Το τεστ του «εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή» ως εργαλείο για τη διαπίστωση πρακτικών καταχρηστικού αποκλεισμού

Εισαγωγή

Στο παρόν άρθρο εξετάζεται η θεωρητική βάση και η νομολογιακή εξέλιξη του τεστ του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή (AEC test). Το εν λόγω τεστ επιτρέπει τη διάκριση μεταξύ ανταγωνισμού βάσει αποδοτικότητας που είναι επιθυμητός και συμβατός με τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και αθέμιτου ανταγωνισμού που στηρίζεται στην κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και οδηγεί στον αποκλεισμό ανταγωνιστών προς ζημία των καταναλωτών. Η ορθή διάκριση των δύο αυτών μορφών ανταγωνισμού διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τον θεμελιώδη στόχο του Δικαίου του Ανταγωνισμού που είναι η προστασία της ανταγωνιστικής διαδικασίας ως θεσμικού μηχανισμού που προάγει την μακροπρόθεσμη ευημερία των καταναλωτών και όχι η τεχνητή διατήρηση στην αγορά μη αποτελεσματικών και μη βιώσιμων επιχειρήσεων.

Η συμβατότητα του AEC test με τους στόχους του Δικαίου του Ανταγωνισμού

Το AEC test βασίζεται σε μια απλή αλλά θεμελιώδη οικονομική αρχή: μια πρακτική μιας επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση θεωρείται αντιανταγωνιστική μόνον όταν έχει τη δυνατότητα να αποκλείσει από την αγορά έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή. Αντιθέτως, εάν η έξοδος ενός ανταγωνιστή από την αγορά οφείλεται αποκλειστικά στη δική του αναποτελεσματικότητα ή στο γεγονός ότι δεν μπορεί να ανταγωνιστεί επί ίσοιςόροις λόγω εσωτερικών του αδυναμιών ή άλλων ανεπαρκειών, αυτό δεν συνιστά παραβίαση του Δικαίου του Ανταγωνισμού και, ειδικότερα, του Άρθρου 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

Η οικονομική λογική του AEC test είναι απόλυτα εναρμονισμένη με τους στόχους του Δικαίου του Ανταγωνισμού, όπως αυτοί έχουν επανειλημμένα επιβεβαιωθεί από τη νομολογία των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη σχετική νομολογία υπογραμμίζεται ότι σκοπός του Δικαίου του Ανταγωνισμού δεν είναι η προστασία συγκεκριμένων ανταγωνιστών, αλλά η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της ανταγωνιστικής διαδικασίας. Ο ανταγωνισμός αποτελεί μηχανισμό επιλογής, στον οποίο επιβραβεύονται οι πιο αποτελεσματικές επιχειρήσεις, ενώ οι λιγότερο αποτελεσματικές ενδέχεται, φυσιολογικά, να αποχωρήσουν από την αγορά. Όπως επισημάνθηκε χαρακτηριστικά από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-52/09, Telia Sonera, η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή των Αρχών Ανταγωνισμού δικαιολογείται μόνο όταν μια πρακτική στρεβλώνει αυτόν τον μηχανισμό, αποκλείοντας από την αγορά επιχειρήσεις που είναι εξίσου αποτελεσματικές με τη δεσπόζουσα επιχείρηση.

Υπό το πρίσμα αυτό, το AECtest λειτουργεί ως εννοιολογικό και πρακτικό φίλτρο, επιτρέποντας στις Αρχές Ανταγωνισμού να διακρίνουν τις περιπτώσεις καταχρηστικού αποκλεισμού από εκείνες όπου ο αποκλεισμός συνιστά απόρροια θεμιτού ανταγωνισμού βάσει αυξημένης αποδοτικότητας της δεσπόζουσας επιχείρησης. Με τον τρόπο αυτό, το AECtest συμβάλλει ουσιαστικά στην ορθολογική εφαρμογή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, περιορίζοντας τον κίνδυνο υπερβολικής ρυθμιστικής παρέμβασης (falsepositives), η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε προστατευτισμό λιγότερο αποτελεσματικών επιχειρήσεων. Τέτοιου είδους παρεμβάσεις που δεν βασίζονται σε στέρεη οικονομική τεκμηρίωση, ενδέχεται μακροπρόθεσμα να υπονομεύσουν τα κίνητρα για καινοτομία, να αποθαρρύνουν την αποδοτικότητα και τελικά να πλήξουν την ευημερία των καταναλωτών. Συνεπώς, η ουδετερότητα του παρεμβατικού πλαισίου και η προσήλωση σε αντικειμενικά, οικονομικά θεμελιωμένα κριτήρια, όπως το AECtest, καθίστανται απαραίτητα συστατικά στοιχεία για την αποφυγή εσφαλμένων αποφάσεων που ενδέχεται να στρεβλώσουν τη λειτουργία των αγορών.

