Ως γνωστό μετά την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης στην κυπριακή έννομη τάξη είχε ως αποτέλεσμα άμεσα συνταγματικά όργανα του Κράτους να παύσουν να υφίστανται με την αρχική συνταγματική τους δομή. Έτσι το σημερινό Ανώτατο Δικαστήριο είναι αποτέλεσμα «συγκερασμού» του ως προβλεπόταν στο κυπριακό σύνταγμα Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου και Ανώτατου Δικαστηρίου. Το πρώτο ως το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας, είχε μεταξύ άλλων την αρμοδιότητα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων τόσο σε προληπτικό – αφηρημένο όσο και σε παρεμπίπτοντα – κατασταλτικό πλαίσιο. Ακολούθως οι εξουσίες αυτές μεταβιβάστηκαν στο σημερινό Ανώτατο Δικαστήριο. Παράλληλα όμως με την θεμελιακή απόφαση Imbrahim εγκαινιάστηκε και ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από όλα τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας ανεξαρτήτως βαθμού και δικαιοδοσίας, εξαιρουμένου του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Το σημερινό λοιπόν σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας στη κυπριακή έννομη τάξη αναγνωρίζει τόσο τον προληπτικό, όσο και τον κατασταλτικό έλεγχο, καθώς επίσης τον αφηρημένο και παρεμπίπτοντα έλεγχο.
Από το 2012 και έκτοτε η Κυπριακή Δημοκρατία παρουσίαζε έντονα δημοσιονομικά προβλήματα με αποκορύφωμα την τραπεζική κρίση του 2013 και την ένταξη της χώρας σε δημοσιονομικό πρόγραμμα (Μνημόνιο). Η Κυπριακή Δημοκρατία για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης αλλά και μέσα στα πλαίσια των μνημονικών της δεσμεύσεων αναγκάστηκε να ψηφίσει διάφορα νομοθετήματα, τα οποία χαρακτηρίζονταν με περιστολές των δημόσιων δαπανών, περικοπές σε μισθούς, συντάξεις, ωφελήματα κ.α. Αναπόφευκτά αυτό είχε ως συνέπεια να επηρεαστούν δικαιώματα ορισμένης μερίδας πολιτών με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να προσφύγουν στα κυπριακά Δικαστήρια αμφισβητώντας κατά κύριο λόγο την συνταγματικότητα των πιο πάνω νομοθετημάτων.
Είναι προφανές ότι τα Δικαστήρια έπρεπε να κληθούν να κρίνουν τη συνταγματικότητα επίμαχων νομοθεσιών στη βάση του παρεμπίπτοντος ελέγχου αφού παράλληλα όμως τηρούνταν και οι συνήθεις δικονομικές προϋποθέσεις (π.χ. έννομο συμφέρον, να προκύπτει διαφορά ή διοικητική πράξη κ.α.). Συνάμα οι υποθέσεις που αφορούσαν έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων εκδικάζονταν με την συνήθη διαδικασία με υπόλοιπες υποθέσεις χωρίς να τυγχάνουν οποιασδήποτε προτεραιότητας ή ειδικής μεταχείρισης ως προς την χρόνο εκδίκασης τους, πλην ορισμένων εξαιρέσεων. Ως εκ τούτου παρατηρήθηκε ότι αποφάσεις που έκριναν την συνταγματικότητα νομοθεσιών και οι οποίες μάλιστα κατέληγαν σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας, εκδόθηκαν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα από την ισχύ των επίμαχων νόμων. Παράλληλα υπήρχαν περιπτώσεις της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, για ζητήματα συνταγματικότητας, μεταξύ Πρωτόδικων Δικαστηρίων. Περαιτέρω αποφάσεις τέτοιας φύσεως και σπουδαιότητας εφεσιβλήθηκαν κι ως εκ τούτου αναμένεται ακόμη επιπλέον χρόνος για την οριστική και τελεσίδικη κρίση των κυπριακών Δικαστηρίων επί της συνταγματικότητας συγκεκριμένων νομοθεσιών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιτείνει την ανασφάλεια δικαίου καθώς επίσης και σε οικονομικό επίπεδο να υπάρχει ο κίνδυνος εκτροχιασμού των δημοσιονομικών του Κράτους.
Εδώ και αρκετό καιρό βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία αναμόρφωσης και εκσυγχρονισμού της Κυπριακής Δικαιοσύνης. Μέσα στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας είναι και η επανασύσταση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η επαναλειτουργία ενός αμιγώς Συνταγματικού Δικαστηρίου συνιστά μια ιδανική ευκαιρία για την θεσμοθέτηση ενός καθορισμένου, ευέλικτου και ταχύ τρόπου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, όπου θα αποφεύγονται τα πιο πάνω προβλήματα.
Ειδικότερα θα μπορεί να τεθεί ένα σαφές θεσμικό – δικονομικό πλαίσιο που θα περιλαμβάνει ένα συγκεντρωτικό έλεγχο της συνταγματικότητας, αποφεύγοντας με αυτό το τρόπο τον κίνδυνο της ύπαρξης αντικρουόμενων αποφάσεων επί των ίδιων ζητημάτων από τα Πρωτοβάθμια Δικαστήρια και της αναμονής της έφεσης για την οριστική κρίση. Επίσης καλό θα ήταν να επιτρέπεται ένας αφηρημένος έλεγχος συνταγματικότητας ακόμα και σε κατασταλτικό στάδιο για νομοθετήματα που κρίνονται ως μείζονος σημασίας. Παράλληλα με μια πιο απλουστευμένη διαδικασία προσφυγής στο Συνταγματικό Δικαστήριο, χωρίς λ.χ. τις συνήθεις δικονομικές προϋποθέσεις του παραδεκτού θα βοηθούσε σε μια ταχεία εκδίκαση τέτοιας φύσεως υποθέσεων και την άμεση εκκαθάριση της έννομης τάξης από τυχόν αντισυνταγματικούς νόμους που ακόμη δεν προέκυψε η ανάγκη ενός παρεμπίπτον ελέγχου τους.
Με αυτό το τρόπο θα μπορεί να εμπεδωθεί σε μεγάλο βαθμό η ασφάλεια δικαίου και το αίσθημα δικαιοσύνης. Επίσης η τύχη νομοθετημάτων μείζονος σημασίας θα κρίνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα αναδεικνύοντας έτσι με τρόπο άμεσο τα συνταγματικά αντανακλαστικά της δικαιοσύνης.
Διαβάστε επίσης: