Με αφορμή την έναρξη λειτουργίας των δικαστηρίων, μετά την προσωρινή αναστολή των εργασιών λόγω Covid-19 και παρόλο που τα τελευταία πέντε χρόνια, δεν είμαι πλέον στη μαχόμενη δικηγορία, παραμένω, όμως, μαχόμενος ερευνητής του κυπριακού δικαίου και στο μέτρο των γνώσεων και ικανοτήτων μου, θα ήθελα να κάνω μια νομική παρέμβαση σχετικά με τη σύνταξη δικογράφων και τις εκφραζόμενες από το Ανώτατο Δικαστήριο (ΑΔ) παρατηρήσεις.
Μια απλουστευμένη αλλά περιεκτική έννοια της λειτουργικότητας του δικογράφου (pleading), που υιοθετείται και από τη νομολογία του ΑΔ, είναι ότι το δικόγραφο αποτελεί τις ράγες πάνω στις οποίες περνά το τρένο. Αυτό, στη φιλοσοφική του έννοια, υποδεικνύει την ανθεκτικότητα που πρέπει να έχουν οι ράγες για να μην εκτροχιαστεί το τρένο, με τις τραγικές ανθρώπινες συνέπειες. Με τη δικονομική έννοια, τα δικόγραφα αποτελούν τις ράγες πάνω στις οποίες θα πορευθεί η δίκη στη διάρκεια της οποίας θα ισορροπηθούν δικαιώματα και υποχρεώσεις και θα απονεμηθεί δικαιοσύνη. Τα δικόγραφα, όπως η ετυμολογία της λέξης εκφράζει, θα μπορούσε να λεχθεί ότι αποτελούν όλα τα έγγραφα με τα οποία ξεκινά και συνεχίζεται μια δικαστική διαδικασία μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, όπως, ενδεικτικά, είναι η αγωγή, η υπεράσπιση, η απάντηση στην υπεράσπιση, η ανταπαίτηση και οι διάφορες άλλες ενδιάμεσες αιτήσεις που κρίνονται αναγκαίες στην πορεία μιας δίκης.
Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του τελευταίου μου βιβλίου, με θέμα το Τραπεζικό Δίκαιο και η Τραπεζική Πρακτική, διαπίστωσα μια πραγματικά απαράδεκτη δικονομική συμπεριφορά από συναδέλφους που αγγίζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα όρια της αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς και δικαστικής περιφρόνησης. Μια θεμελιώδης αρχή του ΑΔ, ως προς τη σύνταξη ενός δικογράφου, διακηρύσσει ότι πρέπει να περιέχει μια συνοπτική έκθεση των ουσιωδών γεγονότων της απαίτησης ή της υπεράσπισης. Η δικαστική σοφία που επιζητά την απλή, σύντομη και περιεκτική σύνταξη των δικογράφων δεν άγεται από ‘οκνηρή’ διάθεση των δικαστών να μελετήσουν τα δικόγραφα, ούτε ότι ‘βαριούνται’ να διαβάζουν εκτεταμένα κείμενα, διότι μια τέτοια αντίληψη θα αποτελούσε τουλάχιστον, ανεπίτρεπτη, σοβαρή ύβρη για το θεσμό του δικαστή. Η προσέγγιση αυτή του ΑΔ είναι για να έχουν ενώπιον τους οι δικαστές κείμενα απλά και κατανοητά, με λογικές δομές και όχι με πολυποίκιλους, ασύνδετους, πολλές φορές, μεταξύ τους ισχυρισμούς, που στο τέλος η σκέψη του αναγνώστη, δικαστή και δικηγόρου, αποσυντονίζεται, αναγκαστικά, από την ουσία της διαφοράς και «δεν προωθεί ούτε τα συμφέροντα του ίδιου του διάδικου ούτε της δικαιοσύνης». Μια αγόρευση, για παράδειγμα, 101 σελίδων, σε μια απλή χρηματιστηριακή διαφορά, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει με τον περί Εφέσεων (περίγραμμα κλπ) Κανονισμό του 1996 και η επίκληση του ίδιος νομικού ζητήματος, κατά την άποψη μου είναι, τουλάχιστον, νομική απρέπεια (2010) 1 ΑΑΔ 1238.