Στην πράξη, η εφαρμογή του AECtest συνίσταται σε μια σύγκριση μεταξύ της πραγματικής ή της αποτελεσματικής τιμής που προσφέρει η δεσπόζουσα επιχείρηση και του κόστους, συνήθως του μέσου μακροπρόθεσμου επαυξητικού κόστους (LRAIC), ενός υποθετικού εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Αν η τιμή της δεσπόζουσας επιχείρησης είναι χαμηλότερη από το κόστος αυτό, τότε ο ανταγωνιστής, ακόμη και αν είναι εξίσου αποτελεσματικός με την δεσπόζουσα επιχείρηση, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί χωρίς ζημίες, άρα τίθεται σε κίνδυνο καταχρηστικού αποκλεισμού. Αντιθέτως, εάν η τιμή παραμένει πάνω από το εν λόγω κόστος, τότε ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής δύναται να παραμείνει στην αγορά, και η πρακτική δεν τεκμαίρεται καταχρηστική.

Η ακρίβεια του τεστ και η ορθή επιλογή των παραμέτρων του, όπως το κατάλληλο επίπεδο κόστους, η φύση και η χρονική διάρκεια της πρακτικής, αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για τη χρησιμότητα και την αποδεικτική αξία των συμπερασμάτων του AECtest, όπως αναλύεται πιο κάτω.

Η εφαρμογή του AECtest από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα Δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Στην Ανακοίνωση αναφορικά με τις προτεραιότητες εφαρμογής του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ σε περιπτώσεις καταχρηστικών συμπεριφορών αποκλεισμού εκ μέρους δεσποζουσών επιχειρήσεων (Ανακοίνωση Προτεραιοτήτων), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει ότι τα τεστ που βασίζονται σε συγκρίσεις τιμών και κόστους, όπως είναι το AEC test, μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμα εργαλεία αξιολόγησης των ενδεχόμενων επιδράσεων αποκλεισμού λόγω εφαρμογής καταχρηστικών πρακτικών από την δεσπόζουσα επιχείρηση. Σημειώνεται ότι η εν λόγω ανακοίνωση εκδόθηκε το 2009 στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού της προσέγγισης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αξιολόγηση παραβάσεων του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η Ανακοίνωση Προτεραιοτήτων σηματοδοτεί και επίσημα την μετάβαση από μια φορμαλιστική προσέγγιση, η οποία βασιζόταν κυρίως στη μορφή της επίμαχης πρακτικής προκειμένου να κριθεί αν συνιστά κατάχρηση, προς μια περισσότερο οικονομοκεντρική προσέγγιση που εστιάζει στις πραγματικές ή δυνητικές επιδράσεις της επίμαχης πρακτικής στον ανταγωνισμό και την ευημερία των καταναλωτών (effects-based approach).

