εξέταση πάνω σε ουσιαστικά θέματα αναγκαία για την υπηρεσία ή όπου ο νόμος προβλέπει διαφορετικά».