Με μία σύντομη μελέτη της πρόσφατης νομολογίας σε ζητήματα τραπεζικών και χρηματιστηριακών διαφορών, ο μελετητής εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ότι συγκεκριμένη ομάδα δικηγόρων, συντάσσει αγωγές ή υπερασπίσεις δεκάδων σελίδων, διαιρημένες σε μεγάλο αριθμό παραγράφων και υποπαραγράφων, πολλές από τις οποίες, χωρίς ίχνος υπερβολής, είναι επαναλαμβανόμενες και πανομοιότυπες (copy paste). Για παράδειγμα μπορεί να γίνει επίκληση ότι η επίδικη σύμβαση δανείου είναι παράνομη ή άκυρη και τον ίδιο, πανομοιότυπο, ισχυρισμό θα τον βρεις σε διάφορες άλλες παραγράφους του ίδιου δικογράφου, χωρίς, στην ουσία, η επανάληψη του ίδιου ζητήματος να προσθέτει οτιδήποτε στον ισχυρισμό.
Είναι αξιοθαύμαστος ο διακριτικός τρόπος που το ΑΔ αντιμετώπισε τη συμπεριφορά ορισμένων δικηγόρων, οι οποίοι αγνοούν προκλητικά όχι μόνο τους δικονομικούς κανόνες, αλλά γι’ αυτούς τουλάχιστον θα έχουν νομικές συνέπειες, αλλά, το σημαντικότερο, περιφρονούν τις κατ’ επανάληψη υποδείξεις του ΑΔ για περιορισμό της έκτασης των δικογράφων και αγορεύσεων και της κατ’ επανάληψης επαναφοράς του ίδιου εκδικασθέντος νομικού ζητήματος. Μια τέτοια γενική και διακριτική υπόδειξη εκφράζεται σε δύο προτάσεις: «η βραχυλογία θα πρέπει πλέον να θεωρείται αρετή και όχι ελάττωμα και η καθαρότητα και περιεκτικότητα του λόγου αναμφίβολα βοηθά τα μέγιστα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης» (2009) 1 ΑΑΔ 974. Προκλητική είναι και η συμπεριφορά μικρού, ευτυχώς, αριθμού δικηγόρων που επικαλούνται νομικά ζητήματα τα οποία έχουν, σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων, κριθεί οριστικά και τελεσίδικα και εντούτοις συνεχίζουν να καλούν το δικαστήριο να τα αποφασίσει εκνέου, όπως π.χ. το θέμα της ισχύος των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας ή της πώλησης των ενεχυριασθέντων μετοχών. Το ΑΔ ξεκαθάρισε τελεσίδικα ότι η παράβαση των εγκυκλίων της ΚΤ δεν επιφέρει ακυρότητα των τραπεζικών συμβάσεων και, όμως, επαναφέρεται το ίδιο ζήτημα και, μάλιστα, από τους ίδιους δικηγόρους ή ότι η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να εκποιήσει τις ενεχυριασθείσες μετοχές.((2010) 1Β ΑΑΔ 1131- (2010) 1 ΑΑΔ 1238-(2010) 1 ΑΑΔ 2392- (2012) 1 ΑΑΔ 324- (2013) 1 ΑΑΔ 2357- ΠΕ 141/2010, ημερ. 13/11/15., ΠΕ 97/2011, ημερ. 05/05/2017- Τραπεζικό δίκαιο, Χρ. Λουκά, σελ.221).
Πρέπει να διευκρινιστεί, φυσικά, ότι εάν οι δικηγόροι θέλουν να ανατρέψουν τη νομολογία του ΑΔ για το θέμα των εγκυκλίων ή οποιουδήποτε άλλο νομικού ζητήματος, μπορούν να το πράξουν με αίτημα στην Ολομέλεια του ΑΔ.
Η νομική αυτή παρέμβαση δεν φωτογραφίζει βέβαια κανένα δικηγόρο, για τους οποίους ο σεβασμός μου είναι απεριόριστος, απλά γίνεται ως αναφορά στη νομολογία, για υποστήριξη των νομικών μου απόψεων.