Μία από τις βασικές παραδοχές της νέας προσέγγισης είναι το γεγονός ότι η εφαρμογή του AEC test επιτρέπει καλύτερη διάκριση μεταξύ θεμιτού ανταγωνισμού βάσει αποτελεσματικότητας και του καταχρηστικού αποκλεισμού, που στρεβλώνει την ανταγωνιστική διαδικασία και τελικά ζημιώνει τον καταναλωτή. Στο πλαίσιο αυτό, το AEC test υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως ένα πρακτικό αναλυτικό εργαλείο για την αξιολόγηση πρακτικών καταχρηστικού αποκλεισμού. Στην πράξη, το AEC τεστ εφαρμόζεται συχνότερα σε περιπτώσεις καταχρηστικής τιμολόγησης, όπως επιθετικής τιμολόγησης (predatory pricing), συμπίεσης περιθωρίου κέρδους (margin squeeze) και εκπτώσεις πίστης (loyalty rebates).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής του AEC test από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελεί η υπόθεση Intel. Στην υπόθεση αυτή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρησιμοποίησε το AEC test για να αξιολογήσει κατά πόσον οι εκπτώσεις πίστης που παρείχε η Intel σε μεγάλους κατασκευαστές Η/Υ ήταν ικανές να αποκλείσουν εξίσου αποτελεσματικούς ανταγωνιστές, όπως η AMD. Αν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επίμαχες εκπτώσεις ήταν καταχρηστικές, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της εφαρμογής του AEC test, η ενσωμάτωση της ανάλυσης του εν λόγω τεστ στην απόφαση της αποδείχθηκε καθοριστικής σημασίας στο πλαίσιο της δικαστικής προσφυγής που ακολούθησε.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην απόφαση που εξέδωσε το 2017 (Υπόθεση C-413/14 P, Intel) ανέτρεψε προηγούμενη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ΓΔ), κρίνοντας ότι, εφόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε επιλέξει να εφαρμόσει το AECtest στην απόφασή της, το ΓΔ όφειλε να εξετάσει τα σχετικά επιχειρήματα που προέβαλε η Intel ως προς τη μεθοδολογία και τα συμπεράσματα του τεστ. Η απόφαση αυτή επιβεβαίωσε ότι το AEC test, όταν χρησιμοποιείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή όταν τυγχάνει επίκλησης από την αμυνόμενη επιχείρηση, υπόκειται σε πλήρη δικαστικό έλεγχο.

Ακολούθως, μετά την παραπομπή της υπόθεσης στο ΓΔ, αυτό κλήθηκε να εξετάσει τους λόγους ακύρωσης που είχε προβάλλει η Intel, ιδίως σε σχέση με τον εσφαλμένο υπολογισμό κρίσιμων παραμέτρων του AEC test, όπως η αξία των εκπτώσεων, το μέγεθος του διεκδικήσιμου μεριδίου αγοράς και η διάρκεια των εμπορικών σχέσεων με τους πελάτες. Το ΓΔ ακύρωσε την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κρίνοντας ότι η εφαρμοσθείσα ανάλυση βάσει του AEC test δεν ήταν ικανή να αποδείξει την ύπαρξη επιδράσεων αποκλεισμού εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών της Intel. Η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2024.

Καταληκτικά, η υπόθεση Intel σηματοδοτεί σημείο καμπής στη νομολογιακή προσέγγιση του ελέγχου καταχρηστικών πρακτικών βάσει του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Υπογραμμίζει ότι η αποτελεσματική εφαρμογή του Δικαίου του Ανταγωνισμού προϋποθέτει όχι μόνο νομική, αλλά και εμπεριστατωμένη οικονομική ανάλυση των πραγματικών ή δυνητικών επιδράσεων στην αγορά. Σε αυτό το πλαίσιο, το AECtest έχει πλέον αναδειχθεί ως ένα από τα βασικότερα εργαλεία για την αξιολόγηση πρακτικών καταχρηστικού αποκλεισμού. Παρά τις τεχνικές προκλήσεις που ενδεχομένως να συνεπάγεται η εφαρμογή του, η συμβολή του στη βελτίωση της ακρίβειας, της ποιότητας και της προβλεψιμότητας των αποφάσεων των Αρχών Ανταγωνισμού είναι αδιαμφισβήτητη.

Η παράλειψη εφαρμογής του AEC test στην υπόθεση Πίττα v ΠΟΑ – Μια προβληματική προσέγγιση

Η σημασία της υπόθεσης Intel και της επιβεβαίωσης της ανάγκης ουσιαστικής αξιολόγησης του AECtest καθίσταται εμφανής όταν συγκριθεί με τον τρόπο που η ΕΠΑ χειρίστηκε την υπόθεση Πίττα v ΠΟΑ (Απόφαση ΕΠΑ 32/2018). Στην απόφαση αυτή, η ΕΠΑ θεώρησε αχρείαστη την εφαρμογή του AECtest, κρίνοντας ότι δεν απαιτείται να διερευνηθεί κατά πόσο οι καταγγέλλουσες επιχειρήσεις ήταν εξίσου αποτελεσματικές με τη δεσπόζουσα επιχείρηση, εφόσον το περιθώριο κέρδους τους ήταν αρνητικό. Συγκεκριμένα, η ΕΠΑ ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν χρειάζεται διερεύνηση του κατά πόσο οι καταγγέλλουσες εταιρείες είναι εξίσου και εύλογα αποτελεσματικές, εφόσον το περιθώριο κέρδους με βάση τους υπολογισμούς είναι αρνητικό.»

Η θέση αυτή, ωστόσο, είναι ασυνεπής τόσο με την οικονομική θεωρία όσο και με τη νομολογία των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η απουσία εφαρμογής του AEC test, σε συνδυασμό με την ελλιπή αιτιολόγηση των συμπερασμάτων της ΕΠΑ, εγείρει τα ακόλουθα τρία σημαντικά ζητήματα.

Πρώτον, η απλή διαπίστωση αρνητικών περιθωρίων κέρδους δεν συνεπάγεται αυτομάτως την ύπαρξη καταχρηστικής συμπεριφοράς από τη δεσπόζουσα επιχείρηση. Αντιθέτως, η ύπαρξη ζημιών μπορεί να οφείλεται σε πληθώρα άλλων παραγόντων, όπως εσωτερική αναποτελεσματικότητα, κακή διαχείριση ή προβλήματα ρευστότητας, χωρίς να συνδέεται αιτιωδώς με αντιανταγωνιστική πρακτική της δεσπόζουσας επιχείρησης.

Τονίζεται ότι, εάν πράγματι η ύπαρξη ζημιών αρκούσε για να στοιχειοθετηθεί καταχρηστική συμπεριφορά, θα είχε ήδη καθιερωθεί ένα σαφές νομικό κριτήριο, σύμφωνα με τον οποίο η διαπίστωση ζημιογόνου αποτελέσματος θα ισοδυναμούσε αυτομάτως με διαπίστωση παράβασης. Τέτοιος κανόνας δεν προβλέπεται ούτε στη νομολογία των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε στην Ανακοίνωση Προτεραιοτήτων. Αντίθετα, η σύγχρονη προσέγγιση υπογραμμίζει την ανάγκη τεκμηρίωσης της αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στη συμπεριφορά της δεσπόζουσας επιχείρησης και στον ενδεχόμενο αποκλεισμό εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών.

Όπως έχει αποσαφηνιστεί τόσο στην υπόθεση Intel όσο και στην Ανακοίνωση Προτεραιοτήτων, η κρίσιμη ερώτηση δεν είναι το κατά πόσον ένας ανταγωνιστής υπέστη ζημίες, αλλά εάν ένας υποθετικός εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θα μπορούσε να επιβιώσει με βάση τις τιμές και τους όρους που προσφέρει η δεσπόζουσα επιχείρηση. Υπό αυτή τη θεώρηση, το AECtest λειτουργεί ως αναγκαίο φίλτρο που επιτρέπει στην Αρχή Ανταγωνισμού και στα Δικαστήρια να διαχωρίσουν τις περιπτώσεις όπου μια πρακτική πράγματι προκαλεί καταχρηστικό αποκλεισμό, από εκείνες όπου η έξοδος από την αγορά ή η αδυναμία επιβίωσης ενός ανταγωνιστή οφείλεται στη δική του αναποτελεσματικότητα και όχι σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.

Δεύτερον, ειδικά στη συγκεκριμένη υπόθεση, η διαχρονική πορεία των καταγγελλουσών εταιρειών καθιστούσε επιτακτική τη χρήση του AEC test. Αυτό διότι οι εν λόγω εταιρείες παρουσίαζαν ιστορικά ζημιογόνο πορεία και υπερβολικό χρέος προς μεγάλο αριθμό προμηθευτών τους. Οι σοβαρές αυτές ενδείξεις δομικής και λειτουργικής αναποτελεσματικότητας επέβαλαν την ενδελεχή εξέταση του κατά πόσον η επίμαχη συμπεριφορά μπορούσε να αποκλείσει έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή και όχι απλώς μία ή περισσότερες επιχειρήσεις με διαχρονικά οικονομικά προβλήματα.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η παράλειψη εφαρμογής του AEC test οδήγησε την ΕΠΑ στο να αποδώσει υπαιτιότητα στη δεσπόζουσα επιχείρηση χωρίς να αποδείξει ότι η τιμολογιακή της πρακτική μπορούσε πράγματι να προκαλέσει αποκλεισμό επιχειρήσεων που λειτουργούν με συγκρίσιμα επίπεδα αποτελεσματικότητας. Ενώ στην πραγματικότητα, η αποτυχία των καταγγελλουσών εταιρειών να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό φαίνεται να σχετίζεται με τα δικά τους συστημικά προβλήματα λειτουργικής αναποτελεσματικότητας και όχι με κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.

Τρίτον, η ΕΠΑ παρέλειψε να αξιολογήσει ουσιώδη οικονομικά στοιχεία τα οποία υποδήλωναν ότι οι καταγγέλλουσες εταιρείες δεν μπορούσαν να θεωρηθούν εξίσου αποτελεσματικoί ανταγωνιστές, και ότι, κατά συνέπεια, δεν πληρούνταν τα κριτήρια του AECtest. Ενώπιον της ΕΠΑ, όπως προκύπτει από την απόφαση της, υπήρχαν στοιχεία που καταδείκνυαν την εξαιρετικά επιβαρυμένη χρηματοοικονομική κατάσταση των καταγγελλουσών εταιρειών, τη συνεχιζόμενη αδυναμία κάλυψης του κόστους παραγωγής τους και την έλλειψη επιχειρησιακής ευρωστίας, που κανονικά θα έπρεπε να οδηγήσουν σε συγκριτική αξιολόγηση με βάση το κόστος και τις τιμές της δεσπόζουσας επιχείρησης, δηλαδή με εφαρμογή του AECtest.

Η προσέγγιση της ΕΠΑ, η οποία στηρίζεται σε ένα καινοφανές νομικό κριτήριο, σύμφωνα με το οποίο η ύπαρξη ζημιών από ανταγωνιστές οδηγεί αυτομάτως στη διαπίστωση κατάχρησης από τη δεσπόζουσα επιχείρηση, δεν πλήττει μόνο την επιχειρηματική ελευθερία. Υπονομεύει, επίσης, τον θεμελιώδη στόχο του Δικαίου του Ανταγωνισμού, που είναι η διασφάλιση της λειτουργίας της ανταγωνιστικής διαδικασίας ως μηχανισμού επιλογής και διατήρησης των πιο αποδοτικών επιχειρήσεων στην αγορά.

Καταληκτικά σχόλια

Το AEC test αποτελεί ένα από τα βασικότερα εργαλεία οικονομικής ανάλυσης στο πλαίσιο εφαρμογής του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Η συμβολή του έγκειται στο ότι επιτρέπει τη διάκριση μεταξύ νόμιμου ανταγωνισμού βάσει αποδοτικότητας και καταχρηστικού αποκλεισμού που στρεβλώνει τη λειτουργία της αγοράς και ζημιώνει τους καταναλωτές. Η μεθοδολογία του προσφέρει ένα σαφές και αντικειμενικό πλαίσιο αξιολόγησης, απόλυτα εναρμονισμένο με τους στόχους του Δικαίου του Ανταγωνισμού, περιορίζοντας τον κίνδυνο υπερβολικής ή εσφαλμένης παρέμβασης των Αρχών Ανταγωνισμού. Η υπόθεση Intel υπήρξε καθοριστική για την εδραίωση του εν λόγω τεστ ως εργαλείου αποτίμησης των επιδράσεων αποκλεισμού.

Η ανάλυση της υπόθεσης Πίττα v ΠΟΑ καταδεικνύει τις πρακτικές συνέπειες της παράλειψης εφαρμογής του AECtest. Όταν η αξιολόγηση στηρίζεται αποκλειστικά σε αρνητικά περιθώρια κέρδους, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική πραγματικότητα και χωρίς να εξετάζεται η αποτελεσματικότητα των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, είναι σχεδόν αναπόφευκτο να προκύψουν εσφαλμένα συμπεράσματα και να παραβιαστούν βασικές αρχές του Δικαίου του Ανταγωνισμού.

Συνεπώς, η συστηματική και ορθή εφαρμογή του AEC test δεν συνιστά απλώς χρήσιμη πρακτική, αλλά αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη διασφάλιση της νομικής πληρότητας, της οικονομικής ακρίβειας και της θεσμικής αξιοπιστίας των αποφάσεων των Αρχών Ανταγωνισμού. Η ενσωμάτωσή του εν λόγω τεστ στη διαδικασία ανάλυσης πρακτικών καταχρηστικού αποκλεισμού ενισχύει την προβλεψιμότητα, την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, προστατεύοντας ουσιαστικά την ανταγωνιστική διαδικασία προς όφελος της ευημερίας των καταναλωτών.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: ,
undefined